Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

ανεμοστρόβιλος



-       Σκεφτόμουν, συλλογιζόμουν έτσι όπως είδα πριν τα παλτά να κουνιούνται, πόσο παράξενο είναι όταν κουνάει ο αέρας άψυχα αντικείμενα, απάντησε ο Προκόπ βιαστικά σαν να ‘θελε να δικαιολογηθεί για τη σιωπή του. Είναι πολύ παράξενο όταν ξάφνου αρχίζουν να πεταρίζουν τα αντικείμενα που τα ‘ξερες να κείτονται άψυχα. Δεν είναι έτσι; Κάποτε είδα σε μια άδεια πλατεία –δεν υπήρχε ψυχή- μεγάλα χαρτιά να ανεμίζουν σαν τρελά. Τον άνεμο δεν τον ένιωθα γιατί στεκόμουν πίσω από ένα σπίτι. Τα χαρτιά άρχισαν ξαφνικά με τρελό μίσος να στροβιλίζονται και να κυνηγιούνται κι ύστερα από λίγο, φάνηκαν να ηρεμούν, αλλά ξαφνικά τα ξανάπιασε μια παλαβή πίκρα και με θυμό όρμησαν βολοδέρνοντας εδώ κι εκεί. Στριμώχτηκαν σε μια γωνιά, ξανασκόρπισαν δαιμονισμένα αμέσως μετά, κι ύστερα χάθηκαν οριστικά πίσω από μια άλλη γωνιά.

Μονάχα μια χοντρή εφημερίδα δεν μπόρεσε να τ’ ακολουθήσει. Έμεινε ξαπλωμένη στο λιθόστρωτο ανοιγοκλείνοντας τις μασέλες της με μίσος σαν να είχε χάσει την αναπνοή της και αγωνιζόταν να πάρει ανάσα.

Μια σκοτεινή υπόνοια κυρίευσε τότε το μυαλό μου. Μήπως είμαστε κι εμείς τα ζωντανά όντα κάτι παρόμοιο με τούτα τα σκισμένα χαρτιά; Και μας κουνάει ένας αόρατος «αέρας», ακατανόητος και κρυφός, προσδιορίζοντας τις πράξεις και τη συμπεριφορά μας, κι εμείς σαν αφελείς νομίζουμε ότι έχουμε τη δική μας ελευθερία βούλησης;

Μήπως ολόκληρη η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αινιγματικός ανεμοστρόβιλος; Εκείνος ο αέρας για τον οποίο λέει η Βίβλος; Γνωρίζεις πόθεν έρχεται και που πορεύεται; Δεν ονειρευόμαστε κάποτε ότι βουτάμε το χέρι σε βαθιά νερά και πιάνουμε χρυσόψαρα; Και τι έγινε;
Ένας ψυχρός αέρας άγγιξε μόνο τα δάχτυλά μας.

image: Hugo Steiner-Prag – The Haunted μέσα από την εικονογράφηση του βιβλίου του Gustav Meyrink Der Golem
text: Γκούσταβ Μέιρινκ – Γκόλεμ, (1914), μετάφραση Έρση Λάγκε, εκδόσεις Αίολος 1990.
music - The Vietnam Veterans as The Gitanes – Thirteen/When I Was Young, Strange Girl CD, Music Maniac Records 2009.


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

journey's end


Έχω χαπάκια για να ονειρεύομαι. Σήμερα το βράδυ παίρνω ένα που γράφει επάνω του με πολύ μικρά γραμματάκια: Ταξίδι στις Ινδίες (Πρώτο μέρος). Το καταπίνω με λίγο νερό κι αμέσως κοιμάμαι.

