Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Ripe - Something Fierce


«Νομίζω ότι οι πιθανότητες να θυμούνται ή έστω να ενδιαφέρονται κάποιοι -για- το κιθαριστικό μελαγχολικό και καθ’ όλα εξαιρετικό ροκ των Μελβουρνέζων Ripe είναι σχεδόν ανύπαρκτες, πιο χλωμές και από πεινασμένο βρικόλακα στο μεσονύχτι αγαπητέ» μου αντίτεινε ο ντετέκτιβ συνοφρυωμένος, τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά από την πίπα του. 
«Τα δύο, προ εικοσαετίας και βάλε, άλμπουμ τους, (Filterfeed 1990, The Plastic Hassle 1993) τα μια χούφτα singles και EPs, οι Avalanches που γεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες των Ripe, η επανένωσή τους πριν λίγα χρόνια, όλα αυτά μάταια; μόνο σκόνη στον άνεμο ντετέκτιβ μου;» επέμεινα αγανακτισμένος… 
«Μόνο σκόνη, φίλε μου, ίδια σκόνη κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο…ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης…» 
«Και το Something Fierce; αυτό, το πρώτο τραγούδι του δεύτερου τους δίσκου, (που το έχει βγάλει σε επτάϊντσο μέχρι και η Sub Pop), που ξεκινάει με τις πιο moody-Goo κιθάρες των Sonic Youth (ή και των Deus Ex Machina, καμιά φορά νομίζω ότι ακούω την συνέχεια του December με στίχους), συνεχίζει σαν το καλύτερο δίχως βιολί κομμάτι των Closer, εξιστορεί την αρρώστια του έρωτα όπως μόνο κομμάτια σαν το παλιό γκαραζοτράγουδο Every Night το έχουν κάνει, και όταν τελειώσει έχεις την εντύπωση ότι μόλις έπαιξε μια τετράλεπτη σύνοψη του πιο συναρπαστικού rock and roll που ακούστηκε όχι από καταβολής του είδους, ας μην είμεθα υπερβολικοί, μα από τα 90’s κι έπειτα, πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη και κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο; κι αυτό μάταιο και σκόνη;»

Δεν ξαναμίλησε. Όταν ύστερα από ώρα έκλεισα τη πόρτα πίσω μου φεύγοντας, αυτός κοίταζε ακόμη την μοναχική ηλιαχτίδα που ερχόταν απ’ αυτόν τον ίδιο πάντα ήλιο εκεί ψηλά τρυπώνοντας μέσα από τις γρίλιες, και την σκόνη που χόρευε με νωχελική μανία πάνω της, στον ρυθμό του Something Fierce
 
Γύρισα με βαριά βήματα και κατεβασμένους ώμους στο σπίτι, κάθισα στο γραφείο, έβγαλα την μπουκάλα οικίας από το συρτάρι, κατέβασα μια ατέλειωτη γουλιά, και ξεκίνησα να χτυπάω στα πλήκτρα τις λέξεις μιας από τις τελευταίες αναρτήσεις εδώ μέσα για αυτό το καλοκαίρι…

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

long summer vol.2 (sun won't go down)




