Κεφάλαιο ΙΙ
Τα μάτια του Λα Τους είχαν γίνει σαν κουμπότρυπες, τ’
αυτιά του είχαν τραβηχτεί πίσω, σαν άλογο έτοιμο να δαγκώσει... αναδεύονταν
νευρικά στην καρέκλα του...
«Τι μου λες ρε δηλαδή ρε ψηλέ!; Ότι ο Βαλπαράιζο, που τον είχαμε χαμένο
κάπου στα βάθη της Λατινικής Αμερικής, αυτός ο βγαλμένος από τον μύθο
τυχοδιώκτης, ο... σε λάθος καιρούς, κυνηγός του αιώνιου Ελντοράντο βρέθηκε
εδώ!... έστω το χέρι του... να επιπλέει ανάμεσα στα σκατά του Θερμαΐκού; να το τσιμπολογάνε τα μαυροσκατουλένια
ψάρια; ο Βαλπαράιζο; αυτός! που
έκαιγε τις γέφυρες πίσω του σαν ένας Κορτές; γιατί μόνο σαν είσαι από τέτοιο σινάφι
μπορείς και βάζεις παρόμοιες φωτιές... αυτός! σε τέτοια κατάσταση;… είσαι σίγουρος ότι είναι το χέρι του
ρε φίλε; μπας και βλέπεις φαντάσματα;».
Ο αέρας μέσα στο δωμάτιο σαν να είχε γίνει πιο πηχτός...
σαν μπιζελόσουπα... ο Λα Τους είχε χλωμιάσει, ανάσαινε με κόπο, σταγόνες ιδρώτα
είχαν εμφανιστεί στο μέτωπό του... ζοριζόταν, ήταν φανερό...
«Ηρέμησε Λα Τους, θα πάθεις τίποτα, είμαστε και σε
κρίσιμη ηλικία... το χέρι του είναι ρε μαν... λες να μη γνωρίζω το έργο τέχνης
που του έχεις βαρέσει εσύ ο ίδιος με το δικό σου λεπτεπίλεπτο βρομόχερο, για
τατουάζ;»
«Τι να ηρεμήσω ρε μαν με τα νέα που μου ’φερες... Messenger always brings bad new θα μου
πεις... τα χει πει ο Αϊ Γρηγόρης... μεγάλη η χάρη του... και τι λένε; βγάλαν φόρα παρτίδα το χέρι για να
συλλέξουν πληροφορίες; παρακαλείται
όποιος γνωρίζει κάτι να επικοινωνήσει με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του;»
«Κάπως έτσι...»
«Μαλακίες... αμ αυτή τη φορά μάλλον δεν ήταν τίγρη να την
υπνωτίσεις Βαλπαράιζομ... κάτι άλλο πιο άγριο από τίγρη ήτανε... που έφαγε τον
Λύκο... »
«Ποια τίγρη και ποιος υπνωτισμός ρε μαν; τι λες; είσαι σε παραλήρημα Λα Τους…»
«Η τίγρη ρε μαλάκα... με τον γκουρού... στην Ινδία... δεν
σου το χει πει;»
«Λα Τους ειλικρινά στο λέω ρε μαν... δεν έχω ιδέα για τι
πράμα μου μιλάς...»
«Καλά ρε φίλε, είσαι πολύ πίσω... δεν σου χει πει τη
φάση, τότε που είχε πάει Ινδία, το ’92 νομίζω ήταν, ή το ’93...»
Οι γέροι σαν να καυλώνουν όταν θυμούνται περασμένες
ημερομηνίες, και γενικά τα πάνε μια χαρά μαζί τους, σκέφτηκα ώσπου ο Λα Τους να
βρει τη σωστή.
»Όχι το ’91! ναι το ’91 ήταν... το θυμάμαι σαν χθες...
είχε πάει πρώτα με τον ΠΑΟΚ στη Γενεύη και λίγο μετά που γύρισε την έκανε για
Ινδία... είχε μαζέψει πακέτο χοντρό τότες απ’ τα καράβια, και τα έτρωγε από εδώ
κι από κει...
Εκεί λοιπόν, με λίγα λόγια ψηλέ... εκεί στην Ινδία...
εκεί που έκανε διαλογισμό στο δάσος μαζί με έναν γκουρού, τους πετάχτηκε μια
τίγρη μέσα από τα φυλλώματα λέει, κάνοντας ρρρροοοοοοοαρρρρρ, κι αυτοί ατάραχοι
της φυσήξανε τον καπνό από κάτι μυστήρια χορτάρια που καπνίζανε, την κοιτάξανε
επίμονα στα μάτια κι η τίγρη λέει σαν να υπνωτίστηκε, κατέβασε τα μάτια της, τους πλησίασε ντροπαλή
κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια τους σαν μικρό γατί…»
«Είπε κάτι τόσο χοντρό ρε Λα Τους; έφτασε σε τέτοιο ποταπό σημείο; μιλάμε για μεγάλη φαντασία ε... σιγά
μην έπινε τσιγάρα και με τον Άγιο Γεράσιμο που έκανε τον λέοντα ερίφιο... κάπως έτσι θα έχει βγει και το
ανέκδοτο με τον κυνηγό που εξιστορούσε σε μια ομήγυρη την πάλη του με μια
αρκούδα στο δάσος, και στο σημείο που την είχε γραπώσει λέει, και την κρατούσε
με τα δύο πόδια ανοιχτά, κάποιος διέκοψε τη διήγηση του με κάτι άσχετο, κι όταν
έπειτα από κανα πεντάλεπτο ρώτησαν τον κυνηγό τι έγινε μετά, αφού της είχε τα
πόδια ανοιχτά, αυτός έκλεισε την ιστορία ως εξής: ε τότε της τραβάω κι έναν μπούτσο...»