Όλα πάνε μια χαρά μέχρι να φτάσω στην Μπεναρές, όπου το όνειρο προβλέπει ένα λουτρό στον Γάγγη.  Το όνειρο αυτό προοριζόταν για κάποιον που ξέρει κολύμπι· κι εγώ δεν ξέρω. Μόλις μπω στο νερό, πνίγομαι. Δε θα μάθω ποτέ πως τελειώνει το ταξίδι.

text: Πιέρ Μπεττενκούρ – «Ταξίδι στις Ινδίες» μέσα από το βιβλίο «Τα πλοία βγήκαν για σεργιάνι», μετάφραση Ε.Χ. Γονατάς, εκδόσεις Στιγμή 2001.

music: The Devil And The Almighty Blues – How Strange Is Silence, II Digital Album, Self Release 2017.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

Σκότωσα



Έχουν συνεργαστεί όλες οι φυλές, όλα τα κλίματα, όλες οι πεποιθήσεις. Οι αρχαιότερες παραδόσεις και οι σύγχρονες μέθοδοι. Τα σωθικά και τα ήθη της γης διαταράχθηκαν∙ εκμεταλλευθήκαμε αχαρτογράφητες περιοχές και διδάξαμε σε αθώες υπάρξεις απάνθρωπες τεχνικές. Ολόκληρες χώρες μεταμορφώθηκαν μέσα σε μια μέρα. Το νερό, ο αέρας, η φωτιά, ο ηλεκτρισμός, η ραδιογραφία, η ακουστική, η βαλλιστική, τα μαθηματικά, η μεταλλουργία, η μόδα, οι τέχνες, οι προκαταλήψεις, ο ηλεκτρικός λαμπτήρας, τα ταξίδια, η εστία, η οικογένεια, και η ιστορία του σύμπαντος, είναι η στολή που φορώ. Τα κρουαζιερόπλοια διασχίζουν τους ωκεανούς. Τα υποβρύχια καταδύονται. Τα τρένα τρέχουν. Σειρές από φορτηγά τραντάζονται. Εργοστάσια ανατινάζονται. Στις μεγαλουπόλεις πλήθη κατακλύζουν τους κινηματογράφους και αρπάζουν μανιωδώς τις εφημερίδες. Στα βάθη της υπαίθρου αγρότες σπέρνουν και θερίζουν. Οι ψυχές προσεύχονται. Οι χειρουργοί κάνουν επεμβάσεις. Οι χρηματιστές πλουτίζουν. Οι νονές γράφουν επιστολές. Χίλια εκατομμύρια υπάρξεις έχουν αφιερώσει όλες τους τις ενέργειες, το σθένος τους, το ταλέντο τους, την επιστήμη τους, την ευφυία τους, τις συνήθειές τους, τα συναισθήματά τους, τις καρδιές τους, σε μένα για μια ολόκληρη μέρα. Και ιδού σήμερα βρίσκομαι με το μαχαίρι στο χέρι. Με τον σουγιά του Μπονό. «Χαίρε ανθρωπότητα!». Νιώθω τον παλμό μίας ψυχρής αλήθειας συγκεντρωμένο στην κοφτερή λάμα…
Είμαι εδώ με τα νεύρα ατσαλωμένα, τους μύες τεντωμένους, έτοιμος να βουτήξω μες στην πραγματικότητα. Αψήφησα τις βόμβες, τα κανόνια, τις νάρκες, τη φωτιά, τα αέρια, τα μυδραλιοβόλα, κάθε λογής άγνωστα δαιμονισμένα, συστηματικά, τυφλά πυροβόλα.
Θα αντιμετωπίσω τον άνθρωπο. Που μου μοιάζει. Έναν πίθηκο. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος. Τώρα είμαστε οι δυο μας. Μια γροθιά, μια μαχαιριά. Χωρίς οίκτο. Ρίχνομαι στον ανταγωνιστή μου. Καταφέρνω ένα μοιραίο χτύπημα. Το κεφάλι του σχεδόν αποκολλάται. Σκότωσα... Όπως κάποιος που θέλει να ζήσει.

image: Kathe Kollwitz - The Carmagnole (Dance Around the Guillotine) 1901.
text: Blaise Cendrars - J’ai tue (1918), στα ελληνικά: “Σκότωσα, μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Futura 2017.
music: They Say The Wind Made Them Crazy – Holy Longing, Far From The Silvery Light LP, Tofu Carnage Records, 2016.