Απόψε λέω να πάμε μια βόλτα, μη ρωτάς για πού, μόνο άρπαξε
μια πέτρα και πέταξε την όσο πιο μακριά μπορείς, μετά απλά σήκω και προχώρα
μπροστά, η απάντηση δεν πλανιέται στον άνεμο, η απάντηση βρίσκεται σ’ αυτή την
ίδια σου την κίνηση.
Ούτε να σκεφτείς πιο είναι το τίμημα, όποιο και να είναι θα το πληρώσεις, εσύ δεν έλεγες πάντοτε «μακάρι να υπήρχε κάποιος που να μπορούσες να του πεις: πάμε να φύγουμε από εδώ?»
Σε κείνες τις μέρες που τελικά μπορεί να μύριζαν κρασί και τριαντάφυλλα, αλλά κάπου από κάτω, απ' το υπόγειο, ερχόταν και έσμιγε μια μυρωδιά νωπού κρέατος και σκληρού οινοπνεύματος.
Το ότι ο Van Christian υπήρξε ντράμερ των Serfers, της μπάντας δηλαδή που ξεκίνησε από το Tucson της Αριζόνα και λίγο αργότερα με κάποιες αλλαγές στην σύνθεσή της έγινε γνωστή σαν Green On Red, αντί να εξηγεί ίσως μπερδεύει τα πράγματα. Αντίθετα η παρουσία του Dave Seger, κιθαρίστα των Naked Prey, στην σύνθεση των Giant Sandworms που λίγο αργότερα έκοψαν το worms και έγιναν απλά Giant Sand, όπως και του ντραμερ Tom Larkins στα τύμπανα των τελευταίων, νομίζω είναι περισσότερο διαφωτιστική.
Κι αυτό γιατί οι Naked Prey (άραγε πήραν τα’ όνομά τους απ’ την ομώνυμη ταινία?) πριν το ρίξουν κι αυτοί στην δύση της καριέρας τους στη country και το blues, είχαν επίσης μικρή σχέση μουσικά με το paisley underground όπου πολλές φορές μάλλον λόγο των φίλων τους τσουβαλιάζονται, και σίγουρα πολύ μεγαλύτερη με το θυελλώδες desert rock των πρώτων δίσκων των Giant Sand.
Ούτε να σκεφτείς πιο είναι το τίμημα, όποιο και να είναι θα το πληρώσεις, εσύ δεν έλεγες πάντοτε «μακάρι να υπήρχε κάποιος που να μπορούσες να του πεις: πάμε να φύγουμε από εδώ?»
Σε κείνες τις μέρες που τελικά μπορεί να μύριζαν κρασί και τριαντάφυλλα, αλλά κάπου από κάτω, απ' το υπόγειο, ερχόταν και έσμιγε μια μυρωδιά νωπού κρέατος και σκληρού οινοπνεύματος.
Το ότι ο Van Christian υπήρξε ντράμερ των Serfers, της μπάντας δηλαδή που ξεκίνησε από το Tucson της Αριζόνα και λίγο αργότερα με κάποιες αλλαγές στην σύνθεσή της έγινε γνωστή σαν Green On Red, αντί να εξηγεί ίσως μπερδεύει τα πράγματα. Αντίθετα η παρουσία του Dave Seger, κιθαρίστα των Naked Prey, στην σύνθεση των Giant Sandworms που λίγο αργότερα έκοψαν το worms και έγιναν απλά Giant Sand, όπως και του ντραμερ Tom Larkins στα τύμπανα των τελευταίων, νομίζω είναι περισσότερο διαφωτιστική.
Κι αυτό γιατί οι Naked Prey (άραγε πήραν τα’ όνομά τους απ’ την ομώνυμη ταινία?) πριν το ρίξουν κι αυτοί στην δύση της καριέρας τους στη country και το blues, είχαν επίσης μικρή σχέση μουσικά με το paisley underground όπου πολλές φορές μάλλον λόγο των φίλων τους τσουβαλιάζονται, και σίγουρα πολύ μεγαλύτερη με το θυελλώδες desert rock των πρώτων δίσκων των Giant Sand.
Αλλά και πάλι…πώς να χωρέσει εκεί ένας δίσκος σαν το Under the Blue Marlin? Αυτό δεν είναι θύελλα,
αυτό είναι ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο, σημάδι στον ουρανό και προμήνυμα, ότι
έρχεται η μέρα…της κρίσεως.
