Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα midnight to six man. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα midnight to six man. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

γυμνό πνεύμα

 

«Και το τέλος θα είναι να καταθέσουν στα πόδια μας την ελευθερία τους και να μας πουν:

Κάντε μας δούλους, αλλά χορτάστε μας».

Ντοστογιέφσκι, Ο Μέγας Ιεροεξεταστής.

 

Ναι! το διάολο να πάει η ελευθερία, και να μη ξαναγυρίσει, να εδώ στα πόδια σας, χάμω στο χώμα, μέσα στη λάσπη την αφήνουμε, τη βρομιάρα, την πετάμε, δεν τη θέμε, άμα πια!

Εσείς μόνο χορτάστε μας! Μπουκώστε το στόμα μας, ας είναι και σκουπίδια, μόνο να γεμίσει η μπάκα, τσάτρα πάτρα.

Στουμπώστε το μυαλό μας, κι εκεί σκουπίδια ναι! Ειδικά εκεί! Και σκατά! Πολλά σκατά! Χιλιάδες σκατά! Εκατομμύρια σκατά! Μόνο να μη σκεφτόμαστε... τίποτα δικό μας! Μην έρθει καμιά αλήτισσα σκέψη, απ’ τον βαθύ εαυτό μας.

Δώστε μας πράσινη ανάπτυξη και πούτσες μπλε, χιλιάδες νέες και καλύτερες δουλειές, και πράσινα άλογα, εκατομμύρια νέα, βελτιωμένης σύνθεσης προϊόντα, και ασφάλεια!

Ναι ασφάλεια! Ησυχία, νόμος και τάξη ρε!

Να κοιμόμαστε επιτέλους με ανοιχτά παράθυρα, στην τηλεόραση, το Chrome και τον Mozilla.

Πάρτε από πάνω μας τον φόβο, είμαστε πολύ ευαίσθητοι σ’ αυτό το θέμα, σαν την Πακίτα Γκαλίεγο ένα πράμα, κάντε μας να μη φοβόμαστε, γιατί πως γίνεται μέρα τη μέρα να μας κυριεύει ο φόβος όλο και πιο πολύ; δεν αντέχουμε άλλο!

Ο φόβος καραδοκεί! Στα σκοτεινά, σαν στοιχειό, από την γωνία ξεπροβάλει μαζί με τον άλλον, τον ξένο, στις πλατείες βρυχάται, στον αέρα πλανάται μαζί με τον ιό, την αρρώστια, στον ορίζοντα εμφανίζεται εμπροσθοφυλακή, του θανάτου!

Θα κάνουμε ό,τι μας πείτε, θα κλειστούμε πίσω απ’ τα κάγκελα, εκεί που βασιλεύει λευκόφωτη στεφανωμένη η υγεία, κάγκελα παντού ναι! της πουτάνας το κάγκελο, όσο βαρούν τα σίδερα, μέσα! Όλοι μέσα! Προσχή! μόνο όταν διατάξτε εσείς, «ανάπαυση! τώρα όλοι έξω!», θα τολμήσουμε προσεκτικά, πάντα πολύ-πολύ προσεκτικά! να βγούμε για λίγο μαζί με τον σκύλο, προς θεού! δεν θα δούμε κανέναν ύποπτο φίλο! θα στέλνουμε μηνύματα, θα σερβίρουμε τη χωριάτικη στον τουρίστα, σεμνά, ταπεινά, με χαμόγελο πίσω απ’ τη μάσκα, και κάτω απ’ τη κάσκα! να μη ξεχάσω! κλειδιά, κινητό, αντισηπτικό, ταυτότητα, πιστοποιητικό, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, ΕΦΚΑ, PCR, DDT, LSD, DOA, MDMA,YMCA, ESP, θα χώσουμε την μπατονέτα στη ρουθούνα, αν δείξει κόκκινο θα βαρέσουμε τη κουδούνα, αλέρτ ρε μουνιά! όλοι αλέρτ! καλού κακού θα τη φοράμε μέρα νύχτα, τη κουδούνα, μονάχα στείλτε μας με το παιδί, τον βασιλιά της ασφάλτου! ένα γεύμα γυμνό σαν πνεύμα, σαν τη ζωή, κάνα κοψίδι απ’ τη μεγάλη, ραδιενεργή γουρούνα!

Αέναη κατάστασή εξαίρεσης, ζωή μόνιμης αφαίρεσης, το κοπάδι των παλιάτσων μπρος στα πόδια σας τα πάντα όλα τα ξεχνά, και προσκυνά...

Να, πάρτε την ελευθερία, τι να τη κάνουμε ’μεις, την ίδια αξία έχει με μια παλιά, φθαρμένη ιστορία, έτσι που ’ναι κατσιασμένη, από τριτοτέταρτο χέρι, ορφανή, χωρίς κανείς να θυμάται ποιος, πόσο και πότε, έχει πληρώσει το ακατάλυτο τίμημα, δίχως αρετή, που να τη βρούμε, στον καναπέ ή στην οθόνη; και πόσο μάλλον τόλμη, εμείς τόλμη; που ακούστηκε; το πιο τολμηρό που κάναμε ποτέ ήταν που ρουφιανέψαμε τον γείτονά ότι δεν έχει μια και τη γειτόνισσα για μαγεία, ενάντια στου κράτους τη θρησκεία, αν είναι δυνατόν!

Οπότε... μη με κάνετε και γελάω, πονάνε τα παΐδια μου, πάρτε τη και δώστε μας κάτι να γλείφουμε, να ροκανίζουμε, κάτι να γυαλίζει και ποτέ κάτι θνητό να θυμίζει, πάρτε την πουτάνα την ελευθερία και σώστε μας!

Σώστε μας απ’ τον θάνατο!

 

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω: Όμως, ο μοναχογιός της χήρας όπως κι ο Λάζαρος, είναι κι αυτοί, μαζί με όλους τους άλλους, από αιώνες νεκροί.

 

 


Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

no generation gap



Ελπίζω στη νέα γενιά
αυτή που απ τα γεννοφάσκια της
παρέα με τους γονείς
βυζαίνει ταμπλέτες και κινητά
την ταΐζουν με τα σκουπίδια
που αποκαλούν «πιστοποιημένα προϊόντα»
την ποτίζουν χημεία
της απαγορεύουν δια παντός
του άγριου την ανησυχαστική μαγεία
οι μυστικοί της κήποι
βρίσκονται μέσα σε αποστειρωμένα
εμπορικά κέντρα
και ιδρύματα πολιτισμού
εκεί κι ο χαμένος παράδεισος της
την ντύνουν ομοιόμορφα
απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου
κι ας μη φορά στολή
της επιβάλουν τον ρυθμό της μηχανής
για μουσική
της φορούν χαλκάδες και πομάδες
την αρωματίζουν λες και
κλάνει ασύστολα
και μαζί της φεύγει τσιρλιπίπι
σ’ αυτά τα παιδιά λοιπόν
πιστεύω και ελπίζω
ότι
από τη πολύ την τσόντα
το κουτσομπολιό
τις δραστηριότητες
τον αθλητισμό
τον τουρισμό
τον καφέ
τα γκέιμς
τις ταινίες
τις υπηρεσίες
τις διαδικτυακές φιλίες
τους ποπ και ροκ
και μούβι και τίβι σταρς
την μαλακία
τις οθόνες
τα πτυχία
την αυτοφωτογραφία
την επικοινωνία
την πληροφορία
τα πλυμένα σιδερωμένα όνειρα
ξένοιαστοι και με μουσική
το μυαλό τους μια μέρα
ξένοιαστοι με χαμόγελο
ταξίδια και μουσικές
η φάση
σαν διαφήμιση καρτοκινητής
το μυαλό τους όμως
μια ωραία μέρα
το ξαναλέω, ελπίζω
θα βαρέσει μπιέλα
και τότε
σαν να τους τσίμπησε μύγα
ξαφνικά
θ’ αποσυνδεθούν απ’ το δίκτυο
θα πετάξουν με αηδία τα τηλέφωνά τους
θα φτύσουν στα μούτρα μας
στα μούτρα τους
κι έπειτα στις χούφτες τους
θ’ αρπάξουν γερά
ένας τον γκασμά άλλος το φτυάρι
βάλτε ένα χέρι όλοι παιδιά
πάμε! έι οπ!
και θ’ αρχίσουν
με αφοσίωση και πείσμα
σαν να θέλουν να χαλάσουν το παιχνίδι
για να βρουν που είναι κρυμμένο
το θαύμα
θ’ αρχίσουν να σκάβουν
πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά...
ντίπερ που θα λέγαμε στην καθομιλουμένη
και ίσως, ποιος ξέρει
και μακάρι Θεέ μου, δηλαδή
στο τέλος τα καταφέρουν
τον απόπατο αυτόν
που τους παραδίδεται για σπίτι
να τον κάνουν άπατο!
Ως τότε, παρακαλώ μη πετάτε χαρτιά στη λεκάνη
κι ο τελευταίος μη ξεχάσει να τραβήξει το καζανάκι.
Ευχαριστώ.