Ε ναι λοιπόν είναι γεγονός…αυτό το πολύ καλό παιδί που σας έχω πει, ο saunt the ripper ντε, κατάφερε και βγήκε ακόμη μια φορά απ’ το υπόγειο όπου για μέρες (πολλές) την έβγαζε μόνο με τρείς κόκκους ρύζι και μισό ποτήρι γρασόνερο το εικοσιτετράωρο (σαββατοκύριακα του πρόσφερα 2-3 ακρίδες και λίγο γρασίδι έτσι να το σπάει), βγήκε λοιπόν απ’ το υπόγειο αγνώριστος από τις κακουχίες μα περιχαρής, αφού στα χέρια του κρατούσε ένα ακόμη έπος από τα γνωστά!...πια… 
Long summer vol.2 (sun wont go down) ο τίτλος, 34 (36 με τα intro και outro) κομμάτια ν’ ακούει η μάνα και του παιδιού να βάζει κερί στ’ αυτί, 34 κομμάτια όπου τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, ένα κύμα καύσωνα κανονικό και με τα όλα του, ένα ηφαίστειο σε έξαρση, μια Πομπηία σκεπασμένη από τόνους fuzz και γράσου όπως μπορείτε να διαπιστώσετε ρίχνοντας μια ματιά στο τρακλιστ παρακάτω, με εξώφυλλο όμως λαχταριστό και δροσερό, με την Peg των Gories να αποφεύγει το φως, έτσι για να αυξηθεί και η επισκεψιμότητα...
Ήταν τέτοια δε η ικανοποίηση μου για το εικαστικό αποτέλεσμα, που του ανέθεσα ήδη την συγγραφή των τριών-τεσσάρων εκείνων σελίδων του νέου μου βιβλίου, όπου ακολουθώντας τις νουθεσίες φίλων που νοιάζονται για το καλό μου, προσθέτω αυτήν τη φορά και το απαραίτητο τελικά, και μπόλικο-μπόλικο σεξ που τόσο έλειψε από το «Από τη λάθος πλευρά», για να σπάσω τα ταμεία…
Για την συλλογή δεν έχω να πω τίποτε άλλο, τα περισσότερα τραγούδια τα έχουμε ακούσει και τα έχουμε «συζητήσει» εδώ μέσα, οπότε…κλικ στο get a long summer vol.2 (sun wont go down) λίγο πιο κάτω, και καλή ακρόαση…εδώ γύρω είμαι κι εγώ, θα επανέρθω σύντομα με νέες συναρπαστικές ως συνήθως αναρτήσεις, αλλά και ένα vol.3 τώρα που ο saunt πήρε φόρα!



 

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

44 summers 43 falls pt.2 (where the rivers end)


Ύστερα χάιδεψε τη γούνα της γάτας και σάμπως να βρήκε τη χαμένη παιδικότητά της. Πρόβαλε εκεί μέσα από μια επαφή, με τα πάντα ανέγγιχτα, βγαλμένη από παλιά χαμένα σπίτια και αγρούς και καλοκαιρινές μέρες φωλιάζοντας στο ποτάμι του χεριού της..

image: Σχέδιο του Brion Gysin για το βιβλίο The Cat Inside του William S. Burroughs (1986).
text: Από το βιβλίο Mao II του Don DeLillo, μετάφραση Μαρία Σκάρα, εκδόσεις Χατζηνικολή 1992.
music: Big Sleep - Where The Rivers End (Nikki Sudden cover), Moonlit Days LP, Hitch-Hyke Records 1994. 


Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Lydia Lunch & Cypress Grove - A Fistful Of Desert Blues

Rustblade
2014


Ένα Desert Blues από τη λάθος πλευρά:

Είχε πια μεσημεριάσει, ο ήλιος στο πιο ψηλό του σημείο, πυρπολούσε ανελέητα την έρημο…την ερημιά ολόγυρα. Ο καυτός άνεμος έλιωνε τα κόκαλα, μοναδική παρέα μου, μαζί και σκιά μέσα στο λιοπύρι, ήταν τα όρνεα που πετούσαν από πάνω και κάλυπταν με τα φτερά τους για λίγες στιγμές τον ήλιο.
Όμως εγώ συνέχιζα καταϊδρωμένος μα απτόητος το σκάψιμο…είχα προλάβει και είχα θάψει πολύ παραπάνω από μια χούφτα νότες, πολλές νότες, κι άλλες νότες να φαν του κάτω κόσμου οι κότες, όταν εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι δύο μαυροντυμένες φιγούρες. 
Αν ήταν σκοτάδι θα μπορούσα να ισχυριστώ στον εαυτό μου ότι είναι πλάσματα της φαντασίας, νυχτερινά παιχνίδια του μυαλού και των σκιών, όμως όχι, ήταν η ώρα η πιο σκληρή, η καλοκαιριάτικη η μεσημεριανή, η γεμάτη απανθρωπιά και κατάθλιψη, πιο μαύρη ακόμη και από αυτή του μεσονυκτίου, και τόσο αληθινή.
Έκανα ασυναίσθητα να πιάσω το όπλο μου, μα έφτασε μόνο το γρύλισμα της γυναίκας όπως μπορούσα να δω καθαρά τώρα που είχαν πλησιάσει, για να μείνω ακίνητος και σκυθρωπός, σαν τ’ αγάλματα στο νεκροταφείο που συναντά κανείς εκεί μακριά, στα σύνορα της ερήμου με τον έξω κόσμο.
Ο αρσενικός συνοδός της δεν έβγαλε άχνα. Ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει. Έβλεπε μόνο μακριά, όσο το δυνατόν πιο μακριά, για πάντα στον ορίζοντα. 
Το -άγριο- θηλυκό όμως, σταμάτησε μπροστά μου, τράβηξε το πιστόλι μου απ’ τη θήκη, έβγαλε τις σφαίρες, τις έβαλε στη πίσω τσέπη του παντελονιού της και πέταξε το όπλο μακριά. Έπειτα πήρε το παγούρι μου το άδειασε μέχρι τελευταία σταγόνα στην άμμο, έφτυσε πάνω στην εφήμερη βρώμικη λιμνούλα που σχηματίστηκε, και άρχισε να απομακρύνεται, ταχύνοντας λίγο το βήμα της για να προλάβει τον αμίλητο συνοδοιπόρο της. 
Έχοντας γυρισμένη την πλάτη και δίχως να σταματήσει, με μια απότομη κίνηση πέταξε προς τα πίσω κάτι που έσκασε ακριβώς μπροστά στα πόδια μου.
Το φως και ο ιδρώτας που έπεφταν στα μάτια με τύφλωναν, και μη μπορώντας να διακρίνω τι ακριβώς ήταν αυτό, έσκυψα για να το δω από κοντά.  
Μια χούφτα από έρημο, ίδια με αυτήν που απλωνόταν για χιλιάδες μίλια, χωρίς τίποτε να τη διασπά, σε όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα.   
Ακόμη και οι δύο σκιές τους, όταν σήκωσα τα μάτια μου δεν φαινόταν πουθενά. 
Μόνο μια χούφτα έρημος και μια πλάση ερημιά. 

Και λίγα λόγια από τη σωστή πλευρά:

Δώδεκα τραγούδια της απώλειας, της απελπισίας, τις α…γενικά, δώδεκα blues της ερήμου και της ερημιάς, από τον Cypress Grove και την Lydia Lunch, οι οποίοι στην περιπλάνησή τους, στο δικό τους χρονικό των μοτέλ, είχαν για συνοδεία τις μουσικές και τα τραγούδια του Ry Cooder, του Townes Van Zandt και του Jeffrey Lee Pierce φυσικά, την σύνθεση St. Marks Place του οποίου που την είχαμε πρωτακούσει από τη φωνή της Lydia στο πρώτο Jeffrey Lee Pierce Sessions φροντίζουν να τη συμπεριλάβουν και εδώ…το T.B. Streets του –πρωίμου- Van Morrison και το Revolver του Mark Lanegan από το Ballad of Broken Seas με την Isobel Campbell είναι οι άλλες δύο διασκευές- εμφανείς αναφορές του δίσκου, ενώ εκτός από τον Mick Cozens που συμμετέχει με κιθάρες και μαντολίνα, ένα πέρασμα από το στούντιο κάνει και ο Gallon Drunk και παλιός φίλος της Lydia, James Johnston (στο Jericho)…τι στην έρημο τι στην κόλαση, πάντα θα έχει χώρο για άλλους, όλοι καλοί και κακοί χωράνε…

Συμπέρασμα: Όχι μόνο ότι καλύτερο άκουσα εδώ και πολύ καιρό, αλλά μάλλον ο μόνος καινούργιος δίσκος που γλύτωσε από τον κάδο των αχρήστων, και μπήκε μάλιστα στον φάκελο με τα άκρως απαραίτητα για αυτό το καλοκαίρι…και βάλε. 



Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

44 summers 43 falls pt.1 (the shadow-line)

Μόνον οι νέοι έχουν τέτοιες στιγμές. Δεν εννοώ οι πολύ νέοι. Όχι. Οι πολύ νέοι, για ν’ ακριβολογούμε, δεν έχουν στιγμές. Είναι το προνόμιο της πρώιμης νιότης να ζει μπροστά από τις μέρες της στο εξαίσιο εκείνο ανέκλειπτο της ελπίδας που δεν γνωρίζει μήτε ανάπαυλες μήτε ενδοσκόπηση. 
Κλείνει κάνεις πίσω του τη μικρή θύρα της παιδικότητας - και μπαίνει σ’ έναν μαγεμένο κήπο. Ακόμη και οι σκιές φέγγουν με υποσχέσεις. Κάθε καμπή στο μονοπάτι έχει και τη σαγήνη του. Κι όχι γιατί πρόκειται για παρθένα χώρα. Το ξέρεις καλά, όλη η ανθρωπότητα έχει κυλήσει από εκεί τα νερά της. Πρόκειται για τη γοητεία της καθολικής εμπειρίας από την οποία προσδοκάς μια σπάνια ή προσωπική αίσθηση - κάτι, έστω και τοσοδά καταδικό σου. 
Προχωράς αναγνωρίζοντας τα σημάδια των προγενέστερων συνεπαρμένος, διασκεδάζοντας, παίρνοντας όπως έρχονται μαζί με τις αναποδιές και τις καλοτυχίες – όπως τα φέρνει η τύχη ή ο διάβολος, καθώς λένε -, τη γραφική κοινή μοίρα που κρύβει τόσες πολλές δυνατότητες για τους άξιους ή ίσως για τους τυχερούς.
Ναι, προχωρά κανείς. Και μαζί προχωρά κι ο καιρός -  ώσπου πέρα μπροστά διακρίνεις μια γραμμή σκιάς που σε προειδοποιεί ότι ο τόπος της πρώιμης νιότης πρέπει να μείνει πίσω. 

text: Joseph Conrad The Shadow-Line, στα ελληνικά «Η Γραμμή Σκιάς», μετάφραση Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ίνδικτος 2000. 
music: The Dream Syndicate – Merrittville, Medicine Show LP, A&M records 1984.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Love & Suicide Death Club



Όταν πέφτει το σκοτάδι είναι μια παράξενη ώρα, κάποιες φορές όμως, που μέλλει να τις θυμόμαστε για πάντα, είναι και η μεγάλη ώρα, αυτή που όλοι μας έχουμε περπατήσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά, που έχουμε κρυφοκοιτάξει φοβισμένοι την άλλη, την λάθος πλευρά, τότε που έχουμε δαγκώσει τη σφαίρα και η μεταλλική όξινη γεύση της ανακατεμένη με αυτή του αλκοόλ μας ακολουθεί σαν πιστό σκυλί, μας αναστατώνει, μας στοιχειώνει, και για μια ζωή σιγά σιγά μας σκοτώνει.
Αυτή η σφαίρα λοιπόν, που έχει γραμμένο το όνομά σου, βρίσκεται κάπου χωμένη, ξεχασμένη μα σίγουρη ότι η στιγμή που θα βρεθεί ανάμεσα στα δόντια σου αργά ή γρήγορα θα έρθει.
Και είναι και κάτι τραγούδια που κι αν δεν είναι έτσι, δε σε νοιάζει, αφού εσύ είσαι το ίδιο σίγουρος όσο και η σφαίρα, τόσο σίγουρος ώστε να τραβήξεις από είκοσι στην εικοσιμία, ότι γράφουν το όνομά σου, και είναι απλά θέμα χρόνου κάποιοι να τα ανακαλύψουν μέσα στα ρημάδια, τα απομεινάρια της ζωής και να τα τραγουδήσουν…όταν πέφτει το σκοτάδι... κάτι τραγούδια σαν το Only Love.
Τώρα αν αυτοί οι κάποιοι, είναι μια μπάντα που τη σκάρωσαν μερικοί φίλοι –της λάθος πάντα πλευράς- ex-Dustbowl και νυν Dark Rags, ε λοιπόν τότε γέρο μου…πιάσε την μπουκάλα…και θυμήσου: 

Bite on the bullet, old man, and don't let them think you're afraid. 