Πριν πάμε εκεί όμως να πούμε για τα προεόρτια, τον ομώνυμο πρώτο τους δίσκο σε παραγωγή του Dan Stuart και στην εταιρία Down There του Steve Wynn, όπου ξεκινούσε με το…desert hip hop του Flesh on The Wall, και έπειτα έριχνε μερικές προειδοποιητικές βολές για το τι έμελε να ακολουθήσει στον επόμενο, με κομμάτια σαν το The Story Never Ends και βέβαια το δεν χωράει πουθενά No Place to Be.
Πριν πάμε εκεί όμως να πούμε για τα προεόρτια, τον ομώνυμο πρώτο τους δίσκο σε παραγωγή του Dan Stuart και στην εταιρία Down There του Steve Wynn, όπου ξεκινούσε με το…desert hip hop του Flesh on The Wall, και έπειτα έριχνε μερικές προειδοποιητικές βολές για το τι έμελε να ακολουθήσει στον επόμενο, με κομμάτια σαν το The Story Never Ends και βέβαια το δεν χωράει πουθενά No Place to Be.
Και τώρα μπορούμε να περάσουμε στο κυρίως πιάτο, όπου όμως
θέλει προσοχή μιας και πρόκειται για ωμοφαγία, οπότε τα ευαίσθητα στομάχια καλά
θα είναι να αποχωρήσουν, και το όνομα αυτού…Under The Blue Marlin.
Ένας δίσκος που ακούγεται λες και ο διάολος συγκέντρωσε τέσσερις απ’ το σινάφι του, ή μάλλον πέντε αν βάλουμε μέσα και τον παραγωγό, και δικαίως όπως θα δούμε παρακάτω όπου θα μάθουμε το όνομά του, συγκέντρωσε πέντε λοιπόν απ' το σινάφι του για ένα τελευταίο γλέντι.
Μια πεντάδα απένταρη που κατεβαίνει αγκαλιασμένη ένα ένα τα σκαλιά για την πιο βαθιά και πιο καυτή τρύπα της κόλασης τραγουδώντας, και αυτό της το τραγούδι τυχαίνει να είναι το εναρκτήριο του δίσκου, το The Ride. Θα καεί το πελεκούδι απόψε, μαζί του και μεις…τι χαρά...Ain't no use to talkin' about it...I'm gonna burnin' to the ground...to the ground...take me home.
Στο ενδιάμεσο, μέχρι το τελευταίο τραγούδι, δεν υπάρχει δευτερόλεπτο που να περάσει δίχως η ένταση και η λύσσα να κοπάσουν. Ακόμη και στα αργά bluesy κομμάτια σαν το A Stranger και το Train Whistle, -για να μη μιλήσουμε για το τραγούδι-φάντασμα της ερήμου How I Felt That Day- η γδαρμένη απ’ τον άνεμο και το ποτό φωνή του Christian, δεν αφήνει ποτέ το πράγμα να κατρακυλήσει σε ένα ακόμη rock μελό, και όσον αφορά την με ακόμη περισσότερο γρέζι κιθάρα του Seger, αλλά και του Christian που του κρατάει τ’ ακόρντα, μιας που όπως καταλάβατε είχε αφήσει πίσω του τα ντραμς από καιρό και έπιασε το μικρόφωνο και την κιθάρα, όσο για τις κιθάρες τους, εκεί που λες ηρέμησε το κακό, πέρασε η καταιγίδα, πετάγoνται ξανά και ξανά απ' την τρύπα τους σαν φίδια φαρμακερά μέσα απ' τα ηχεία.
Η διασκευή τους στο Dirt των Stooges, πέρα του ότι είναι από τις καλύτερες και πλέον πετυχημένες που έχουν γίνει σε κομμάτι αυτής της μπάντας –και είναι πάρα πολλές, αμέτρητες σχεδόν- δείχνει και την ηθική και κιθαριστική διαπαιδαγώγηση των λαμπρών αυτών νέων. Do you feel it?