text: saunterer – Demo & unreleased stuff.
music: DIN – Components, Demo Cassette + Digital Album, 2012.



Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Από τη μια σφαγή η άλλη



Από τη μια σφαγή η άλλη, από μακελειό σε μακελειό, ο δρόμος είν πλατύς κι ανοιχτός, ο αέρας σαν σούπα πηχτός, κλοτσάς πιο κει τα πτώματα, πατάς έναν αντίχειρα, ταξίδι στα Κύθηρα, ρίχνεις έναν δείκτη, μεσ’ το μίκτη, ουάου σμούθι! πλασάρεις ένα κομμένο κεφάλι, με σουτ μπανάνα, στο γάμα! προσέχεις τις πιτσιλιές μη λερωθείς, κι είναι αίμα και δε βγαίνει, ούτε με σκιπ, λάντζα καταραμένη, την ντροπή δεν την ξεπλένει, και προχωράς, είναι τόσο απλό, στα νεύρα κάνει καλό, τον έχεις κλασμένο το γιατρό, έλα έλα! πάμε πάμε! δε χαλαρώνουμε, στο διπλανό δε μιλάμε, το κεφάλι ψηλά γέρο μου, το στήθος έξω, στητό! περνάμε τώρα στο ψητό... γκνιάμ γκνιάμ... πτώματα, πτώματα, κουφάρια, εξαμβλώματα παντού, αχ αυτή η σάρκα η καυτή, κομματιασμένη, σκόρπια εδώ, σκόρπια εκεί, λίγο πολύ σκισμένη, μπαταρισμένη, κατακρεουργημένη, μας ηδονίζει θαρρείς, λίγο πριν αρχίσει να σαπίζει, μέσ’ στο κοφίνι, μας γητεύει, γοητεύει, έτσι που... μπροστά μας θέλουμε πάντα να την έχουμε, να την θωπεύουμε, να την παιδεύουμε... δεν έχει και καθόλου άσχημη γεύση λένε, εεεεε, εδώ που τα λέμε, μεταξύ μας, μοιάζει με το χοιρινό, κι αν είν’ λέει και καπνιστό, ώ ρε μάνα μου! κι εμείς μικροί, εμείς σκυφτοί, αθώοι, κεντρώοι, εμείς ανθρωπάκια, μυρμηγκάκια, εμείς γουρουνάκια, αλλού είναι το μετάξι μα προτιμούμε το αίμα και τη λάσπη... σαφώς! και κάνουμε στην άκρη και γρήγοροι στο δάκρυ, ειδικά... εδώδιμα και αποικιακά, ειδικά και μόνο, όταν η σάρξ ευωδιάζει Σαξ, ίσως κάπου να το λέει κι ο Μαρξ, μμμμμμ, σφάξε με αγά μου, μουλά μου, κι εσύ παπά μου, παπαδιά μου, πολλά τα κρίματά μου, λίγα τα λεφτά μου, με κυνηγά η σπιτονοικοκυρά μου, σφάξε με αρχηγέ μου, σφάξε με στρατηγέ μου, σφάξε με υπουργέ μου, τραπεζίτη μου, κοπρίτη μου, μεσίτη μου, κι εσύ επίτροπέ μου, σφάξτε! σφάξτε με! όχι αυτή! είναι δική μου, άσε κάτω τη σφαγή μου! σφάξτε τους όλους! διπλανέ μου, αδερφέ μου, σφάξτε και σεις! ναι ναι κι εσύ, τώρα μπορείς, ν’ αγιάσω, ν’ αγιάσουμε, κατιτίς να δοξάσουμε, με αίμα να ξεδιψάσουμε, μπρος στον παπά τ’ αρχίδια να μη πιάσουμε, ελπίζω να φτάσουμε, αν όχι, ελάτε όπως είστε, με τατουάζ, σκουλαρίκια, τεφαρίκια, χωράει κι άλλους, μικρούς και μεγάλους, έχει για όλους, λίγα βάζεις πολλά παίρνεις, δε θα τα χαλάσουμε, σε συναυλίες, μ’ ευγενικές χορηγίες, εκεί που οι μοδέρνοι κάνουν κλάμπινγκ, οι ροκάδες τζάμινγκ, αϊμ κάμινγκ μπέϊμπι αϊμ κάμινγκ, σε κέντρα πολιτισμού, αίθουσες μαζικού αυνανισμού, σε αμαξοστοιχίες που εκτρέπονται, σε λεωφορεία, νοσοκομεία, τα πόδια κρύα, σε κυλικεία, στην αποικία, τραβώντας μαλακία, κάλμα μπουνάτσα, σαράντα χιλιάδες μέρες, κι άλλες τόσες νύχτες, νηστεία, μ’ αεροπλάνα, και βαπόρια, περιμένοντας τρώμε σπόρια, σε φτωχές συνοικίες, φτωχοί; ου να μου χαθούνε, σα δε ντρέπονται! στα χωριά τα μικρά, λέπια στο μάτι, στις μητροπόλεις που σιγοκαίγονται, εκεί στο κάτι, στη μάνα του διαόλου, μη ντραπείτε διόλου, σε γάμους και βαφτίσια, ελάτε τώρα, πείτε το στα ίσια, βουρ! όλοι στα κυπαρίσσια! εμείς να... εδώ, ταπεινοί παραμένουμε, περιμένουμε, πεδίον δόξης λαμπρόν, στο τέλος χορεύουν στο ταψί, ξυρίζουν τον γαμβρόν, φοβόμαστε, τρέμουμε μα δεν χωλαίνουμε, κωλοτούμπες θα κάνουμε, θα συρθούμε στο χώμα, όχι ακόμα όχι ακόμα! ε τότε πείτε τι θέτε, να σας χορέψουμε, να σας τραγουδήσουμε, σαλτιμπάγκοι θα γίνουμε, γίναμε, πόσο ακόμη να σας αγαπήσουμε, θα πρεπε να σας γαμήσουμε, χάσουμε κερδίσουμε, κακά τα ψέματα, δίχως γαμήσι και σφαγή κανείς δεν βλέπει προκοπή, δεν γίνεται δουλειά έτσι, θα ’πρεπε να τα ξέρουμε αυτά, αλλά ρε παιδιά, βρε παιδιά! είν’ ώρα πάλι το μωρό να νανουρίσουμε, νάνι νάνι, κούπεπέ μέχρι ν’ ανέβει και κείνο στο μπερντέ, όμως ως τότε, σσσς, γλυκά πρέπει να κοιμηθεί, με αξίες, ορθά να γαλουχηθεί, μέσα σε υψηλής, φουλ! ανάλυσης όνειρα, μια γλυκιά μαρμαρυγή για... να ξυπνήσει στον εφιάλτη μιας καμμένης κάρτας