Περισσότερα λίαν –ελπίζω- προσεχώς, όταν βγει με το καλό ο δίσκος…τις επόμενες όμως μέρες, για την ακρίβεια στις 17 του Ιούνη, οι Αθηναίοι μπορείτε να τους δείτε support στη συναυλία του King Dude.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

jungle fever

Όταν κυκλοφόρησε το Hardware, οι Nomads πέρα από τα δικά τους κομμάτια που είχαν πάρει όχι μόνο το δικό μου το μυαλό, αλλά και αρκετών άλλων ανθρώπων που –είμαι χαρούμενος να- γνωρίζω, κομμάτια (όπως πολλάκις έχω ξαναγράψει) σαν το Where the Wolfbane Βlooms, και το Lowdown ShakinChills, και το Rat-Fink a Boo Boo, και το…οι Nomads έλεγα, είχαν ήδη δείξει το γούστο, μα και το ταλέντο τους και σε κορυφαίες διασκευές, σαν τα I'm Not Like Everybody Else (Kinks), I'm 5 Years Ahead Of My Time (Third Bardo), The Way You Touch My Hand (Revelons) και Bangkok (Alex Chilton). Διασκευές που είτε γνώριζαν στα χέρια τους μια από τις καλύτερες εκτελέσεις τους, όπως στην περίπτωση των δύο πρώτων, είτε στην περίπτωση του The Way You Touch…και του Bangkok έγιναν σχεδόν δικά τους κομμάτια.

 Στο Hardware όμως, που τυχαίνει να είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους της δεκαετίας του ’80, υπάρχει ένα κομμάτι τρίτου όπου πετυχαίνουν κάτι που δεν το κατάφεραν ούτε πριν, ούτε πολύ περισσότερο μετά, κι ας πέρασαν λίγο κάτω από τον πήχη στην περίπτωση του I Have Always Been Here Before (Roky Erickson) και του Better Off Dead (Wipers). 

Αφού πρώτα προσπεράσουμε γρήγορα, και μόνο για αυτή την φορά δικά τους κομμάτια σαν το Knowledge Comes With Deaths Release (δεν μπορώ να αποφασίσω ακόμη αν θα αφιερώσω ένα the crypt στο Where the Wolfbane ή σ’ αυτό), Surfinin the Bars, (I Cant) Use The Stuff I Used to Use (σνιφ, λιγμ, κλαψ), αφού επίσης προσπεράσουμε το Call Off Your Dogs, αυτή την σύνθεση των Peter Case-Jeffrey Lee Pierce η οποία έγινε μήλον της έριδος ανάμεσα στους Nomads και τους Droogs, που την ίδια χρονιά (1987) τη συμπεριέλαβαν και αυτοί στο Kingdom Day LP που κυκλοφόρησε τότε, και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αν αμφότεροι, Nomads και Droogs, δεν υποστήριζαν ότι ο Jeffrey Lee το είχε γράψει και δώσει αποκλειστικά για, και σε αυτούς…Η δική μου η απορία είναι γιατί ενώ έχουν βγει τρία Jeffrey Lee Pierce Sessions κανείς από αυτούς που συμμετέχουν δεν έχει σκεφτεί να δοκιμάσει να αποδώσει αυτό το φοβερό τραγούδι που ποτέ δεν ηχογράφησε ο ίδιος ο Pierce…τέλος πάντων… 