«Γιατί ρε ψηλέ εσύ είχες πιστέψει τότε, την πρώτη φορά
που είχε μπαρκάρει με το καράβι, είχε σπαράξει η μάνα του η χήρα να πούμε όταν
της είχε πει “μάνα! Θα πάω
στα καράβια!”, το ’85
ήτανε! το θυμάμαι καλά γιατί είχαμε λάβει το πρώτο γράμμα του τις μέρες που
πανηγυρίζαμε το πρωτάθλημα, το πίστεψες λοιπόν, που ύστερ’ από δύο χρόνια που
γύρισε μας έλεγε μεταξύ άλλων μυθικών κατορθωμάτων, πως είχανε πιάσει λιμάνι, Μπουένος
Άιρες, Αρζεντίνα να πούμε, όπως έλεγε, και το πρώτο βράδυ σε ένα καμπαρέ είχε
δει τον Tom Waits, να παίζει
μόνος του σ’ ένα πιάνο, ανάμεσα σε πουτάνες και νταβατζήδες, κι αυτός, ο φίλος
σου ο Βαλπαράιζο, στο τέλος έκανε παραγγελιά το Innocent when you dream, σήκωσε τo τραπέζι
με τα δόντια, το πήγε δαγκωτό στη πίστα, κι έσπασε ένα-ένα, όλα τα ποτήρια
μπροστά στα πόδια του Τομ;»
«Του Τομ ε;
είχανε γίνει και φιλαράκια... καλούσε ο ένας τον άλλον με το μικρό κι
ανταλλάσσανε αβρότητες... ε όχι ρε Λα Τους! σιγά να μη το είχα πιστέψει... τα
έλεγε ωραία όμως ο πούστης ε;…
έκανε τα ψέματα ν’ ακούγονται στ’ αυτιά σαν γλυκιά μουσική…
Ειδικά με κάτι τέτοιες μουσικές συναντήσεις είχε πάρει
ειδικότητα που λέμε!... όπως τότε που τον είχαν πιάσει λέει, για αλητεία στο
Μεξικό και με το που μπαίνει στο κρατητήριο να σου φάτσα κάρτα ο Dan Stuart!... τον είχαν μαζέψει
λέει, γιατί τα είχε σπάσει σε ένα κωλάδικο... το βράδυ τους έφερε μια κιθάρα ο φύλακας με αντάλαγμα ένα
μπουκάλι τεκίλα, και ο Νταν διασκεύασε μεταξύ άλλων και το Folsom Prison Blues και το Chain Gang… κάτι τέτοιες στιγμές έλεγε ο
Βαλπαράιζο τις κρατάς μέχρι τον τάφο σου... ελπίζω μόνο να τις κρατούσε στο
αριστερό του χέρι...»
«Αυτό μπορεί και να ‘γινε ρε φιλέ, γιατί είσαι τόσο
καχύποπτος δηλαδή να πούμε;»
«Ναι ρε μαν, σίγουρα έγινε, στο τέλος του έπιασε το και χέρι
ο Νταν, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, και του τραγούδησε και την Πασιονάρα... άσε
με ρε... ιστορίες για αγρίους... αλλά θα μου πεις... από την άλλη... για να
βρεθεί το χέρι σου έτσι όπως βρέθηκε, πολλά μπορεί να έγιναν... μέχρι και
σχέσεις με την τρομερή Μπρουχερία μπορεί όντως να είχε όπως έλεγε... που να τον
πιάσεις...».
«Μεγάλος ψεύτης ρε ψηλέ ο Βαλπαράιζο, μυθομανής κανονικά,
ψυχιατρική περίπτωση... όπως όλοι μας βέβαια... αλλά... πρόσεξε... και μόνο το
1% από αυτά που μας έχει διηγηθεί να είναι αλήθεια, ή έστω να έχουν μια μικρή δόση
αλήθειας, και πάλι μιλάμε για μεγάλη μορφή έτσι;»
«Λα Τους, αφού το ξέρεις, και τίποτε να μην είναι αλήθεια,
και όλα να επιτρέπονται, μιλάμε για μεγάλη μορφή... μόρφαρο... Τη Μορφή».
Ο αέρας ελάφρυνε κάπως... το πολύ-πολύ να έμοιαζε με
κοτόσουπα... δίχως αυγολέμονο φυσικά... ο Λα Τους είχε χαθεί μέσα στους καπνούς
του, φαραωνικών διαστάσεων είναι αλήθεια, τσιγάρου του, και μέσα στον λαβύρινθο
των σκέψεών του... τον διέκρινα αμυδρά στη γωνιά του, λες και μεσολαβούσε
πηχτή, σαν λάσπη ομίχλη... ατένιζε το κενό... έχασκε σαν δέντρο στην άκρη του
γκρεμού... έχασκε κάπου μεταξύ των δασών της Ινδίας, των καμπαρέ της
Αργεντινής, των φυλακών του Μεξικού και των σκατών του Θερμαϊκού... σώπασα κι
εγώ... κάπου προς τα εκεί αρμένιζα... και σκεφτόμουν τον φίλο μας τον Μήτσο τον
Λύκο... έτσι ήταν το επίθετό του, χωρίς πλάκα.... σκεφτόμουν τον Βαλπαράιζο...
Συνεχίζεται...