γραφικών... οϊμέ! κακό που μας βρήκε!... ωχ συμφορά... μα... μα έχει και μετά... ω!... ωωω!... ωωωωω!... και μετά... εμετά... ως γνωστόν, ως γνωστόν... κάποτε ξεχειλίζει ο βόθρος, βουλώνει το σιφόν, οι κατσαρίδες ντάγκλα απ’ το υπνοστεντόν, στον ορίζοντα ίπταται ο Αρμαγεδδών, φρουτ φρουτ, θα προσποιηθούμε ότι δεν τρέχει τίποτα, χεχε, όπως προσποιούμασταν και στο παρελθόν, όπως προσποιούμαστε γενικά... θα καταδικάσουμε τη βία, απερίφραστα, αναφανδόν, φεύγει πόντος απ’ το καλσόν, απ’ όπου κι αν προέρχεται... η βια... κίνδυνος για τη δημοκρατία... χαχα... τέτοια που ακούω, θα γίνω χάχας... είμαι που είμαι βλάκας... σύγκρουση πολιτισμών, ισθμών, ισμών, η θεωρία τον δύο άκρων, το Κατά Μάρκον, η θεωρία των παιγνίων, δι’ ευχών, των αγίων, ανάψτε τα φώτα, φωτίστε μνημεία, χτίστε μαυσωλεία, σε ένδειξη πένθους, κάνε μου λιγάκι ΡΙΠ κι εγώ αμέσως θα σου κάνω ΡΙΠ, ίσως και ΜΠΙΠ, δώρο πακέτο επιστολές διαμαρτυρίας, γνωστοί τραγουδοποιοί, συνθέτες, χιλιάδες καταθέτες, τριανταένας ποιητές, καλοί μου δικαστές, εικοσιεννιά κατασκευαστές, συνιστούν, βάλε να δέσει το γλυκό, πορείες αντίστασης, συμπαράστασης, περηφάνιας, σπόνσορεντ μπάι, πορείες έστω μιας κάποιας καμπάνιας, μπάι μπάι, πάμε όμως πάλι τώρα, να περνά η ώρα, τ’ ουρανού τα πετεινά, της θάλασσας τα ψάρια, πηγαίνουν με οχτάρια, είχαμε λέει κινήσει γι’ αλλού, ο λύκος της Γουόλ Στρητ ρεαλιστής, νοσηρός, ο Γέρος του βουνού νέτα σκέτα βλοσυρός, ο Ηγέτης του Μετώπου, έτσι να πούμε, ασήκωτα στιβαρός... γκρρρρ, ζήτω το έθνος! από κάτω χαμός! τα συντρόφια επιτόπου, βράζει ο τόπος, έλα μουνί εδώ, στον τόπο τον αχνιστό, μόνο συ ξέρεις τον τρόπο, ζήτω η επανάσταση! σου λέει, πατάμε λάϊκ, αφήνουμε ρεψιά, χρόνια βαρυστομαχιά, γυρίζουμε πλευρό, παλιοκατάσταση, εναλλακτικά, λουλούδια στις κάννες, στα μαλλιά γιρλάντες, λουκάνικο τύπου Τζουμαγιάς, ανεμόμυλοι τύπου Θερβάντες, μα δεν πειράζει, δεν πειράζει, μη σας τρώει το μαράζι, η βροχή και τ’ αγιάζι, από σφαγή σε σφαγή, και δεν θα κόψω το κρασί, η ζωή είναι μικρή, λιλιπούτεια, παραμυθένια, αμάν αμάν ο μουεζίνης, μυρωδιά κηροζίνης, ντινγκ νταν η καμπάνα, στον πλανήτη Κοσταγουάνα, κι ο Νοστρόμο νεκρός, κι άνθρακες ο θησαυρός, και τώρα που το σκέφτομαι, σοβαρά όμως, ίσως μας έσωζε μια πουτάνα, σαν εκείνη τη Μαρία, αλλά τώρα φίλε τσίμπα τρία, γιατί παρά πόδα το όπλο, απέτυχε το κόλπο, δε μας έμεινε μονιά μήτε κρυψώνα, είναι πάντως καλό, να μην ελπίζεις τίποτα, όταν διασχίζεις τον Ρουβίκωνα, από τη μια σφαγή η άλλη, ώσπου να ’ρθει, μ’ έναν τριγμό, αλαλαγμό, και βρυχηθμό, ρρρρόαααρρρ, εκείνη η μεγάλη, ένα τσιγάρο δρόμος, μη διστάζεις, ακόνισε το μαχαίρι, βγάλε απ’ το σεντούκι το κονσερβοκούτι, πιάσε τη τανάλια, τρίξε επιτέλους τα δόντια! σου πρήξαν τα συκώτια, άναψε τα σπαρματσέτα, μπουμπούνισε τη μπόμπα, δεν είσαι μόνος, δεν είσαι συ ο τρελός, εμπρός! χέρια ρε! να βλέπω χέρια ρε μουνιά! όλοι μαζί!... όσο χειρότερο γίνεται τόσο το καλύτερο, το τέλος έρχεται ταχύτερο, και τα σκοτάδια... αχ τα σκοτάδια που άλλη δουλειά δεν έχουν απ’ το να θάβουν νύχτα μέρα τους νεκρούς... κυνηγάνε σαν ορτύκια, πνίγουν σαν τα ποντίκια, θηλιές από φύκια... αυτά τα σκοτάδια... γεμάτα μυστήριο... και δηλητήριο... έχουμε πίστη στο δηλητήριο, εμείς, τουτέστιν, να... έτσι... είπαμε... κύριοι!... τα βλέπω! τα ρέστα μου! χαρτί!... το δηλητήριο... εχ... μας ποτίζει, βάλτε τώρα που γυρίζει... μας θυμίζει... το τελευταίο φύλλο συκής στον άνεμο θροΐζει... θροτ θροτ... η απάντηση πάντως πουθενά, άφαντη, σαν τον Παναή, μη την είδατε... αυτά τα σκοτάδια όμως... λέω... παίρνουν μαζί τους στο έρεβος, και θάβουν... φτυαριές φρίκης... τελευταίες λέξεις... η Φρίκη! η Φρίκη!... ω! κι εσείς εδώ κύριε Κούρτζ; λείπει μωρέ ο Μάρτης απ’ τη σαρακοστή; έλα μου ντε... μα... που είχαμε μείνει; α! για τα σκοτάδια... που θάβουν το λοιπόν και τους ζωντανούς... τρόπος του λέγειν δηλαδή... ναι τα άτιμα, τι σου είναι ρε τα ρημάδια...

text: saunterer – Unreleased & demo stuff... 
music: Sol Invictus – Once Upon A Time, S/T CD, Auerbach Tonträger 2014.


