Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ritual Howls - Turkish Leather

Felte
2014


Αλλιώς είχα ξεκινήσει αυτή την παρουσίαση αλλά μια ακρόαση του δίσκου με ομήγυρη μουσικόφιλων, απ’ αυτές που ο καθένας (συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος) μπορεί να λέει, είτε γιατί το πιστεύει, είτε για να εντυπωσιάσει, είτε για να την μπει στους άλλους, το μακρύ του και το κοντό του, άλλαξαν μοιραία την εισαγωγή.

Εκεί λοιπόν, και αφού το Turkish Leather θάφτηκε από τους περισσότερους δια βοής σαν κακό αναμάσημα Joy Division, Sisters of Mercy και –πρώιμης- 4AD, λες και υπάρχει κάτι σήμερα, πάντα, που δεν είναι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ρετρό, (Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει, κι ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά. Τίποτα δεν είναι καινούριο πάνω σ᾽ αυτή τη γη, Εκκλησιαστής 1,9) φωνάζει ο πιστός μέσα μου, έπειτα τα βόλια πήραν και σήκωσαν τους Doors που χαρακτηρίστηκαν επιεικώς συγκρότημα της πλάκας, το My life in the bush of ghosts των Eno/Byrne σαν λίγο-πολύ σαχλαμάρα, τους συγγραφείς Celine και Burroughs που προσπεράστηκαν στα γρήγορα σαν «βαρετοί» και «ατάλαντοι», ενώ από την άλλη αποθεώθηκαν σαν τεράστιος συγγραφέας ο Bukowski, και σαν μεγάλο και ρηξικέλευθο γκρουπ οι Nirvana

Θα είχα να πω πολλά πάνω στο θέμα, αλλά δεν θα το κάνω αφού δεν είναι αυτό το θέμα μας, και πόσο μάλλον απόντων των συνομιλητών μου, όπως δεν το έκανα και όταν ήταν παρόντες…ο κάθε σώφρων ή έστω νοήμων άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί και μόνος και να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Τα γράφω όλα αυτά για να σας πω απλά…ότι έχει πει παλιά ο Νασρεντίν Χότζας, δηλαδή, «μη πιστεύετε ότι ακούτε και ότι διαβάζετε», ο καθένας (συμπεριλαμβανομένου είπαμε και του γράφοντος) κουβαλάει στο κεφάλι του ένα ολόκληρο και ατσούμπαλα στοιβαγμένο φορτίο, που άγνωστο είναι τι ζυμώσεις και αναταράξεις γίνονται εκεί μέσα στ’ αμπάρια, και βγαίνει αυτό που βγαίνει απ’ το στόμα…

Το πιο σωστό και τίμιο, μάλλον είναι να πεις για κάτι ότι είναι ή δεν είναι του γούστου σου τελικά…αλλά επειδή θα ήταν κάπως βαρετό όλες οι κριτικές να πηγαίνουν έτσι ας ξεκινήσω επιτέλους και την δική μου…



Να γράψω πάλι για τους Joy Division, την 4AD, για ήχους σκοτεινούς, βιομηχανικούς, το κέντρο της πόλης, εκεί που περιμένεις, και που το σαβανώνει η βροχή όταν βραδιάζει, τις κιθάρες που γλυστράνε πάνω στις σταγόνες και βουτάνε μέσα στις βρώμικες νερολακούβες της ασφάλτου σε ένα ιδιότυπο surf…μπα δε μου βγαίνει έπειτα απ’ όλα αυτά…

Ας το πάω αλλιώς…να ξεκινήσω απ’ την πόλη των Ritual Howls το Detroit, αφήνοντας πολλά υπονοούμενα και υποσχέσεις για όσους πιάνουν τουλάχιστον τη βάση στη γεωγραφία της μουσικής, σκληρής αλλά και χορευτικής.

Ειδικά για το δεύτερο, είναι στιγμές που άνετα πιάνεις την σκιά σου για παρτενέρ και βάζεις φωτιά από το σούρσιμο τον ποδιών στην αυτοσχέδια πίστα του δωματίου.

Αν είχα απέναντι στην καρέκλα και κανέναν σκελετό να του τείνω το χέρι, από αυτούς που έβαζαν διακοσμητικούς στα γραφεία τους κάποιοι παλιοί γιατροί, θα έκανα πάρτι κανονικό, γλέντι τρικούβερτο.

Κιθάρα, μπάσο και μπάσα φωνή, σύνθια, μηχανικά τύμπανα, και διάφοροι άλλοι ήχοι του θαυμαστού αυτού νέου και γενναίου κόσμου, συλλεγμένοι με φροντίδα και προσοχή από το τρίο που έχει πίσω του ακόμη ένα άλμπουμ, το περσυνό που είχε σαν τίτλο τα’ όνομά τους, μαζί και κάμποσα EP.