Και αφού γεμάτοι ουλές δαγκωνιές και γρατζουνιές, (είχε βγάλει δίσκο ο Μαρκήσιος ο Ντε Σαντ και δεν το είχα πάρει χαμπάρι? απορία αναγνώστη) περήφανα παράσημα της βόλτας που λέγαμε στην αρχή, φτάνουμε στο τέλος του δίσκου, όπου η παρέα κι αυτή με φανερά πάνω της τα σημάδια της μάχης εχμ της βόλτας, έχει αναδυθεί στην επιφάνεια της γης, και χάνεται κάτω απ’ την απονιά του γκρίζου ουρανού, αποχαιρετώντας μας με έναν rock and roll ύμνο χωρίς προηγούμενο, που αν τον είχε γράψει ο Neil Young ή οι Pearl Jam (νομίζω θα μπορούσαν αμφότεροι) ας πούμε, θα τραγουδιόταν και θ' ακουγόταν ακόμη σε στάδια, ραδιόφωνα, μπαρ και μπάνια ανά τον κόσμο. Ναι τέτοιο τραγούδι είναι το What Price for Freedom, ένα από τα πιο αγαπημένα μου.
Πίσω απ’ τη κονσόλα και σε ρόλο θηριοδαμαστή, με καρέκλα και μαστίγιο στα χέρια για να προστατευτεί απ’ τα άγρια θεριά, το σκηνικό συμπληρώνει ο σεσημασμένος και πολύ γνώριμος μας Paul B. Cutler.
Η μόνη ένσταση είναι στο εξώφυλλο. Αυτός ο δίσκος θα έπρεπε να έχει το εξώφυλλο και τον τίτλο του αμέσως επόμενου άλμπουμ τους, του 40 Miles From Nowhere, αλλά αυτά είναι για να γεμίζει η σελίδα με λέξεις…Μιας που είπα για το 40 Miles…κι εδώ τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε…το σκυλί το μαύρο και το άραχνο του εξωφύλλου (από τα καλύτερα που έχω δει τουλάχιστον εγώ, όχι σκυλιά, αλλά εξώφυλλα) θα έπρεπε να συνοδεύεται με ένα προειδοποιητικό στικερ: προσοχή ο σκύλος δαγκώνει, και μάλιστα άσχημα!
Ένας δίσκος που ακούγεται λες και ο διάολος συγκέντρωσε τέσσερις απ’ το σινάφι του, ή μάλλον πέντε αν βάλουμε μέσα και τον παραγωγό, και δικαίως όπως θα δούμε παρακάτω όπου θα μάθουμε το όνομά του, συγκέντρωσε πέντε λοιπόν απ' το σινάφι του για ένα τελευταίο γλέντι.
Μια πεντάδα απένταρη που κατεβαίνει αγκαλιασμένη ένα ένα τα σκαλιά για την πιο βαθιά και πιο καυτή τρύπα της κόλασης τραγουδώντας, και αυτό της το τραγούδι τυχαίνει να είναι το εναρκτήριο του δίσκου, το The Ride. Θα καεί το πελεκούδι απόψε, μαζί του και μεις…τι χαρά...Ain't no use to talkin' about it...I'm gonna burnin' to the ground...to the ground...take me home.
Στο ενδιάμεσο, μέχρι το τελευταίο τραγούδι, δεν υπάρχει δευτερόλεπτο που να περάσει δίχως η ένταση και η λύσσα να κοπάσουν. Ακόμη και στα αργά bluesy κομμάτια σαν το A Stranger και το Train Whistle, -για να μη μιλήσουμε για το τραγούδι-φάντασμα της ερήμου How I Felt That Day- η γδαρμένη απ’ τον άνεμο και το ποτό φωνή του Christian, δεν αφήνει ποτέ το πράγμα να κατρακυλήσει σε ένα ακόμη rock μελό, και όσον αφορά την με ακόμη περισσότερο γρέζι κιθάρα του Seger, αλλά και του Christian που του κρατάει τ’ ακόρντα, μιας που όπως καταλάβατε είχε αφήσει πίσω του τα ντραμς από καιρό και έπιασε το μικρόφωνο και την κιθάρα, όσο για τις κιθάρες τους, εκεί που λες ηρέμησε το κακό, πέρασε η καταιγίδα, πετάγoνται ξανά και ξανά απ' την τρύπα τους σαν φίδια φαρμακερά μέσα απ' τα ηχεία.
Η διασκευή τους στο Dirt των Stooges, πέρα του ότι είναι από τις καλύτερες και πλέον πετυχημένες που έχουν γίνει σε κομμάτι αυτής της μπάντας –και είναι πάρα πολλές, αμέτρητες σχεδόν- δείχνει και την ηθική και κιθαριστική διαπαιδαγώγηση των λαμπρών αυτών νέων. Do you feel it?