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

To στυλ Μάης ’68



Μέρες που είναι, θ’ αρχίσουμε να διαβάζουμε πάλι από δω κι από κει στο δίκτυο κι αλλού, διάφορα ωραία, αλήθειες, μυθεύματα, σοβαρά και γραφικά, πέστε τα όπως θέλετε, για κείνον τον Μάη, τον γαλλικό, του ’68.
Δεν είμαι ειδικός επί του θέματος, αν και τόσα χρόνια από δω κι από κει έχω διαβάσει πολλά, σε φάση δηλαδή υπερβολικής δόσης οπότε κάνω κράτει πια, νισάφι που λένε...
Το παρακάτω μικρό απόσπασμα όμως από μια πρόσφατη συνέντευξη του Ζεράρ Ντεπαρτιέ, αν μη τι άλλο δίνει μια διαφορετική οπτική και –έστω λίγη, μια μπουκιά τόση δα- τροφή για σκέψη... σε όσους θα ήθελαν δηλαδή... να σκεφτούν.

"Ο Ντεπαρντιέ παραδέχθηκε ότι όταν ήταν μικρός έκλεβε και ότι είχε συλληφθεί για αυτό…. ενώ αποκάλυψε ότι στις μεγάλες πορείες του Μάη του ΄68 εκείνος βρισκόταν στο Παρίσι, όχι για να διαμαρτυρηθεί μα για να κλέψει, όπως είπε, ρολόγια και κοσμήματα από τους διαδηλωτές... «Ήταν όλοι τους πλουσιόπαιδα, ο πατέρας μου πουλούσε την εφημερίδα του γαλλικού Κ.Κ. L’Humanité, αλλά δεν ήξερε να διαβάζει: ήταν αναλφάβητος», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια".

Αν λάβουμε υπόψιν μας και την επιεικώς σιχαμερή, κατάληξη κάποιων εκ των πιο λαμπερών παιδιών του (του Μάη ντε), ανάμεσά τους και τους Έλληνες σπουδάζοντες εκεί τότε,  ίσως να μην και είναι τόσο υπερβολική η άποψη του Ντεπαρτιέ, τουλάχιστον για το καθόλου μικρό κομμάτι εκείνο, που προσομοιάζει ανησυχητικά με τους δικούς μας πάλαι ποτέ Ρηγάδες.

Όσο για το μέλλον που λέει η αφίσα... λέτε να το είχε από τότε στο μυαλό του, κάτι σαν όραμα που καταφτάνει καβάλα σε βόμβα που πέφτει από αεροπλάνο, ο Κον-Μπεντίτ;



Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Το καφενείο



«Πάω στο καφενείο, τι χαρά!»
Μιχάλης Μπούκλης

Μ αρέσει το καφενείο. Πηγαίνω από μικρός. Κάναμε κοπάνα απ το γυμνάσιο κι ερχόμασταν στο κέντρο για να πάμε στο Αιγαίο (δεν θυμάμαι αν στο τέλος είχε και «ν»), το Αχίλλειο –πριν αλλάξει, εκμοντερνιστεί και γίνει στέκι της Βανδή μια εποχή που ήταν φοιτήτρια- και το Ματζέστικ.
Αμφότερα στην παραλιακή, από τότε που έκλεισε και το Ματζέστικ που ήταν το πιο αγαπημένο μου, παραλία κάθομαι μόνο σε παγκάκι. 

Ήταν ωραία στο Ματζέστικ έλεγα, ήταν περίπου σαν κι αυτό της φωτογραφίας πιο πάνω χωρίς πλάκα! (λέτε να είναι αυτό; καθόλου απίθανο να υπήρχε από τότε...)
Συνέχισα λοιπόν να πηγαίνω εκεί, μέχρι τη μέρα που έκλεισε κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’90 θα πρέπει να ήταν, ή αρχές 00 δεν θυμάμαι και καλά. Αν κάποιος αναγνώστης έχει δυνατότερη μνήμη ας με διορθώσει. 

Τα καλύτερα χρόνια του όμως ήταν εκεί μέσα με τέλη του ’80, και αρχές του ’90.
Φρικιά, πανκιά, κουλτούρα, διανόηση, ζητιάνοι και τρελοί - κάθε αξιοπρεπές καφενείο έχει τους τρελούς του- ενωμένοι με αστούς συνταξιούχους της γειτονιάς, που έβγαιναν κουστουμαρισμένοι κι ατσαλάκωτοι να πιουν τον ελληνικό τους. Ο Γιώργος ο ψηλός καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, πάνω κάτω όλη την ώρα με τον δίσκο στα χέρια, και να περνάει απ το τραπέζι μας και να μας λέει ότι θέλει να του δώσουμε όλοι από μια φωτογραφία μας να μας καδράρει στον τοίχο και να καμαρώνει για τους εκλεκτούς πελάτες του. Τέτοια μούτρα που είχαμ’ όλοι.
Εγώ πάντως, με το ροκαμπιλάδικο κοκοράκι μου, ήμουνα ο πιο σεμνός, των υπολοίπων το μαλλί κυμαινόταν από τον φοίνικα των Κιούρ μέχρι μοϊκάνα... 

Ωραίος ήταν κι ο άλλος ο σερβιτόρος, ένας χοντρούλης ασπρομάλλης που θα μπορούσε να έχει σερβίρει και τον Γεώργιο τον Α λίγο πριν τη δολοφονία του εδώ στην πόλη.  
Ήσουνα πάντως πούδρας όταν έπιανες τραπεζάκι έξω, με τον Θερμαΐκό φάτσα κάρτα να χρυσίζει από τον ήλιο (μπορεί να ήταν και τίποτα κουράδες, δεν ξέρω) και το ανοιξιάτικο αεράκι να σου χαλάει το μαλλί. 
Ο Πλούτο των Mushrooms, συνήθως κάπου εκεί γύρω να ψάχνεται για να γίνει, του είχαμε συστήσει και την άκρη μας ένα φεγγάρι, πολύ καλό παιδί, Θεός σχωρέστον.
Και τον χειμώνα όμως, κάτι Σαββατιάτικα κρύα πρωινά ύστερα από βινυλότσαρκα στο Ρόλιν Άντερ και βιβλιότσαρκα στου Ραγιά, έπιανες τραπέζι δίπλα στη σόμπα, γλυκοκοίταζες τα εξώφυλλα των δίσκων, φυλλομετρούσες τα βιβλία, κι ύστερα κάρφωνες το βλέμμα στη θάλασσα σαν παλιός ναυτικός. Άρχοντας σας λέω.

Εκείνες τις εποχές πηγαίναμε και στο Αστόρια (υπάρχει ακόμη, «μοντέρνο» πια και τούτο) στο Ναβαρίνο. Καλό κι αυτό, όχι σαν το Ματζέστικ, αλλά μας έπεφτε πιο κοντά. Εκεί βέβαια θα συναντούσες σχεδόν καθημερινά, τον παραγνωρισμένο γίγαντα της Σαλονικιότικης ποίησης, του οποίου ένας στίχος ανοίγει αυτό το κείμενο, τον συγχωρεμένο Μιχάλη Μπούκλη.
Να παίζει πάντα τάβλι γκρινιάζοντας, βρίζοντας, κάνοντας προσευχές όταν δεν είχε ρέντα, απαγγέλοντας αρχαία ελληνικά ρητά και τραγουδώντας παλιά ρομαντικά τραγουδάκια με την ένρινη μπάσα φωνή του, όταν του χαμογελούσε το ζάρι.
Μπορεί επίσης να παρατηρούσες έκπληκτος και κάποιον από την χαρούμενη και χαμογελαστή παρέα μας, να προσπαθεί να μαζέψει με το χέρι του από την πλάτη ενός ανύποψίαστου παππουδερoύ, την φτυσιά που μόλις είχε εκτοξευτεί απ το στόμα του και στο τέλος επιτυχώς να την τοποθετεί ξανά πίσω στη γλώσσα του... Ήταν το μισό τριπάκι που βήχοντας του έφυγε.