Όταν φτάνουμε στον στίχο όμως δε γίνεται να μην γραφτεί ακόμη μια φορά η λέξη «σκοτεινιά», μιας και όλοι τους μοιάζουν σαν θαμπά αινιγματικά οράματα υπό την επήρεια αψεντιού ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλου πιοτού, στοιχειωμένα από τις λέξεις παλιών «ρομαντικών» ποιητών, η μάλλον όχι όχι…νέων ρομαντικών ποιητών είναι το σωστό.

Όσο τα γράφω αυτά ο δίσκος παίζει για κάποια, πολλοστή φορά από την αρχή, και όσο περνούν τα τραγούδια αρχίζω πια να τα αναγνωρίζω, απομνημονεύω του τίτλους, λίγους στίχους, επιλέγω ποια μ’ αρέσουν περισσότερο,  να λίγο πριν ακουγόταν το μια στο σφυρί και μια στο αμόνι Taste of You και τώρα παίζει το My Friends που ξεκινάει αργά και απειλητικά με τα σύνθια να επιμένουν σε ένα αλλόκοσμο ρυθμό, τη μπότα να κάνει την αγωνιά ανυπόφορη, την κιθάρα να σπάει πια καρδιές με το σιγοντάρισμα της τα τύμπανα και όλα τα όργανα μαζί να επελαύνουν σαν σκιαγμένες νυχτερίδες μέχρι να μπει και η επιβλητική (κυριολεκτικά) φωνή να τραγουδήσει για τους φίλους μας, και η ένταση όλο να ανεβαίνει για να κοπεί απότομα λίγο πριν την τελευταία νότα αυτών των σχεδόν έξι συναρπαστικότερων μουσικών λεπτών που άκουσα τελευταία.

Αν και έξι λεπτά αργότερα δεν είμαι και τόσο σίγουρος πια, γιατί έχει παίξει το Final Service μ’ αυτή τη surf κιθάρα που τσαλαβουτάει στις ασφάλτινες νερολακούβες που σας έλεγα, μια σπαρακτική ερμηνεία και μια μελόντικα είναι; φυσαρμόνικα είναι; θα σας γελάσω, κάπου στην αρχή και στη μέση, που σπέρνει ανατριχίλες σαν το φάντασμα ενός χαμόγελου στον ουρανό που μου χαρίζει όσο περνούν τα χρόνια η αγαπημένη μου εποχή, το φθινόπωρο, ή σαν το χαμόγελο ενός φαντάσματος που βλέπω κάθε μέρα στον καθρέφτη. Για να επανέρθω στο Final Service, είναι κομμάτι της κατηγορίας σου δίνω το soundtrack εσύ βάλε την ταινία.

Τι άλλο να πω για αυτή τη μπάντα που επιλέγει ως πρώτα singles του δίσκου τα Zemmoa, Taste of You, και Turkish Leather, σε κάνει να ξεροσταλιάζεις περιμένοντας ολόκληρο το άλμπουμ και έπειτα μαζί με αυτά σου πετάει κάπου στη μέση του δίσκου μια τριπλέτα My Friends-Final Service-Helm που κοντεύουν να σ’ αφήσουν στον τόπο απ’ την ηδονή της μουσικής? Γίνονται ακόμη τέτοια πράγματα; Απορώ…απορώ με την καρδιά μου, μα ακόμη περισσότερο απορώ μ’ αυτούς. Τι άλλο να πεις…

Θα πω ότι αυτός ο δίσκος για μένα είναι από τώρα στην δεκάδα της χρονιάς βρέξει χιονίσει, με χιόνια και με κρύα, δε πα να λένε, ας τον τρελό στην τρέλα του…άλλωστε σε μια επόμενη κουβέντα με την ομήγυρη της εισαγωγής αποφασίστηκε ότι στις μέρες μας ένας δίσκος που έχει τέσσερα καλά κομμάτια είναι υπεραρκετά για να χαρακτηριστεί καλός, άρα για τούτον εδώ που τα διπλασιάζει δεν χωρά άλλη κουβέντα.

Τελειώνοντας, ευχαριστώ τον φίλο Raggedy Man που τήρησε την υπόσχεσή του και μου το έστειλε το λινκ πάραυτα, αλλάζω τα φώτα σε ένα κομμάτι των Illuminations του Rimbaud και σας χαιρετώ.

 

Μουσική σαν προσευχή, από ένα παλιό ραδιόφωνο που απλώνεται μαζί με την υγρασία σε ένα δωμάτιο, στον έφηβο που υπήρξα, σ’ αυτόν τον άγιο γέροντα στο ερημητήριο.

Καυτή σαν πάγος στο χέρι, γλιστράει σαν ψάρι, αφήνει πίσω κύκλους που μεγαλώνουν και χάνονται, και κόκκινη σαν τους δέκα μήνες την κόκκινης νύχτας, ένα δαδί με χρώμα κεχριμπαρένιο τη φωτίζει κι ένα ευλαβικό ουρλιαχτό με νανουρίζει.



Όσο για τον βαθμό; Αν ήμουνα στα 20 θα του έβαζα 10…τώρα στα γεράματα, τραβάω την καρτέλα με το νούμερο: 8

Πρώτη δημοσιέυση στο mic.gr