Και αφού γεμάτοι ουλές δαγκωνιές και γρατζουνιές, (είχε βγάλει δίσκο ο Μαρκήσιος ο Ντε Σαντ και δεν το είχα πάρει χαμπάρι? απορία αναγνώστη) περήφανα παράσημα της βόλτας που λέγαμε στην αρχή, φτάνουμε στο τέλος του δίσκου, όπου η παρέα κι αυτή με φανερά πάνω της τα σημάδια της μάχης εχμ της βόλτας, έχει αναδυθεί στην επιφάνεια της γης, και χάνεται κάτω απ’ την απονιά του γκρίζου ουρανού, αποχαιρετώντας μας με έναν rock and roll ύμνο χωρίς προηγούμενο, που αν τον είχε γράψει ο Neil Young ή οι Pearl Jam (νομίζω θα μπορούσαν αμφότεροι) ας πούμε, θα τραγουδιόταν και θ' ακουγόταν ακόμη σε στάδια, ραδιόφωνα, μπαρ και μπάνια ανά τον κόσμο. Ναι τέτοιο τραγούδι είναι το What Price for Freedom, ένα από τα πιο αγαπημένα μου.
Πίσω απ’ τη κονσόλα και σε ρόλο θηριοδαμαστή, με καρέκλα και μαστίγιο στα χέρια για να προστατευτεί απ’ τα άγρια θεριά, το σκηνικό συμπληρώνει ο σεσημασμένος και πολύ γνώριμος μας Paul B. Cutler.
Η μόνη ένσταση είναι στο εξώφυλλο. Αυτός ο δίσκος θα έπρεπε να έχει το εξώφυλλο και τον τίτλο του αμέσως επόμενου άλμπουμ τους, του 40 Miles From Nowhere, αλλά αυτά είναι για να γεμίζει η σελίδα με λέξεις…Μιας που είπα για το 40 Miles…κι εδώ τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε…το σκυλί το μαύρο και το άραχνο του εξωφύλλου (από τα καλύτερα που έχω δει τουλάχιστον εγώ, όχι σκυλιά, αλλά εξώφυλλα) θα έπρεπε να συνοδεύεται με ένα προειδοποιητικό στικερ: προσοχή ο σκύλος δαγκώνει, και μάλιστα άσχημα!
Ο πνιγμένος από τα μπουκάλια πιάνεται λέει ο Jim Thompson και
μάλλον δεν υπάρχει πιο ταιριαστό soundtrack για να τον διαβάζεις από τους
δίσκους των Naked Prey,
άντε μαζί με το The Killer inside me των Green on Red…έτσι
και ο Van φρόντισε και πιάστηκε από ότι μπουκάλι βρήκε μπροστά του την
μοναδική φορά που επισκέφτηκε την πόλη που ζω, και αυτά τα μπουκάλια έτυχε να
περιέχουν ούζο, οπότε στην σκηνή του, Αχίλλειον νομίζω το λέγανε το σινεμά που
παίξανε, είδαμε τους Naked Prey featuring Van Christian on μπόλικο ούζο, και σε συνδυασμό με τους κλασικούς
συναυλιοχαλαστές της εποχής από κάτω, το live απείχε πολύ από αυτό που είχα
ονειρευτεί…αλλά ακόμη κι έτσι, Van Christian είναι αυτός, το τραβάει το κακό σαν ήρωας ταινίας απ’ τα
παλιά, εδώ τα κατάφερε και μπήκε μέχρι και στην φυλακή αργότερα…
Πριν απ’ αυτό όμως, και μετά τους Naked Prey, είχε ξαναδοκιμάσει μια πιο ήρεμη βόλτα στις αχανείς ερημιές, με τους Friend of Dean Martinez.
Τελευταία όπως έμαθα και σας μαρτύρησα λίγες αναρτήσεις πριν, συμμετέχει ύστερα από πολυυυυύ καιρό σε δίσκο, το Mexico City Blues των2Hurt.