Πολύ καλά περνούσαμε κι εκεί, αν μας τη βαρούσε σηκωνόμασταν και παίζαμε με τα άρβυλα μπάλα στην πλατεία. Άμα βαριόμασταν και την μπάλα πηγαίναμε στα ηλεκτρονικά λίγο πιο πέρα, μια οπτασία ήταν κι εκεί, φλιπεράκι, Σανγκάη κι άγιος ισχυρός, αλλά σήμερα μιλάμε για τα καφενεία, οπότε δεν δίνω άλλες λεπτομέρειες για το θέμα.
Από καφέδες εννοείται ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από φραπέ κι ελληνικό. Κάτι φρέντο και πουτσίνο ούτε τα είχαμε φανταστεί.

Μετά άρχισαν ν ανοίγουν τα «μοντέρνα» καφενεία, μετά τα «παραδοσιακά», και τώρα πλέον γίνεται της πουτάνας... αλλά πως να το κάνουμε, ούτε γω έχω είμαι ίδιος ούτε όμως και τα καφενεία είναι πια αυτό που ήταν κάποτε...

Πηγαίνω ακόμη καμιά φορά πάντως, υπήρχε και υπάρχει ακόμη ο Πύργος στο Ντορέ, καλό κι αυτό, μου πέφτει πλέον λίγο μακριά, αλλά άνοιξη και καλοκαίρι την ώρα που έρχεται το βραδάκι είναι χάρμα... αν δεν έχει βέβαια κανένα ματς να γκαρίζει η τηλεόραση τέρμα...

Πιο κοντά στο σπίτι, έχω βρει δύο τρία που μ αρέσουν, μα έχουν όλα μουσική, κι έχουν βάλει κάτι ωραία γκομενάκια να σερβίρουν, ένα είδος εναλλακτικού κονσομασιόν, και αλλάζει η ατμόσφαιρα... είμαι ανατολίτης στο θέμα αυτό, το καφενείο πρέπει να είναι τόπος να μιλήσεις και ν ακούσεις τον άλλον να μιλάει, άντε κι αν είσαι χαρτόμουτρο να παίξεις πρέφα... ή έστω, μιας που οι φίλοι είναι χαμένοι ο καθένας στον μικρόκοσμό του ανεβαίνοντας τον δικό του Γολγοθά, κι οι άγνωστοι χωμένοι στη μικροοθόνη τους, ν αράξεις μόνος, να χαζέψεις έξω τον δρόμο, τον κόσμο, να σκεφτείς... όχι ν ακούσεις μουσική και να χαλβαδιάζεις γκομενάκια... τα μπαρ τι τα έχουμε;


Έγραψα και τη λέξη κλειδί, την «οθόνη»... το τι γίνεται τα τελευταία χρόνια με τα κινητά και τα φορητά ρε παιδί μου... όλοι μια οθόνη κοιτάζουν... ακόμη και στα λαϊκά καφενεία στις γειτονιές, τηλεόραση, ειδήσεις και μπάλα... και να ‘ταν μόνο εκεί... όλοι, παντού μια οθόνη κοιτάζουν... ακόμη κι αυτή τη στιγμή εσείς κι εγώ! άσε άσε σας λέω, από τη μια οθόνη ο άλλος η κατάστασης, δε μας χωράει πια ο τόπος.
Ευτυχώς έχω να σκέφτομαι και να παίρνω θάρρος, ότι με περιμένει πάντα το θρυλικό καφενείο της Χρυσούλας, εκεί στο χωριό στη Κρήτη που πηγαίνω τα καλοκαίρια, όπως και πολλά άλλα παρόμοια, σπαρμένα μέσα στα βουνά, όπου μπορείς να κάτσεις και να πιεις τον καφέ σου και τις ρακές σου κουβεντιάζοντας με ντόπιους κι ξενομπάτηδες για τα τρέχοντα αλλά και τα επέκεινα, γνωρίζοντας ξανά... τον άνθρωπο, όπως μόνο στο καφενείο μπορείς να τον γνωρίσεις, που λέει κι ένας φίλος απ’ το νησί, που έχει τα χρονάκια του και την πείρα...

Όλα αυτά τα σκέφτηκα που λέτε, μετά που διάβασα μια προπέρσινη συνέντευξη του
αειθαλούς ενενηνταεπτάχρονου Λόρενς Φερλινγκέτι, όπου μεταξύ άλλων ωραίων αναφέρονται και τα εξής:

Από το παράθυρο του γραφείου του ο Φερλινγκέτι αγναντεύει τη γειτονιά του Νορθ Μπιτς, τη γειτονιά του που αλλάζει λέει, όπως και ολόκληρο το Σαν Φρανσίσκο.
Πάρτε για παράδειγμα το αγαπημένο του καφενείο της γειτονιάς, όπου μας λέει, πλέον κανείς δεν μιλάει σε κανέναν, γιατί απλά όλοι κοιτάζουν μπρος σε μια οθόνη. 
«Χθες το πρωί πήγαινα προς τα εκεί και διασταυρώθηκα μ έναν τύπο. Του είπα 
Καλημέρα’’ μα δεν με κοίταξε καν. Απλά με προσπέρασε» αναθυμάται γελώντας.

Και μπορεί με τον αγαπητό Λόρενς να μας χωρίζουν πέραν όλων των άλλων και πενήντα χρόνια διαφορά, αλλά αυτήν ακριβώς την αίσθηση έχω και γω για το συγκεκριμένο θέμα... και για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο γενικότερα.


Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

ένα μάτσο βιόλες




Ε λοιπόν παιδιά, να με συγχωράτε να πούμε, αλλά όχι, δεν είμαστε όλοι Παριζιάνοι (ποιος τους χέζει τους Λιβανέζους αν δεν πρόκειται για φαΐ, ούτε ένα κερί δεν χαραμίζουμε για αυτούς, δεν λέμε να πάμε λιτανεία έξω απ’ τη πρεσβεία τους… που ακούστηκε), όπως δεν ήμασταν όλοι Σαρλί προψές, όπως δεν ήμασταν παράπλευρη απώλεια, μια φαντασμαγορική όπως την βλέπαμε από τη τηλεόραση, νύχτα κάποτε στο Βελιγράδι, την Ατζαμπίγια (και που στο μπούτσο πέφτει αυτή;) ή τη Βαγδάτη, δεν ήμασταν χθες όλοι Ρώσοι τουρίστες επιβαίνοντες σε μοιραίο αεροπλάνο, όπως δεν ήμαστε τα τελευταία χρόνια, συριακή ψαροτροφή για τα ψάρια του Αιγαίου.

Είναι ο τρόπος που έγινε θα μου πεις… εκεί που κάθεσαι και πίνεις τον καφέ σου αχνιστό με την παχιά κρέμα ή βλέπεις την συναυλία σου ρουφώντας το τσιγαριλίκι και την παγωμένη μπύρα… έλα μου όμως που πάντα κάπως έτσι γίνεται… για τον παρά, τον Θεό, τον βασιλιά, ή τη δημοκρατία… ότι βρεθεί πρόχειρο, αλλά βασικά για τον παρά, αν κι ο θεός φαίνεται να κρατάει γερά, έχει ρεύμα ακόμη… σκέψου ότι κι ο κανίβαλος εκεί που κάποτε καθόταν και ονειρευόταν το κότσι του γείτονα από την διπλανή σαβάνα, έσκασε ο χλωμός πρόσωπος και τους άρχισε στις βουρδουλιές και αυτόν και τον γείτονα και πάρ’τους κουπί στη γαλέρα νύχτα μέρα, και ο Χασάν –τώρα μπορείς κι εσύ- εκεί που τραβούσε τον γάμο με το αϊφον (που το βρήκε ο πούστης; να του το πάρουμε! μόνο εμείς είμαστε άξιοι να το κρατάμε το ιερό), του ήρθε η βόμβα απ’ τον ουρανό απ’ το φραντσέζικο μιράζι να πούμε, χάρη του έκανε και τον έστειλε μια ώρα αρχύτερα αγκαλιά με τα Ουρί του παραδείσου (όπως έχει πει και μια μεγάλη εγχώρια προσωπικότης)…

Έτσι και χθες… σου έρχεται ο άλλος ζωσμένος με τα φυσεκλίκια και τη κουμπούρα στο χέρι, και σου λέει ντεθ μεταλ θες φίλε; τώρα θα σου δείξω εγώ τι εστί… πάρε και τον ντεθ πάρε και τον μέταλ, πάρε να ‘χεις γενικά, και δώστου μπάμπα και δώστου μπούμπα… θα μου πεις το ίδιο μετράει η ζωή του κάθε Ατζαμπιγιανού μ’ αυτή του Παριζιάνου; Έλα μου ντε, μη τα ισοπεδώσουμε όλα, πρίγκιπες, δούκες, βλάχοι και φελάχοι ίσα και όμοια?

