Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Στο τελευταίο φως της μέρας



Όπου κι αν βρέθηκα, όσο μακριά, τόσο μακριά, είναι αχαρτογράφητη αυτή η λάθος πλευρά, στο τέλος, πάντα γύριζα σε μια χούφτα γης την αγκαλιά.
Ταξίδεψα πολύ, διαβατάρικο πουλί, με τύφλωσαν τα φώτα, με κατάπιαν οι ομίχλες, και η καταχνιά, στο αλώνι του ήλιου, πέταξα ψηλά, τα φτερά μου έλιωσαν ξανά και ξανά, έπεφτα, πνιγόμουν, μα έβγαζα τον σκασμό και κολυμπούσα, έλειψα καιρό, με κόντρα τον καιρό, στο τέλος βρέθηκα κάτω από τον ίδιο πάντα ουρανό.

Πέταξα κοτρόνες, έσπασα τζάμια, έκλεψα στα χαρτιά, μ’ έκλεψαν στα ζάρια, με έσωσαν οι φίλοι, με έγλειψαν οι σκύλοι, με δάγκωσαν φιλσκύλοι, έριξα κροτίδες, έσκαψα ρυτίδες, του καιρού οι λεπίδες, γρατζούνισα μια κιθάρα, τραγούδησα με μια αγριοφωνάρα, χόρεψα μόνος, αλλά και μαζί της, κλότσησα τοίχους, πέτρες και βουνά, στο τέλος έμεινε η σκόνη του δρόμου, να την σκορπάει ο άνεμος στην απεγνωσμένη ερημιά... μάρτυράς μου τα χείλη της και το δόντι του Χρόνου... έμεινε κρυφός μόνο ένας φόνος.

Στα πέρατα του κόσμου πήγα, στο τέλος με πλησίασαν ένα σκουλήκι και μια μύγα, έκλεισα τα μάτια μου, μπήκα μέσα σε μια τρύπα, έν οίδα ότι ουδέν οίδα.

Ψέματα! είδα τον ζητιάνο νεκρό, τον βασιλιά γυμνό, άκουσα τις φωνές του πλήθους, του όχλου τις κραυγές, τις δικές μου σιωπές, έλιωσα τις κατσαρίδες στη γωνία, έβρασα μακαρόνια για χίλιες νύχτες και μια, πιο καλά χορταίνει λέει το μίσος, όμως τι τα θες... στο βάθος... της μάνας παιδί καλό... στο μεταξύ άναβα τσιγάρο, στο μεταξύ άναβα κι άλλο τσιγάρο, στο μεταξύ... φίλησα τα μάτια της μόνης, μύρισα το άρωμα της πόρνης, καράβια που συναντιούνται μέσα στη νύχτα, με σβησμένα τ’ αστέρια και φώτα θυέλλης, μου ζήτησαν να φύγω, μα εγώ εκεί, πιστό σκυλί χαζό, μου ζήτησαν να μείνω, μα εγώ, άκουσα για πόλεμο, για κουρνιαχτό, πέταξα το καπέλο, ούρλιαξα ζήτω! στον αέρα, έφυγα τρέχοντας απ’ το μπουρδέλο, μάτωσα στη μάχη, σκούπισα ένα δάκρυ, κοίταξα πίσω, κρατούσε ακόμη το ίσο, άναψα κερί, ψηλάφισα ουλή, έξυσα τ’ αρχίδια και την πληγή, έφτυσα μια λέξη, αργούσε πολύ να φέξει, στο μεταξύ έκλεβα λίγες μέρες του Χάρου, τις πλήρωσα με τόκο, φύσηξα τον καπνό του τσιγάρου, έβγαλα ένα μάτσο, το μάζευα καιρό, σου λέω κομπόδεμα γερό, πλήρωσα για όλα, και για άλλα τόσα, μια γυναίκα έστεκε μόνη, σε μια όχθη μολυβένια, η όψη τ’ ουρανού έλαμπε απόκοσμη, φιλντισένια, χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα, σιωπηλά... κράτησα ανάσα, κι έριξα τα ρέστα στον δίσκο του τελώνη.

text: Για τον θείο Πέτρο τον «Αυστραλό» που τώρα πια έχει φτάσει στην Κιμμέρια ακτή του...
Μέσα από το απολύτως ανέτοιμο και εντελώς ετοιμόρροπο βιβλίο του υποφαινόμενου με τον τίτλο «Στο τελευταίο φως της μέρας» που υπάρχει μια μικρή περίπτωση κάποτε να τελειώσει, και μια ακόμη μικρότερη περίπτωση να εκδοθεί.

music: Οι Oiseaux-Tempête σε μια ζωντανή, στο στούντιο εκτέλεση του Buy Gold (Beat Song), που καταπίνει ακτές, πλανήτες, γαλαξίες. 