Πάμε πίσω όμως, εκεί που είχαμε μείνει, στην διασκευή που λέγαμε δηλαδή. 
Οι Nomads λοιπόν ανάμεσα στα δικά τους αλλά και τις υπόλοιπες διασκευές του Hardware, παίρνουν και διασκευάζουν ένα παλιό «εξωτικό» rockabilly κομμάτι του Charlie Feathers από τα 1958, όπως άλλωστε είχαν κάνει και τα ινδάλματά τους οι Cramps κάποια χρόνια πριν με το I Cant Hardly Stand It. 
Μόνο που η δική τους άποψη πάνω στο Jungle Fever του Feathers, δεν μπαίνει ποτέ στο μεγάλο βαρέλι όπου λιμνάζουν οι περισσότερες από τις χιλιάδες ανάλογες διασκευές των 80’s, αλλά μέσα στη ζάλη ενός πραγματικού ψυχεδελικού πυρετού, πετυχαίνει να σταθεί δίπλα στις λίγες εξαιρέσεις, ακουμπώντας σχεδόν σε επίπεδα που έφτασαν παραδείγματος χάριν οι Gun Club με το Fire of Love, κι ας μην το πήρε χαμπάρι και τόσος πολύς κόσμος όσο στην περίπτωση της ερωτοφωτιάς… 

Ξεκίνημα με το κλασσικό κόλπο των ανάποδων πιατινιών, καπάκι ένα κανονικό χτύπημα στα ψηλά, ενός δευτερολέπτου σιγή, τα τύμπανα μαζί με το μπάσο ξεκινάνε και ακούγονται σαν το ταμ ταμ που άκουγε ο Kurtz μέσα στην αφρικάνικη νύχτα όσο πιο κοντά πλησίαζε στην καρδιά του σκότους, οι κιθάρες άλλοτε έρπουν σαν το σκοτάδι στα φύλλα και άλλοτε πετάγονται μπροστά σαν την γάτα που άκουγε στο όνομα Lucifer Sam, το αγαπημένο ριφάκι της οποίας ακούμε εμβόλιμο μέσα στο κομμάτι, το όργανο στο βάθος προσθέτει ακόμη περισσότερη ερημιά στην φωνή του τραγουδιστή που ακούγεται σαν να ηχογραφήθηκε μερικές χιλιάδες μίλια μακριά από οπουδήποτε. Darkness, creepin' thru the leaves/Jungle fever, got a hold on me… 
Για όλα αυτά φυσικά ένα μεγάλο μερίδιο των ευσήμων πέρα από την μπάντα, θα πρέπει να πάει και στον παραγωγό τους (μέχρι και τον επόμενο δίσκο τους το All Wrecked Up που μάλλον όχι τυχαία ήταν και η τελευταία πολύ μεγάλη δουλειά τους). Το άνθρωπο που πίσω από την κονσόλα και κάτω από το όνομα 4-Eyed Thomas έχτισε –μαζί με το συγκρότημα φυσικά- τον ήχο τους για πάντα μέσα στην καρδιά μας. 

Η βροχή όπως κάθε απόγευμα πέφτει δυνατή, οι σκιές γύρω γίνονται όλο και περισσότερες, σμήνη από δαύτες με κυκλώνουν μαζί με τα εκατομμύρια κουνούπια, το σκοτάδι σέρνεται σαν φίδι πάνω στα φύλλα, πίσω από τα δέντρα ακούω τα θηρία της νύχτας που ετοιμάζονται να αναζητήσουν το δείπνο τους, κίτρινα μάτια με κοιτούν μέσα από τα τοίχοι των φύλλων, κάτω από τα πόδια μου κάτι παγωμένο έρπει, κάπου μακριά ακούω τα ουρλιαχτά της ύαινας που ξεσκίζει τα άψυχα κουφάρια των συντρόφων μου, ο πυρετός όλο και ανεβαίνει, με καίει, μασουλάω το τελευταίο μου κινίνο και κάνω την έσχατη μου προσευχή…

Υ.Γ. Θα ήθελα πολύ να δω μια παραλλαγή της σκηνής του γραμμοφώνου στο Fitzcarraldo, με τον Kinski να βάζει να παίξει μέσα στη ζούγκλα αυτό το κομμάτι.

more orphan nomads 1
more orphan nomads 2


 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

long summer (as the longest day fades away)


Πιστός στο ραντεβού του σε μια ακόμη αλλαγή εποχής, ο φιλαράκος μου και πολύ καλό παιδί για όλες τις δουλειές συνάμα, ο saunt the ripper, κλείστηκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας του, όπου υπάρχει ειδικά διαμορφωμένος-ηχομονωμένος χώρος, όχι για να μην ενοχλεί τους ενοίκους η μουσική, αλλά οι συνεχόμενες άναρθρες κραυγές του καθ’ όλη την διαδικασία, και με μοναδική τροφή για κάμποσες μέρες μερικές ρίζες μανδραγόρα, βγήκε από την κρυψώνα του  κρατώντας υπό μάλης την νέα αριστουργηματική, και ήδη κλασσική ως είθισται, συλλογή του blog, της οποίας μάλιστα έπεται σύντομα και Volume 2.