Μα ακόμη και οι Παριζιάνοι δεν είναι όλοι Παριζιάνοι σαν τους 129 ή πόσο θα κάτσει το κοντέρ τελικά, ούτε όλοι οι Ρώσοι Ρώσοι σε αεροπλάνο που πέφτει, ούτε όλοι οι Σύροι ψαροτροφή. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε…

Εν δυνάμει ναι, μπορεί… δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή με τους παλαβούς που έχουμε μπλέξει δώθε κείθε, και είναι πάντα άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου… αλλά προς το παρόν η βασική διαφορά μας είναι ότι εμείς είμαστε ακόμη ζωντανοί, καθόμαστε πάνω στον κώλο μας, έστω τον χεσμένο απ’ τον φόβο μα ακόμη ζεστό και αχνιστό, και ως γνωστόν, ότι και να σου λένε οι άλλοι, ξέρεις εσύ… το σύμπαν ολόκληρο είναι εκεί που ‘ναι ο κώλος σου, κι αυτός ο άτιμος δεν κατέχει άλλο πράμα απ’ το μακριά του να ‘ναι το κακό κι ότι αρπάξει… όταν ο κώλος ομιλεί, φιλοσοφία δεν χωρεί.

Για να πούμε και για τα δικά μας, ούτε είμαστε όλοι Έλληνες, της κρίσης δουλικά, άνεργοι, καταθλιμμένοι ή αυτοκτονημένοι…μια χαρά τους βλέπω εγώ μερικούς μερικούς, τροφαντούς τροφαντούς, δεξιούς και αριστερούς… έχουν φροντίσει αυτοί ή ο μπαμπάς κι είναι γεμάτα τα αμπάρια, δεν μασάνε από χαμπάρια, μας έχουν γραμμένους στα παπάρια… ο χορτάτος τον πεινασμένο λέει δεν τον καταλαβαίνει, ούτε ο χαρούμενος το πικραμένο και βέβαια ούτε ο ζωντανός τον πεθαμένο…

Αλλά συμφωνώ πρέπει κάτι να κάνει κανείς με όλα αυτά… δεν είμαι να γαυγίζω σαν κωλόσκυλο για ασφάλειες, κινδύνους, ξέφραγα αμπέλια και αηδίες, ούτε να πηγαίνω με αλληλέγγυα ρεσό και ψόφια λουλούδια έξω από πρεσβείες, αλλά ίσως πρέπει να εκφράσω την αμέριστη συμπαράσταση, την οργή, την αγανάκτηση, τον αποτροπιασμό, να στείλω τα συλλυπητήρια μου στις οικογένειες διαδικτυακώς, μπορεί όταν τελειώσω τούτο ‘δω, να γράψω και κανένα σπαραξικάρδιο αγαπησιάρικο άρθρο, συναισθηματικό που γουστάρουν και οι γκόμενες, έτσι να το τελειώσω ως άλλος Ιησούς με ένα μεγαλοπρεπές «αγάπη μόνο», λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο… να τον αγαπάς, τέτοιος που είναι… ο κόσμος.
Συγχαρητήρια πάντως σ’ αυτούς που τα καταφέρουν έστω και μόνο να το λεν και να το γράφουν… πραγματικά είναι μεγάλοι, τεράστιοι, γαμούν και δέρνουν.

Δεν αρκούν όμως αυτά…θα στείλω και το παλιό μου μπουφάν στην Ειδομένη, έτσι κι αλλιώς μόνο χώρο πιάνει στη ντουλάπα, και σίγουρα θα περάσω και το βράδυ για μια μπύρα από την συναυλία που τα έσοδά της πηγαίνουν στους προσφυγές πριν καταλήξω σε κάποιο εναλλακτικό μπαρ για ένα (επίσης εναλλακτικό) ποτό, και τέλος για σουβλάκια (απλά, συνηθισμένα αυτά). Θα νοιαστώ για όλους πρώτα, και μετά ύπνο…του δικαίου.

Όχι, όχι παιδιά λυπάμαι, δεν είμαστε όλοι Παριζιάνοι… μεταξύ μας, ειδικά για χθες το βράδυ, κι ευτυχώς δηλαδή… το πολύ-πολύ έτσι που μας κόβω, όλοι και όλες να είμαστε ένα μάτσο βιόλες. 



Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

make it rain



Για εκείνο το χαμένο συναίσθημα της πληρότητας, αλλά και της γλυκιάς μελαγχολίας από την ενστικτώδη κατανόηση του εύθραυστου και εφήμερου της στιγμής, που ανέδυε η γη μαζί με τη μυρωδιά του χώματος μετά την βροχή…όταν περπατάς πάνω του και είσαι παιδί και μπαίνει η άνοιξη, και όλος αυτός ο κόσμος –ο μικρός ο μέγας- είναι δικός σου.
Για το κενό της φετινής που έρχεται σιγά σιγά, το κενό που πλέουμε μέσα του.
Και για τη μαυρίλα που έχει εγκατασταθεί για τα καλά και δεν λέει να φύγει μέσα στο μυαλό.
Τους φίλους που έχουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κι εγώ έχω ξεμείνει στο πέμπτο, το πιο μακρινό.
Τ’ αδέρφια Reid, τους δύο Σκοτσέζους που ήταν ευτυχισμένοι όταν έβρεχε και το τραγούδησαν ωραία.
Τα τσιγάρο που βράχηκε. Το νερό στο παπούτσι. Τη σταγόνα στο πρόσωπο. Τον δρόμο ποτάμι…ακόμη κι αυτό όμως βγαίνει στη θάλασσα.
Γιατί όλοι κάπου, κάποτε ακούσαμε τα σκυλιά της βροχής να ουρλιάζουν κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα, και είδαμε όλες τις γέφυρες να καίγονται -ή μήπως είμασταν εμείς οι εμπρηστές?-, και νιώσαμε…Stranger in the rain…και σαν βρεγμένες γάτες.
Και βρέχει ακόμη -πάντα- στις φτωχογειτονιές, ψεύτη κόσμε, μα ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται λέγανε στο χωρίο, κι όταν πιάνει να βρέχει και πρέπει να προχωρήσεις, προχώρα ίσα μέσα στην βροχή αφού όσες προφυλάξεις να πάρεις στο τέλος θα βραχείς, λέγανε παλιά, μίλια μακριά και ανατολικά οι Σαμουράι στο Hagakure.
Οι μύγες τσιμπάνε το καλοκαίρι πριν την βροχή, και μου έλεγε ο παππούς «θα βρέξει».
Και το χειμώνα κάθε που είναι να γυρίσει ο καιρός, με γδέρνει μια βαθιά παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου.
Για όλους τους ιθαγενείς του κόσμου που επιμένουν αν χορεύουν τον χορό της βροχής, κρατώντας έτσι, παράδοξο αυτό αλλά αληθινό, τις παλιές φωτιές αναμμένες.
Ενόσω οι φρεσκοξυρισμένοι ατσαλάκωτοι  που μας ορίζουν έχουν ξεχάσει πότε βράχηκαν –όχι στο βρακάκι τους- για τελευταία φορά.
Και εντάξει να ‘σαι στεγνός από ψιλά κι από τσιγάρα, από συναισθήματα όμως?
Μέχρι να βρέξει μη ψάχνεις για καταιγίδες, μη μετράς τις απώλειες μέχρι να έρθει ένας –ο- πόλεμος.
Με κρωγμούς φεύγουν τα πουλιά πάνω στον μαύρο ουρανό, οι άνθρωποι σιωπούν, πονάει το αίμα μου απ’ την αναμονή.
Για όλους τους λόγους που απαριθμεί ο μπαρμπα Τομ, και μπορώ να σου βρω χίλιους άλλους, μικρούς και μεγάλους.
Γιατί –μετά την μεγάλη φωτιά βέβαια- μια βροχή θα μας σώσει…κι ας είναι αυτή σκληρή…
Καλώς να πέσει λοιπόν…
Κάτι ακόμη...μέχρι το τέλος, θα θέλω να μάθω, έχεις δει ποτέ την βροχή?
Make it rain.


Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

τσόντα με υπόθεση


Αργόσχολοι μου αναγνώστες, μόνο εσείς θα καταφέρετε να διαβάσετε το παρακάτω…εσείς και όσοι άλλοι τους έχει χτυπήσει κατακέφαλα η ζέστη, η ξεραΐλα και το άγχος …όπως τον γράφοντα. Γι’ αυτό και ανεβάζω Παρασκευή να έχετε όλη την άνεση του Σαββατοκύριακου μπροστά σας όσοι δεν πάτε για μπάνιο, να εντρυφήσετε…στα μυστικά της τσόντας, και όχι μόνο. 

Τώρα τελευταία, ένα βράδι απ’ αυτά τα ζεστά των ονείρων της θερινής νυκτός, που ξέρεις…είμαι τόσο βαρεμένος απ’ τη ζέστη και την κούραση, και το μόνο που καταφέρνω και κάνω είναι να ξαπλώνω στο κρεβάτι με τον ανεμιστήρα απέναντι, να κοιτάω το ταβάνι και να καπνίζω, έχοντας βέβαια πάντα δίπλα μισάνοιχτο κάποιο βιβλίο, με τον σελιδοδείκτη της Πρωτοπορίας «Παρανοϊκός είναι εκείνος που αρχίζει και καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω μας» όπως έχει γράψει ο παππούς, σαν τέλειο άλλοθι στον εαυτό μου ότι και καλά κάτι κάνω, ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν εκεί που σκεφτόμουν τους ανέμους τα ύδατα και όλα τα στοιχειά της φύσης, θυμήθηκα! 

Την πρώτη φορά που είχα πάει να δω τσόντα στο σινεμά. Το πώς έφταξε ως εκεί η σκέψη μου θα σας το αποκαλύψω στο τέλος, οπότε πάμε μια βόλτα ως τον σινεμά που λέγαμε. Το σκηνικό, για να καταλαβαινόμαστε, λαμβάνει χώρα στα άγρια πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 (αν και αυτό το early eighties μ’ αρέσει πιο πολύ, ας επιμείνω εγχώρια), όπου ανάμεσα σε όλα τα’ άλλα, καλά και στραβά όπως κάθε εποχή, υπήρχε και ένας κινηματογράφος σχεδόν απέναντι από το σπίτι μου, στην διαολότρυπα όπου είχα γεννηθεί. 

Ως εκείνη την μέρα τιμούσα το ταμείο συχνά πυκνά ειδικά κάτι Τρίτες που είχε θρίλερ με ζόμπι και δαιμονισμένους, καρχαρίες η τίποτα γκοτζίλες (oh no! they say he’s got to go, Go Go Godzilla!!!), και Πέμπτες που έβαζε καμπόικα. Βασικά και καράτε (μέχρι και με μαύρους! σαν να λέμε γουέστερν με κινέζους) έχω δει πολύ, αλλά δεν θυμάμαι την μέρα που έπαιζαν. Πάντως οι Δευτέρες πλην εκείνης της βροχερής και μοιραίας που θα αναφερθώ, ήταν απαγορευμένες για το μπόι μας, αλλά αυτό δεν θα κρατούσε για πολύ. Ως ιδανικά θύματα των αδηφάγων σαγονιών της μηχανής που άλλο δεν κάνει απ’ το να μασουλάει παιδικά και εφηβικά όνειρα αφοδεύοντας τα στον βόθρο των χαμένων ονείρων: ο αχόρταγος, ή η ραμπόνα η ρουφήχτρα ή έχουν πολλά ονόματα τα διαόλια και κάτι τέτοιοι βόθροι, είχαμε βιαστεί και ‘μεις με το ζόρι να μεγαλώσουμε.

Στα ηλεκτρονικά ήδη μπαίναμε, τα μαλλιά μάκραιναν (εμείς είμαστε rock), είχαμε κλέψει ποτά από την κάβα της αδερφής του ταρζάν (παρατσούκλι), τα ρουφήξαμε απ’ το μπουκάλι μέχρι τον πάτο κάτω από την γέφυρα κοιτώντας τα φώτα των αυτοκινήτων που χάνονταν στον δρόμο, πετώντας και καμιά πέτρα σαν καλά τσογλάνια που ήμασταν, μέχρι που έσβησαν όλα μέσα σε λιποθυμίες και εμετούς, κάποιοι ήδη αγόραζαν τα πρώτα τους πακέτα και τους κάναμε τράκα, είχαμε όλοι παίξει ξύλο, είχαμε κάνει την πρώτη κοπάνα παρέα με κάτι γύφτους συμμαθητές που μετά από λίγο αποφάσισαν να ασχοληθούν επαγγελματικά μ’ αυτό το σπορ και δεν τους ξανάδαμε, έμεναν τα σκοτεινά, απαγορευμένα και γι’ αυτό ακόμη περισσότερο δελεαστικά, κάστρα του μπαρ και της τσόντας. 

Για το μπαρ όπως φυσικά και για της γυναίκες είχαμε ανηφόρα μπροστά ακόμη, και το ξέραμε, για την τσόντα όμως…Τα πιο μαγκάκια απ’ τα πίτσκα της πρώτης γυμνασίου, μαζί τους και ένας από την παρέα μας, είχαν κάνει την κίνηση και είχαν περάσει απ’ το φεις κοντρόλ του ταμείου με τιμές ώριμων αξιότιμων ενήλικων…από αγάπη ή από απληστία να μην έβλεπε ο σχωρεμένος ο μπαρμπα Αντώνης ο σινεματζής?…Κάπως έτσι όπως ήταν και το αναμενόμενο, σε διάστημα λίγων Δευτέρων, μπήκαμε στη σειρά και ακολουθήσαμε όλοι οι υπόλοιποι…Αφετηρία και τέρμα πάντα τα ηλεκτρονικά (η μπαλάκια όπως τα έλεγαν οι πιο παλιοί). Μαζευτήκαμε λοιπόν οι μελλοτσόντοτοι, λίγοι μπαρουτοκαπνισμένοι και πολλοί νέοι, χαιρετήσαμε τον Ανέστη, μέγα Καίσαρα των ηλεκτρονικών (η μπαλακίων) που όπως πάντα πήγαινε πάνω κάτω με έναν δίσκο στο χέρι που ότι και να είχε πάνω από φραπέδες μέχρι μπύρες αυτός φώναζε «τόοοστ», κάτι σαν λέξη-ματσέτα που άνοιγε χώρο μέσα από την ζούγκλα, και κινήσαμε αγχωμένοι και ερυθρόδερμοι οι περισσότεροι…φτάσαμε γρήγορα αφού ήταν σχεδόν απέναντι, πληρώσαμε -δεν ξέρω για τους άλλους αλλά εγώ κοιτούσα συνέχεια το πάτωμα μη τυχόν και βρει το φως του σε μένα ο σίνεμα μαν που σας είπα πιο πάνω-, και αφού δεν συνέβη το θαύμα του αόμματου εκείνη την Δευτέρα, διεισδύσαμε βιαστικοί, βιαστικοί στα άδυτα της αίθουσας. 

