Ο γνωστός και μη εξαιρετέος κύριος κύριος Raggedy man με
πρόλαβε και με κάλυψε απόλυτα με όσα έγραψε για την κυκλοφορία του ένατου και δέκατου
μέρους τις θρυλικής σειράς Back From The Grave,
οπότε εγώ για να τιμήσω το γεγονός θα αρκεστώ να μνημονεύσω την μικρή και κοινή
σε όλες τις παρόμοιες μπάντες ιστορία και μοίρα ενός τραγουδιού που έμαθα μαζί
με μπόλικα άλλα από τις συλλογές του Tim Warren.
Ή μάλλον όχι ακριβώς…αλλά ας τα πάρουμε τα πράματα από το
τέλος…
Ήταν, ενθυμούμαι και δακρύζω, στα 1993 όταν έπεσε στα χέρια μου
το βινύλιο του πέμπτου μέρους μιας άλλης κλασσικής πλέον σειράς, που κάτω από
την αιγίδα της Music Maniac και με τον γενικό τίτλο Teen Trash μας παρουσίαζε δίσκους διαφόρων
σύγχρονων –τότε, και μόνο κατ’ όνομα φυσικά- συγκροτημάτων που ήταν όλα τους
μέλη της μεγάλης Εκκλησίας του Fuzz,
και ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές ότι εμπνέονταν αποκλειστικά πέραν της μπύρας
και των ψυχεδελικών ναρκωτικών –ανάλογα τη περίσταση- από συλλογές αναλόγου
ύφους και ήθους με αυτές της Crypt Records που έβγαζε τα Back From The Grave.
Το αμέσως προηγούμενο νούμερο της Teen Trash, το Vol.4 ήταν αυτό με τους Fuzztones ενώ
λίγους μήνες αργότερα και αφού το μέτρημα είχε φτάσει στο Vol.14 θα έβγαινε και ο καλύτερος με
διαφορά δίσκος της σειράς, που δεν ήταν άλλος από αυτόν των «δικών μας» Sound Explosion.
Αλλά ας επανέρθω στο Vol.5 των Double Naught Spys το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο βασικά, από την
επανακυκλοφορία του πρώτου και μοναδικού όπως αποδείχτηκε δίσκου της μπάντας Going Nowhere With…(συν δύο bonus κομμάτια) που είχε βγεί έναν χρόνο
νωρίτερα, το 1992 από τη Rockadelic.
Οι λεγάμενοι ήταν αμερικάνοι με ηγέτη τον Mike Markesich και
όπως φάνηκε και στον δίσκο αλλά και αργότερα το κατείχε καλά το αντικείμενο,
αφού από τότε τον βρίσκουμε ανακατεμένο σε διάφορους ρόλους σε ένα μάτσο –τι άλλο?-
συλλογές από τα Sixties Rebellion μέχρι
το 2131 South Michigan Avenue…
Μιας που δεν είναι αυτοί το θέμα μας όμως, και χωρίς να
υποτιμώ τα δικά τους τραγούδια που στέκονται περήφανα στα βάθη του τύμβου,
πηγαίνω κατευθείαν στο αγαπημένο μου και καλύτερο κομμάτι του δίσκου που –επίσης
τι πρωτότυπο?- ήταν μια διασκευή.
Ένας γκαραζοπάνκικος χείμαρρος λειψού δίλεπτου, που τιμά με
το παραπάνω και τα δύο συστατικά του, και το garage punk δηλαδή αλλά και του νέτου σκέτου,
άγριου και αλήτικου punk αν θέλετε, όπου ολόκληρη η μπάντα συναγωνίζεται στο ποιος θα
παίξει περισσότερο μανιασμένα και γρήγορα, λες και τους κυνηγάει κανένα
αποκρουστικό και πεινασμένο για σάρκα και άλλα κόλπα, τέρας. Τα θηρία τα
ανήμερα και ανεξημέρωτα όμως είναι μόνο αυτοί, και δεν μπορεί να τους αλλάξει
καμιά γκόμενα και καμία αγάπη.
Έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να ακούσουμε και εμείς
κοινοί και ταπεινοί θνητοί που δεν είχαμε την δυνατότητα να αποκτούμε τόσο
σπάνιους δίσκους την original εκτέλεση του τραγουδιού, αυτή των Benders.
Μια μπάντας που σχηματίστηκε το 1965 σε ένα κολλέγιο του Wisconsin, ήθελε και αυτή να
μοιάσει των Stones, θα
πρέπει να ήταν ενεργή πάνω κάτω για ένα, ενάμιση χρόνο, ηχογράφησε μόνο ένα
σαρανταπεντάρι, το Can’t Tame Me/Got Me Down στα
1966, το πιο μακρινό live που έδωσε ήταν στα 25 μίλια από τη βάση της και μια ωραία
πρωία χάθηκε στη λήθη…
Μέχρι που οι Double Naught Spys διασκεύασαν το Can’t Tame Me και η Crypt συμπεριέλαβε το τραγούδι στο τελευταίο μέχρι τη κυκλοφορία
των Vol.9 και 10 που
σας είπα πιο πάνω, Back From The Grave Vol.8
δηλαδή που είχε βγει το 1996.
Πιο κοινότυπη ιστορία δεν υπάρχει στο garage punk σύμπαν,
αλλά πως γίνεται δε ξέρω, οι αμετανόητα πιστοί σαν και του λόγου μου,
αρέσκονται συνέχεια να θυμούνται και να ανακαλύπτουν ξανά και ξανά διαφορετικές
εκδοχές της όπου μόνο τα ονόματα και οι ήρωες αλλάζουν.