Επίσης μετά από παλλαϊκή απαίτηση, ετοίμασε και νέα links για τις παλιότερες, χαμένες στον χρόνο πια συλλογές, που σύντομα θα είναι στις θέσεις τους περιμένοντας τους νεότερους αναγνώστες να απολαύσουν πρωτόγνωρες ηχητικές εμπειρίες, και τους παλιότερους να ξαναθυμηθούν μερικές από τις πλέον συγκλονιστικές στιγμές της ζωής τους…

Ως τότε εσείς, νέοι και παλιοί, αυτό που έχετε να κάνετε είναι να πατήσετε πάνω στον σύνδεσμο παρακάτω...




Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

λόγια σοφού ανδρός...η συνέντευξης


Πριν λίγο καιρό, ανάμεσα στις δεκάδες συνεντεύξεις που έδωσα για την προώθηση του βιβλίου μου, στα μεγάλα διεθνή δίκτυα, σαν το CNN, το KLM, το NBC, το ESP, το SOS, το ABC, το BBC, το LSD, το WHOAMI, το DRI, το MDMA και άλλα πολλά, έδωσα και μια στο εγχώριο, ταπεινό και αγαπητό Πανδοχείο, όπου οι μεγάλες αλήθειες και οι καυτές εξομολογήσεις μονομάχησαν με τελικό νικητή…άγνωστο ακόμη.
3-4 από της καίριες και ανατριχιαστικές απαντήσεις μου μπορείτε να τις διαβάσετε παρακάτω, ενώ για να μεταβείτε στην σελίδα του Πανδοχείου και να απολαύσετε ολόκληρη και δίχως περικοπές την επίμαχη στιχομυθία, δεν έχετε παρά να πατήσετε στο λινκ που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης… 

Πότε, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους το γράψατε; 

…Πάντως, όλα, ιστορίες και ποιήματα, γράφτηκαν υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, χρόνιας προσωπικής κρίσης –σοβούσε πάνω και μέσα μου πολύ πριν γίνει αυτή η λέξη πιο συχνή και από το «μαλάκα» στα στόματα όλων μας – και με τον πόθο μάλλον της συντροφιάς, αλλά και για να πλάσω έναν φανταστικό κόσμο μέσα στον οποίον θα ήθελα να ζω, όπως έχει πει και ο γέρο-Bill Burroughs. 

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας; 

Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο… παλιότερα θα έλεγα ότι με επηρεάζουν πολύ οι διάφορες ουσίες, κυρίως οι ψυχεδελικές, αλλά τα τελευταία χρόνια δε νομίζω να παίζει κάποιον σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό το τίλιο που καταναλώνω νωρίς το βράδυ μαζί με το βρεγμένο παξιμάδι…οπότε πάμε σε κάτι πιο κλασικό, δηλαδή…εικόνες που βλέπω στον δρόμο, όνειρα, σκέψεις, κουβέντες με φίλους, ένας στίχος τραγουδιού, μια φράση βιβλίου…άλλες πάλι φορές, μου κατεβαίνει στα καλά καθούμενα και από άγνωστο τόπο χλοερό μια ιδέα… 

Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις; 