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Ο Βαλπαράιζο (IV)




Κεφάλαιο IV


Ε λοιπόν, την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πέρασε και με πήρε με το σαραβαλάκι του ο Λα Τους, και πήγαμε καρφί, με σπασμένα τα φρένα, για την αναγνώριση του Βαλπαραϊζούχου χεριού.
Και όπως ακριβώς είχα περιγράψει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες χθες στον Λα Τους, μέσα σε κείνο το ψυγείο ήταν το χέρι του Βαλπαράιζο, κοσμημένο με το γνωστό τατουάζ, στο ίδιο ακριβώς σημείο, με τις ίδιες ακριβώς ατέλειες στο χτύπημά του, τη φθορά του χρόνου, αλλά και δίχως το τατουάζ, ένα ήταν σίγουρο... ήταν το χέρι του διάολε! δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία, το είδε με τα ίδια του τα μάτια κι ο Λα Τους και δεν μπόρεσε παρά να πνίξει έναν λυγμό, γνέφοντας καταφατικά.

Το είδαν στα μάτια μας και ο νεκροτόμος που μας άνοιξε το ψυγείο, το είδαν και οι μπάτσοι που μας πήραν έπειτα για κατάθεση, αλλά αφού τόσα-όσα ξέραμε τόσα τους είπαμε, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο, και εφόσον δεν έδειχναν να χολοσκάνε ιδιαίτερα για την τύχη του υπόλοιπου μέρους του ιδιοκτήτη του χεριού, μας ξεφορτωθήκανε γρήγορα, αφήνοντάς μας να φύγουμε, πράγμα που κάναμε δίχως δεύτερη κουβέντα, και αφού πρώτα εφοδιαστήκαμε με ένα μικρό σένιο φερετράκι από τις Funeral Services Baboulas & Son, παραλάβαμε το χέρι, το βάλαμε μέσα, μπήκαμε στο αμάξι και να ’μαστε τώρα, αργά το απόγευμα, στο ερειπωμένο νεκροταφείο της Άνω Πουτσουνάρας, μόνοι κι έρημοι ο Λα Τους κι εγώ, μπροστά σε έναν σκαμμένο λάκκο, δίχως γυναίκες, χήρες κι ορφανά, συντετριμμένους συγγενείς και λοιπές μαυροφορεμένες και αναμαλλιασμένες δυνάμεις, δίχως παπά, μανουάλια και πετραχήλια, να κάνουμε την κηδεία του Βαλπαράιζο... ή τουλάχιστον ότι απέμεινε από δαύτονε...

Αποτελούσαμε σίγουρα μια θλιβερή σκηνή, εντελώς αντάξια του μύθου του Βαλπαράιζο έτσι όπως τον είχαμε πλασμένο στο μυαλό μας, αλλά και πάλι, μήπως αυτή ακριβώς η σκηνή, στην αυλαία μιας πορείας ενός ανθρώπου, όπου υπήρξαν πάμπολλες φορές και στιγμές που θα έκαναν ακόμη κι έναν άγιο να βλαστημήσει, δεν έδινε άραγε ένα απόλυτα ταιριαστό μέσα στην ταπεινότητά του, τέλος;

Αυτή ακριβώς η ερημιά, τα απύθμενα, σκοτεινά βάθη της θάλασσας όπου αναπαυόταν ως την αιωνιότητα το υπόλοιπο σώμα του φίλου μας, και η εδώ εκκωφαντική σιγή που την διέκοπταν μόνο τα σποραδικά κρωξίματα των καλιακούδων, οι σκιές μας που τρεμόπαιζαν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου σαν το στάρι στον λειμώνα, ο αέρας που έφερνε και έπαιρνε μακριά αχνούς, απροσδιόριστους ήχους, την πανταχού παρούσα σκόνη, την μνήμη, στο τέλος-τέλος τις ζωές μας τις ίδιες, μήπως όλα αυτά τα λίγα τα πολλά, δεν ήταν κάτι μοιραίο, νομοτελειακό, σε μια τέτοια ώρα, στην, έτσι κι αλλιώς από όποια πλευρά και να το δει κανείς, μαζί με την γέννηση, πιο μεγαλειώδη στιγμή κάθε πορείας και ζωής;...

Χάθηκα όμως μέσα στις σκέψεις μου... στα πρακτικά, εγώ είχα αναλάβει να σκάψω την τρύπα και τώρα στεκόμουν καταϊδρωμένος, ανασαίνοντας βαριά, απέναντι, με τον λάκκο και το φερετράκι μέσα του να με χωρίζει από τον Λα Τους, που σαν πιο μορφωμένος είχε  αναλάβει τα περαιτέρω...