Τότε δεν είχε φτιαχτεί ακόμη εκεί γύρω καπί, και έτσι υπέθεσα ότι το σινεμά ήταν κάτι ανάλογο για την γερουσία των πρώτων σειρών που απολάμβανε το έργο παρεμβαίνοντας φωναχτά με καίρια σχόλια στα επίμαχα σημεία. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν η γνωστή ενήλικη φυλή των σινεφιλ που ήξερα, δηλαδή του γκάμερα, του γκοτζίλα, των καράτε και των άλλων αριστουργημάτων που είχαμε πραγματικά την τύχη να μεγαλώσουμε μαζί τους. Τα πετρελαιοβάρελα που γεμισμένα με ροκανίδι ζέσταιναν τους χειμώνες την αίθουσα,  ήταν στην θέση τους μπουμπουνισμένα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα υγρής θαλπωρής, ο ήχος των τα μπουκαλιών της φάντας που τελειωμένα ρόλαραν από την γαλαρία μέχρι τις πρώτες θέσεις, τρομάζοντας τα αρούρια που συνήθιζαν να περιφέρονται καμιά φορά ανάμεσα στα πόδια μας, ήταν εκεί κι αυτός, και το μόνο καινούργιο πέρα βέβαια απ’ αυτά που διαδραματιζόταν επί σκηνής, ήταν μερικές ξεβίδωτες καρέκλες από διάφορες μεριές της σκοτεινής αίθουσας που πήγαιναν μπρος πίσω κάνοντας θόρυβο και σπάζοντας το μπαράζ των αναστεναγμών που χυνόταν κυριολεκτικά απ’ τα ηχεία. Ο Τάσος, ο ξέμπαρκος ο ναυτικός, το τζάνκι με τα μανίκια τα τατουάζ, το χαμένο κορμί, ο τρελός με τα μάτια του Δράκουλα, που μπορούσε να πάρει κάποιον βόλτα με την μηχανή να πέσουνε στην επόμενη στροφή και στην άρνηση του άλλου να ξανανέβει για να συνεχίσουν, να τον κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια και να τον ρωτήσει οργισμένος: «Φοβάσαι να πεθάνεις???», έκανε τον περισσότερο θόρυβο.
Για να μη μακρηγορώ (που αυτό ακριβώς κάνω) φαντάζεστε υποθέτω τι είδαν εκείνο το βράδυ τα μάτια μου, και κόντευαν να πεταχτούν έξω, και τελικά παρ’ όλη την πρότερη εξάσκηση τους με τα Ταρατατά και τα Σκάνδαλο που είχα βρει στην κρυψώνα του αδερφού δεν κατάφεραν να αποφύγουν την αποκόλληση αμφιβληστροειδούς… 

Και φτάνω στο σημείο που ξεκίνησα…όταν επιστρέψαμε στην βάση, στον Καίσαρα δηλαδή, αφού δεν μπορούσαμε να την βγάλουμε στην ψύχρα και να την παίξουμε ή έστω να πάμε στην τουαλέτα γιατί ποιος το άντεχε μετά το δούλεμα, όλοι συνεχίσαμε σαν να μη τρέχει δήθεν τίποτα και πιάσαμε τις συνηθισμένες ασχολίες. Άλλος τράβηξε (που πάει ο νου σας?)…για ποδοσφαιράκι ηλεκτρονικό, άλλος για αναλογικό, άλλος για γορίλα, ένας τέταρτος κάθονταν και μάθαινε ξερή απ’ τα παππουδερά, και οι υπόλοιποι, μαζί κι εγώ με υποτίθεται αδιάφορο ύφος και απαράμιλλο άνετο στυλ, πήγαμε για μπιλιάρδο…γαλλικό. Εκεί λοιπόν με τις στεκιές για υπόκρουση, από ένα διπλανό τραπέζι όπου μόλις είχαν καθίσει δύο αρκετά μεγαλύτεροι μας και ανέλυαν την ταινία, ακούστηκε το ένα και μοναδικό, το κρίσιμο στοιχείο του εγκλήματος, που έκανε σ’ αυτό το έργο την διαφορά. Δεν ήταν απλά η τσόντα…όχι φτωχέ και μικρέ μου φίλε που δεν μπορείς να μετρήσεις πόσα έχεις ακόμη να μάθεις στην ζωή σου, τόσα πολλά που είναι…ήταν το ότι αυτή η συγκεκριμένη που είχαμε δει, ήταν τσόντα με υπόθεση!
Εγώ βεβαία σαν πρωτάρης τότε δεν μπορούσα να έχω μέτρο σύγκρισης, αλλά το περισπούδαστο ύφος του αναλυτή με έπεισε να το βάλω καλά στο κεφάλι μου και με τον καιρό, αφού εντρύφησα περαιτέρω στο είδος, αφού ωρίμασα αρκετά και έπηξε αυτό το λίγο έστω μυαλό που κουβαλάω, μπόρεσα τελικά να συνειδητοποιήσω τα σημεία και τα στοιχεία που διαφοροποιούν την απλή τσόντα από αυτή «με υπόθεση».

Ούτε αυτά όμως θα τα αναλύσω τώρα, μιας που ούτε εκεί είναι το θέμα. Το θέμα (αν υπάρχει κάτι τέτοιο, το έχουμε ξαναπεί) είναι ότι απόψε τόσα χρόνια μετά, σκέφτομαι ότι αυτός ο  amateur μεν μα καθόλου πρόχειρος κριτικός κινηματογράφου, εκείνο το βράδυ εν άγνοια του ή μπορεί και όχι, φανέρωσε ένα τεράστιο μυστικό που μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις…γιατί αν η καλή τσόντα χρειάζεται οπωσδήποτε υπόθεση, τι να πούμε για την ζωή ολόκληρη?  Πόσο μάλλον όταν συχνά μπορείς, αντέχεις και συνεχίζεις να την ζεις σαν συναισθηματική μαλακία όπου ο κόσμος γλιστράει στο πλάι, κι εσύ νιώθεις να βυθίζεσαι ολόκληρος και παντού…ακόμη και κακή τσόντα να είναι (η ζωή), μια τεράστια όρθια κίτρινη μύξα ή μια αχνιστή κουράδα που βρωμάει χωνεμένη μπύρα απ’ τη κόλαση, ας έχει τουλάχιστον μια κάποια υπόθεση, ένα υποτηπόδες σενάριο για αρχή -μετά αυτοσχεδιάζεις- δεν χρειάζεσαι και πολλά όπως έχει πει και ο σκηνοθέτης στην πάνω-πάνω φωτογραφία, που να είναι όμως συνυπογραμμένο (έστω, μην είμεθα πλεονέκτες) από μας…

Συμπέρασμα: Spit it out or kiss and swallow.
Thanks for your patience, have a goodnight.