Μουσικές προτιμήσεις…είναι πάρα πολλές, μια ζωή ολόκληρη θαλασσοπνίγομαι και σώζομαι στα βαθιά νερά της μουσικής, οπότε θα γράψω μερικά αγαπημένα συγκροτήματα και μουσικούς…οι Wipers πρώτα και πάνω απ’ όλα, οι Hüsker Dü, οι Gun Club, οι Cramps, οι Dead Moon, οι Joy Division, μοναχικές και μοναδικές περιπτώσεις μουσικών σαν τον Rowland S. Howard και τον Phil Shoenfelt, Robert Johnson, Howlin’ Wolf και γενικά το παλιό νέγρικο blues αλλά και το αγγλικό rhythm and blues, ο Townes Van Zandt, οι 16 Horsepower, οι Sonic’s Rendezvous Band και όλη εκείνη η φοβερή σκηνή των «σκληρών» του Detroit, οι Ramones και όλη η νεοϋορκέζικη σκηνή από τους Velvet κι έπειτα, οι Radio Birdman, οι Birthday Party, οι Sunnyboys και η αυστραλέζικη σκηνή των 70’s-80’s γενικά, αλλά και η σημερινή με μπάντες σαν τους Witch Hats τους Holy Soul και τους Greta Mob, οι Chocolate Watchband και όλες οι γκαραζόμπαντες των 60’s, ψυχεδέλεια, folk, οι Last Drive, οι Hydes, και για να μη σας κουράζω άλλο-αν και ωραία θα ήταν να συνεχίζαμε την κουβέντα μας για μουσική- θα δανειστώ –παραφράζοντάς την λίγο-μια φράση των τελευταίων για να κλείσω αυτήν την απάντηση…στη μουσική γενικά αλλά και στο rock and roll ειδικά, είμαι άπληστος. 

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης); 

Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω στην ανώτατη σχολή της ΕΚΠΑΠΕ, Εκμετάλλευση Πατρικής Περιουσίας δηλαδή, αλλά ατύχησα και βγήκα από φτωχά αρχίδια, όπως μου είχε πει μια φορά κάποιος εργάτης όταν σε τρυφερή ηλικία πήγα ένα καλοκαίρι να δουλέψω σε φάμπρικα, οπότε σπούδασα κάτι ψιλά δημοσιογραφία, και όταν ναυάγησε και το όνειρο να γίνω rock and roll star και να πεθάνω πάμπλουτος από υπερβολική δόση στην πισίνα μου, ξεκίνησα κι έκανα ένα κάρο κι άλλο ένα δουλειές –θέλω να το τονίσω αυτό με τα δύο κάρα, γιατί ενισχύει το λαϊκό μου προφίλ, και είναι εκλογικό το κλίμα- από σερβιτόρος, μπάρμαν, ψητάς, DJ, σιδεράς, αφισοκολλητής, συντάκτης περιοδικού και εφημερίδας, πωλητής μαϊμού CD-DVD, αγρότης, υπάλληλος σε δισκάδικο, φωτογράφος γάμων, πωλητής σπέρματος, και άλλα πολλά ώσπου αν και φύσει και θέσει Λουδίτης, κατέληξα να πληρώνω το νοίκι μου παλεύοντας με τα μηχανήματα του διαβόλου, μέσα από τα οποία διαβάζετε και ’σεις αυτές τις γραμμές.
Τώρα, απ’ όλα αυτά σίγουρα, έστω και ασυνείδητα, κάτι θα έχει περάσει μέσα στα γραπτά, δε μπορεί ρε παιδί μου, τόση αναισθησία πια; 

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς. 

Εκτός από τους τρεις που ανέφερα παραπάνω, δηλαδή τον Conrad τον Burroughs και τον Cendrars, τι να σας πω… κλασικά πράματα… Shakespeare, R.L.Stevenson, Becket, Ambrose Bierce, Chandler, Camus, Pynchon, Faulkner, Langston Hughes, Caldwell, Céline, Paul Bowles, Melville, Rimbaud, B. Traven, Salinger, Jim και Hunter Thompson, Capote, Nelson Algren, Arthur Cravan, Thoreau, London, Koltès, Dostoyevsky, Γονατάς, Καββαδίας, Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Λεωνίδας Χρηστάκης και άλλοι πολλοί, γιατί και στα βιβλία έχω μια απληστία επίσης.  

http://pandoxeio.com/2014/05/06/aithrio158saunterer/