Έβηξε για να δοκιμάσει τη φωνή του, κοίταξε ψηλά τον ουρανό, μετά τον ορίζοντα στη δύση, και στο τέλος ξανά κάρφωσε το βλέμμα στο φερετράκι...

«Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται…»

«Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει». 

 »Αμήν μαν»

«Αμήν»

Κοιταχτήκαμε στα υγρά μάτια, λες και προσπαθούσαμε να αναπληρώσουμε προς χάριν του τελετουργικού, τους απαρηγόρητους συγγενείς που απουσίαζαν...

«Αυτό ήταν λοιπόν Λα Τους;»

«Αυτό ήταν μαν... πάει... να ’ταν κι άλλος... εδώ που είμαστε ήταν, κι εκεί που πάει, πάμε... και δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι γι’ αυτό... το θέμα είναι μόνο, ως τότε που θα ‘ρθει η ώρα, το θέμα είναι να μη παραδίνεσαι...» δήλωσε σοβαρός και βλοσυρός, σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας-φιλόσοφος ο Λα Τους.

«Ωραία τα μοίρασες ρε μαν, σοσιαλιστικά, έβγαλα κάλους εγώ στα χέρια μου να σκάβω, κι εσύ την έβγαλες πούδρας με τέσσερις στίχους» έκανα, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα...

«Ψηλάκι μου άσε τη μίρλα... ειλικρινά σου λέω, θα ήθελα κάποιος από μας να ξέρει να παίζει μπαντονεόν, ή έστω ακορντεόν, ή έστω να τραγουδάει λίγο υποφερτά, ή τουλάχιστον να θυμόμουν όλους τους στίχους, και να τραγουδούσαμε μαζί εκείνο το τραγούδι, έτσι, ακαπέλα, αγγαλιασμένοι, όπως το τελευταίο βράδυ που είδαμε τον Βαλπαράιζο πριν φύγει ξανά και για πάντα όπως αποδείχτηκε, το βράδυ που με το μικρό του μπαντονεόν που το είχε μάθει και φέρει από την Αργεντινή, μας το τραγούδησε και μεις σιγοντάραμε στο ρεφρέν, θυμάσαι;… δυστυχώς εγώ πλέον θυμάμαι μόνο τους τελευταίους δύο στίχους αυτού του ρεφρέν» αποκρίθηκε πάντα ετοιμόλογος ο Λα Τους και αμέσως συντονιστήκαμε και πιάσαμε μαζί και τραγουδήσαμε με τις αγριοφωνάρες μας πέντε-έξη φορές απανωτά εκείνο το δίστιχο του παλιού ναυτικού και τυχοδιωκτικού τραγουδιού...

There's plenty of gold, so I am told
On the banks of Sacramento

Μας φάνηκε λίγο, και σπεύσαμε να το συμπληρώσουμε με ακόμη μια επαναλαμβανόμενη εξάδα από το πρώτο τετράστιχο, το μόνο που ξέραμε, του τραγουδιού που είχαμε μάθει μέσα στο Νησί των θησαυρών του Στίβενσον...

Fifteen men on a dead man's chest
Yo ho ho and a bottle of rum
Drink and the devil had done for the rest
Yo ho ho and a bottle of rum

Ξαναμμένοι απ’ το τραγούδι, αφού ρίξαμε από μια χεριά χώμα στο κοφινάκι, εγώ έφτυσα τις χούφτες μου κι έπιασα με το φτυάρι γρήγορα κι αγκομαχώντας να σκεπάζω την αποτρόπαια τρύπα, κι ο Λα Τους ετοίμασε έναν τσίλικο ξύλινο σταυρό από κλαδιά λεύκας, και όταν τέλειωσα με τα χώματα, τον καρφώσαμε πάνω στο φρεσκοστρωμένο χώμα... πλέον πραγματικά δεν έμενε τίποτε άλλο να κάνουμε πια... το σκουλήκι ως είθισται θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα...

Κάτσαμε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, στο παγκάκι της άκρης του νεκροταφείου, που έβλεπε την Κάτω Πουτσουνάρα πανοραμικά.
Η μέρα έφτανε στο τέλος της αργά και ήσυχα, δίχως κορυφώσεις και δράματα, δίχως τυμπανοκρουσίες και παράτες, όπως ακριβώς η μικρή ιστορία που σας αφηγήθηκα.

Ο Λα Τους άναψε ακόμη ένα από τα φαραωνικά τσιγάρα του, ρούφηξε τον καπνό μέσα λαίμαργα και βαθιά, και μέτρησε φωναχτά τα λιγοστά φώτα που είχαν ήδη ανάψει στην Κάτω Πουτσουνάρα. Εφτά τον αριθμό.

