Για εκείνο το χαμένο συναίσθημα της
πληρότητας, αλλά και της γλυκιάς μελαγχολίας από την ενστικτώδη κατανόηση του
εύθραυστου και εφήμερου της στιγμής, που ανέδυε η γη μαζί με τη μυρωδιά του
χώματος μετά την βροχή…όταν περπατάς πάνω του και είσαι παιδί και μπαίνει η
άνοιξη, και όλος αυτός ο κόσμος –ο μικρός ο μέγας- είναι δικός σου.
Για το κενό της φετινής που έρχεται σιγά σιγά, το κενό που πλέουμε μέσα του.
Και για τη μαυρίλα που έχει εγκατασταθεί για τα καλά και δεν λέει να φύγει μέσα στο μυαλό.
Τους φίλους που έχουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κι εγώ έχω ξεμείνει στο πέμπτο, το πιο μακρινό.
Τ’ αδέρφια Reid, τους δύο Σκοτσέζους που ήταν ευτυχισμένοι όταν έβρεχε και το τραγούδησαν ωραία.
Τα τσιγάρο που βράχηκε. Το νερό στο παπούτσι. Τη σταγόνα στο πρόσωπο. Τον δρόμο ποτάμι…ακόμη κι αυτό όμως βγαίνει στη θάλασσα.
Γιατί όλοι κάπου, κάποτε ακούσαμε τα σκυλιά της βροχής να ουρλιάζουν κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα, και είδαμε όλες τις γέφυρες να καίγονται -ή μήπως είμασταν εμείς οι εμπρηστές?-, και νιώσαμε…Stranger in the rain…και σαν βρεγμένες γάτες.
Και βρέχει ακόμη -πάντα- στις φτωχογειτονιές, ψεύτη κόσμε, μα ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται λέγανε στο χωρίο, κι όταν πιάνει να βρέχει και πρέπει να προχωρήσεις, προχώρα ίσα μέσα στην βροχή αφού όσες προφυλάξεις να πάρεις στο τέλος θα βραχείς, λέγανε παλιά, μίλια μακριά και ανατολικά οι Σαμουράι στο Hagakure.
Οι μύγες τσιμπάνε το καλοκαίρι πριν την βροχή, και μου έλεγε ο παππούς «θα βρέξει».
Και το χειμώνα κάθε που είναι να γυρίσει ο καιρός, με γδέρνει μια βαθιά παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου.
Για όλους τους ιθαγενείς του κόσμου που επιμένουν αν χορεύουν τον χορό της βροχής, κρατώντας έτσι, παράδοξο αυτό αλλά αληθινό, τις παλιές φωτιές αναμμένες.
Ενόσω οι φρεσκοξυρισμένοι ατσαλάκωτοι που μας ορίζουν έχουν ξεχάσει πότε βράχηκαν –όχι στο βρακάκι τους- για τελευταία φορά.
Και εντάξει να ‘σαι στεγνός από ψιλά κι από τσιγάρα, από συναισθήματα όμως?
Μέχρι να βρέξει μη ψάχνεις για καταιγίδες, μη μετράς τις απώλειες μέχρι να έρθει ένας –ο- πόλεμος.
Με κρωγμούς φεύγουν τα πουλιά πάνω στον μαύρο ουρανό, οι άνθρωποι σιωπούν, πονάει το αίμα μου απ’ την αναμονή.
Για όλους τους λόγους που απαριθμεί ο μπαρμπα Τομ, και μπορώ να σου βρω χίλιους άλλους, μικρούς και μεγάλους.
Γιατί –μετά την μεγάλη φωτιά βέβαια- μια βροχή θα μας σώσει…κι ας είναι αυτή σκληρή…
Καλώς να πέσει λοιπόν…
Κάτι ακόμη...μέχρι το τέλος, θα θέλω να μάθω, έχεις δει ποτέ την βροχή?
Make it rain.
Για το κενό της φετινής που έρχεται σιγά σιγά, το κενό που πλέουμε μέσα του.
Και για τη μαυρίλα που έχει εγκατασταθεί για τα καλά και δεν λέει να φύγει μέσα στο μυαλό.
Τους φίλους που έχουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κι εγώ έχω ξεμείνει στο πέμπτο, το πιο μακρινό.
Τ’ αδέρφια Reid, τους δύο Σκοτσέζους που ήταν ευτυχισμένοι όταν έβρεχε και το τραγούδησαν ωραία.
Τα τσιγάρο που βράχηκε. Το νερό στο παπούτσι. Τη σταγόνα στο πρόσωπο. Τον δρόμο ποτάμι…ακόμη κι αυτό όμως βγαίνει στη θάλασσα.
Γιατί όλοι κάπου, κάποτε ακούσαμε τα σκυλιά της βροχής να ουρλιάζουν κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα, και είδαμε όλες τις γέφυρες να καίγονται -ή μήπως είμασταν εμείς οι εμπρηστές?-, και νιώσαμε…Stranger in the rain…και σαν βρεγμένες γάτες.
Και βρέχει ακόμη -πάντα- στις φτωχογειτονιές, ψεύτη κόσμε, μα ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται λέγανε στο χωρίο, κι όταν πιάνει να βρέχει και πρέπει να προχωρήσεις, προχώρα ίσα μέσα στην βροχή αφού όσες προφυλάξεις να πάρεις στο τέλος θα βραχείς, λέγανε παλιά, μίλια μακριά και ανατολικά οι Σαμουράι στο Hagakure.
Οι μύγες τσιμπάνε το καλοκαίρι πριν την βροχή, και μου έλεγε ο παππούς «θα βρέξει».
Και το χειμώνα κάθε που είναι να γυρίσει ο καιρός, με γδέρνει μια βαθιά παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου.
Για όλους τους ιθαγενείς του κόσμου που επιμένουν αν χορεύουν τον χορό της βροχής, κρατώντας έτσι, παράδοξο αυτό αλλά αληθινό, τις παλιές φωτιές αναμμένες.
Ενόσω οι φρεσκοξυρισμένοι ατσαλάκωτοι που μας ορίζουν έχουν ξεχάσει πότε βράχηκαν –όχι στο βρακάκι τους- για τελευταία φορά.
Και εντάξει να ‘σαι στεγνός από ψιλά κι από τσιγάρα, από συναισθήματα όμως?
Μέχρι να βρέξει μη ψάχνεις για καταιγίδες, μη μετράς τις απώλειες μέχρι να έρθει ένας –ο- πόλεμος.
Με κρωγμούς φεύγουν τα πουλιά πάνω στον μαύρο ουρανό, οι άνθρωποι σιωπούν, πονάει το αίμα μου απ’ την αναμονή.
Για όλους τους λόγους που απαριθμεί ο μπαρμπα Τομ, και μπορώ να σου βρω χίλιους άλλους, μικρούς και μεγάλους.
Γιατί –μετά την μεγάλη φωτιά βέβαια- μια βροχή θα μας σώσει…κι ας είναι αυτή σκληρή…
Καλώς να πέσει λοιπόν…
Κάτι ακόμη...μέχρι το τέλος, θα θέλω να μάθω, έχεις δει ποτέ την βροχή?
Make it rain.