Δεν ξέρω τι μπορεί να δώσει άλλο ο Van σήμερα., πάντως ακόμη και στο ξεψύχισμα των Naked Prey, το Then I Shoot Everyone, στάθηκε τουλάχιστον αξιοπρεπής, και η περίπτωση των Friend of Dean Martinez αμέσως μετά, δείχνει τον δρόμο για το που θα μπορούσε να το πάει. Όπως και να ‘χει είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Βλέπετε αυτός μπόρεσε κάποια στιγμή να φτιάξει έναν τουλάχιστον δίσκο, που να ‘ναι κυριολεκτικά μια γυμνή λεία και μαζί μια γυμνή προσευχή στο ψαλτήρι του rock and roll, και υπάρχει πάντοτε εκεί για όποιον βασανισμένο ή μη την αναζητήσει.
Η ιστορία και η πείρα μας διδάσκουν ότι αυτά μόνο μια φορά σε ολόκληρη την ζωή γίνονται και ειδικά από τους ίδιους δημιουργούς, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, ας μη ζητάμε το αδύνατο.
Σίγουρα όμως ακόμη και σήμερα ο Van δεν ανήκει σε κείνους εκεί που μισούσε ο Jim Thompson, αυτούς που ονόμαζε ένα μάτσο γεροκλαψιάριδες με δακρυοσακούλες αντί γι’ άντερα.
Jim Thompson είπα πάλι ε? Ε λοιπόν αυτό είναι ένα απ’ τα καλά των blog, των περιοδικών, των εφημερίδων και λοιπά…ότι μπορείς να κολλάς δίπλα δίπλα τις δικές σου μαλακίες με τα λόγια ενός τύπου σαν τον Jim.
Πριν απ’ αυτό όμως, και μετά τους Naked Prey, είχε ξαναδοκιμάσει μια πιο ήρεμη βόλτα στις αχανείς ερημιές, με τους Friend of Dean Martinez.
Τελευταία όπως έμαθα και σας μαρτύρησα λίγες αναρτήσεις πριν, συμμετέχει ύστερα από πολυυυυύ καιρό σε δίσκο, το Mexico City Blues των2Hurt.
Δεν ξέρω τι μπορεί να δώσει άλλο ο Van σήμερα., πάντως ακόμη και στο ξεψύχισμα των Naked Prey, το Then I Shoot Everyone, στάθηκε τουλάχιστον αξιοπρεπής, και η περίπτωση των Friend of Dean Martinez αμέσως μετά, δείχνει τον δρόμο για το που θα μπορούσε να το πάει. Όπως και να ‘χει είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Βλέπετε αυτός μπόρεσε κάποια στιγμή να φτιάξει έναν τουλάχιστον δίσκο, που να ‘ναι κυριολεκτικά μια γυμνή λεία και μαζί μια γυμνή προσευχή στο ψαλτήρι του rock and roll, και υπάρχει πάντοτε εκεί για όποιον βασανισμένο ή μη την αναζητήσει.
Η ιστορία και η πείρα μας διδάσκουν ότι αυτά μόνο μια φορά σε ολόκληρη την ζωή γίνονται και ειδικά από τους ίδιους δημιουργούς, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, ας μη ζητάμε το αδύνατο.
Σίγουρα όμως ακόμη και σήμερα ο Van δεν ανήκει σε κείνους εκεί που μισούσε ο Jim Thompson, αυτούς που ονόμαζε ένα μάτσο γεροκλαψιάριδες με δακρυοσακούλες αντί γι’ άντερα.
Jim Thompson είπα πάλι ε? Ε λοιπόν αυτό είναι ένα απ’ τα καλά των blog, των περιοδικών, των εφημερίδων και λοιπά…ότι μπορείς να κολλάς δίπλα δίπλα τις δικές σου μαλακίες με τα λόγια ενός τύπου σαν τον Jim.
Και να κλείνεις αυτόν τον χαιρετισμό σου προς τον Van The Man Christian, παραφράζοντας πάλι
τον Thompson, από το
βιβλίο του το Ξεπάστρεμα (The Kill Off,
μάλλον αυτός είναι ο πιο ταιριαστός τίτλος για να αντικαταστήσει –φαγώθηκα να
το αλλάξω- τον Under the Blue Marlin)…
«H μουσική δεν φεύγει ποτέ, Van. Η μουσική δε φεύγει ποτέ…»
Όποιο κι αν είναι το τίμημα…
«H μουσική δεν φεύγει ποτέ, Van. Η μουσική δε φεύγει ποτέ…»
Όποιο κι αν είναι το τίμημα…