«Ρε τον Βαλπαράιζο... τι να τριγυρνούσε όλη την ώρα στην κούτρα του τελικά, δεν θα το μάθουμε ποτέ...» μίλησα κι εγώ με την σειρά μου με βαθύ φιλοσοφικό ύφος.

«Μιας που το ’φερε η κουβέντα στον Βαλπαράιζο ψηλέ μου» ξεκίνησε ο Λα Τους με ύφος, κάτι μεταξύ αν όχι χιλίων, τουλάχιστον κάποιων εκατοντάδων καρδιναλίων και ενός πολύ πονηρού βλάχου «μιας που το ’φερε η κουβέντα και όσο έχει φως ακόμη, θέλω να σου δείξω κάτι...» είπε, κι έπιασε αργά να βγάζει έναν φάκελο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού.
Μέσα από τον φάκελο, που είχε τυπωμένη πάνω του την γνωστή μας πια, σφραγίδα των ταχυδρομείων της Χιλής, και αποστολέα το όνομα Εμιλιάνο Μαγγελάνες, έβγαλε μια κάρτα, που πάνω της είχε κολλημένη, μια φωτογραφία...
Εκεί με φόντο ένα φάρο και τον κυματισμένο Ειρηνικό προφανώς, διακρινόταν μακριά μεν καθαρά δε, και ως συνήθως χαμογελαστοί, ο Εμιλιάνο και ο Κουζ Μουνή...

«Πότε σου την στείλανε αυτή ρε Λα Τους;» τον ρώτησα...

«Σήμερα το πρωί την βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί μαν μου» συνέχισε πάντα με το καρδιναλιοβλάχικο χαμόγελο κολλημένο στο στόμα ο Λα Τους.

«Γράφει τίποτα από πίσω;»

Γυρίσε την κάρτα όπου απ’ όσο μπορούσα να δω, ήταν ορνιθοσκαλισμένα σε άπταιστα ελληνικά, όσο άπταιστα μπορούν να είναι τα γράμματα με τον γραφικό χαρακτήρα κάποιου που μόλις ξεκίνησε να μαθαίνει την ελληνική γραφή, όπως ο Εμιλιάνο Μαγγελάνες, ή... και τον γραφικό χαρακτήρα ενός δεξιόχειρα που προσπαθεί να γράψει με το αριστερό, συμπλήρωσε ο Λα Τους διαβάζοντας ξανά την σκέψη μου... γύρισε την κάρτα λοιπόν, και διάβασε, καρδιναλιοβλάχικα πάντα, Λατουσικά και φωναχτά:

«Από την Άνω Πουτσουνάρα ως τον φάρο της άκρης του κόσμου, ήταν μεγάλο το ταξίδι, μόχθος, όνειρο και πάλι μόχθος και πάντα στο τέλος ξόδι, αλλά άξιζε... Θεός σχωρέστον και μη φοβού!».

«Ποιητικότατο! λες και το έγραψε ο ίδιος ο Βαλπαράιζο» σχολίασα...

«Θα μπορούσε ψηλέ μου, τα πάντα θα μπορούσαν...» έκανε δυσοίωνα, μέσα απ’ τα δόντια του ο Λα Τους, και ξαναγύρισε την κάρτα στη μεριά της φωτογραφίας...

«Για να ’χουμε καλό ρώτημα ρε ψηλέ... δε βλέπεις τίποτε περίεργο στη φωτογραφία;»

Συνοφρυώθηκα και κοίταξα ώρα και με προσοχή.

«Είναι και μακρινή η λήψη Λα Τους, τι να δω... ο φάρος σαν να θέλει ένα βαψιματάκι ε;...»

«Ναι, και τα μαγαζιά του Κουζ Μουνή είναι ξεκούμπωτα! Ψηλέ μου όσο κι αν σ’ αρέσει ο Μάρλοου, για ντετέκτιβ δεν κάνεις... και τώρα που το καλοσκέφτομαι δεν μπορώ να βρω και τίποτα που να κάνειςτελικά», με καταχέρισε βλάχικα κι αμείλικτα...

»Το μανίκι του πουκαμίσου που ανεμίζει σαν απολειφάδι μαύρης πολυκαιρισμένης σημαίας, το μανίκι, εκεί στην άκρη της φωτογραφίας που κόβεται και μας κρύβει το υπόλοιπο σώμα, εκεί ντε! μπροστά από τα κύματα που έρχονται και σμίγουν από δύο ωκεανούς, αυτό το ορφανό, σακάτικο μανίκι που ψάχνει το ταίρι του, που ψάχνει το χέρι του, δεν το βλέπεις;».

ΤΕΛΟΣ