Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Πελτέκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρήστος Πελτέκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

αντίλαλος

 

Έχω υπάρξει κι άλλοτε εδώ

σε άλλους καιρούς

πριν από την εποχή της ξηρασίας.

 

Αναγνωρίζω τον ορίζοντα

τον παλιό μας ουρανό

όπως πάντα

πάνω απ’ όλα.

 

Ακούω τους χτύπους της καρδιάς

πιάνω τον αέρινο σφυγμό που ’χει στις φλέβες του ο νομάς

ψηλαφώ τις πληγές του απείθαρχου σκλάβου στην πλάτη

μυρίζω τον βαρύ ιδρώτα της ψυχής του εργάτη.

 

Βλέπω στα μάτια του τρελού αυτοκράτορα

τις πρώτες σπίθες της φωτιάς

βλέπω στα μάτια του αυτοκράτορα

τον φόβο και πάλι να γεννιέται.

 

Στο πρόσωπό μου βρίσκονται όλα χαραγμένα

όσα φτάνει το μάτι ένα γύρω, κι ακόμη πιο πέρα

σαν παλιός ξεθωριασμένος χάρτης

σαν τα χνάρια των νεκρών πάνω στη στάχτη.

 

Δεν θα σβηστεί ό,τι δεν σβήνεται.

 

Παρόλο το φως που με τυφλώνει

παρόλο το ψέμα που με ζώνει

το ξέρω

έχω πεθάνει πολλούς θανάτους εδώ

κι έχω ζήσει άλλες τόσες ζωές εδώ

και θα ξανάρθω

θ’ ανασάνω ξανά

κάτω απ’ το ίδιο στερέωμα

μέσα σ’ ένα άλλο σκήνωμα

πριν τις μεγάλες φωτιές

και ξανά

με τις πρώτες βροχές

τότε που η υγρή γη

όχι, δεν θα τρέμει

μα θα μυρίζει

σπίτι.

 

text: Χρήστος Πελτέκης – Συγκομιδή από την εποχή της ξηρασίας, εκδόσεις orphan drugs 2017.

music: Oiseaux-Tempête & The Bunny Tylers - The Little Known Ending Fading Away, The True History Of The Tortoise & The Hare According To Lord Dunsany CD, Ruptured Records 2018.

 

 


Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Έχουμε όλοι προσβληθεί (A Last Dance For The Things We Love)



- Γιατρέ μου πως το βλέπετε;
- Τι να δω, εσείς μάτια ή έστω, μύτη δεν έχετε;
το πράμα σάπισε, είναι φως φανάρι,
απ’ όπου και να το πιάσεις βρωμάει ψοφίμι.
- Καμιά ελπίδα λοιπόν;
- Η  επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια
δεν σώνεται με τίποτα, και θα σας συμβούλευα
να μη ματαιοπονείτε με προσευχές.
Τέλος, μην ξεχνάτε σας παρακαλώ…
Δεν είμαι τρελός! Είμαι ο γιατρός!

Έχουμε όλοι προσβληθεί
κι η αρρώστια μας είναι ανίατη
ρημάζει πόλεις και χωριά
μάταια τα φάρμακα κι οι γιατροί
(διώξε τους μάνα μου, τσάμπα σου τρων’ λεφτά
διώξε τους και δώσ’ μου τον ήλιο μάνα, τον ήλιο, τον ήλιο)
κι η θέληση Του (προς το παρόν) ανεξιχνίαστη.
Έχουμε όλοι προσβληθεί σου λέω
ο απαξάπας
και σταμάτα να γελάς.
Άκου τις στριγκλιές της μουσικής που ξεψυχά
κοίτα τα κομμάτια του διαλυμένου κόσμου
που ξεβράζονται στα ρηχά.
Νιώσε… τον ρόγχο ενός ζώου άγριου
που πεθαίνει όπως ο χρόνος, μοναχικά.
Εκείνη η βασανιστική αγωνία της αναμονής
που πριν το κακό πλανιέται στον άνεμο
τέλειωσε πια!
Απέμεινε μόνο
μια μεγάλη και κοινή συμφορά
που μας δένει ως τον θάνατο.

text: Χρήστος Πελτέκης – Συγκομιδή από την εποχή της ξηρασίας, εκδόσεις orphan drugs, 2017.
music: The Eye Of Time – God Is Your Loneliness, Myth I: A Last Dance For The Things We Love CD, 
Denovali Records 2016. 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Στο τελευταίο φως της μέρας



Όπου κι αν βρέθηκα, όσο μακριά, τόσο μακριά, είναι αχαρτογράφητη αυτή η λάθος πλευρά, στο τέλος, πάντα γύριζα σε μια χούφτα γης την αγκαλιά.
Ταξίδεψα πολύ, διαβατάρικο πουλί, με τύφλωσαν τα φώτα, με κατάπιαν οι ομίχλες, και η καταχνιά, στο αλώνι του ήλιου, πέταξα ψηλά, τα φτερά μου έλιωσαν ξανά και ξανά, έπεφτα, πνιγόμουν, μα έβγαζα τον σκασμό και κολυμπούσα, έλειψα καιρό, με κόντρα τον καιρό, στο τέλος βρέθηκα κάτω από τον ίδιο πάντα ουρανό.

Πέταξα κοτρόνες, έσπασα τζάμια, έκλεψα στα χαρτιά, μ’ έκλεψαν στα ζάρια, με έσωσαν οι φίλοι, με έγλειψαν οι σκύλοι, με δάγκωσαν φιλσκύλοι, έριξα κροτίδες, έσκαψα ρυτίδες, του καιρού οι λεπίδες, γρατζούνισα μια κιθάρα, τραγούδησα με μια αγριοφωνάρα, χόρεψα μόνος, αλλά και μαζί της, κλότσησα τοίχους, πέτρες και βουνά, στο τέλος έμεινε η σκόνη του δρόμου, να την σκορπάει ο άνεμος στην απεγνωσμένη ερημιά... μάρτυράς μου τα χείλη της και το δόντι του Χρόνου... έμεινε κρυφός μόνο ένας φόνος.

Στα πέρατα του κόσμου πήγα, στο τέλος με πλησίασαν ένα σκουλήκι και μια μύγα, έκλεισα τα μάτια μου, μπήκα μέσα σε μια τρύπα, έν οίδα ότι ουδέν οίδα.

Ψέματα! είδα τον ζητιάνο νεκρό, τον βασιλιά γυμνό, άκουσα τις φωνές του πλήθους, του όχλου τις κραυγές, τις δικές μου σιωπές, έλιωσα τις κατσαρίδες στη γωνία, έβρασα μακαρόνια για χίλιες νύχτες και μια, πιο καλά χορταίνει λέει το μίσος, όμως τι τα θες... στο βάθος... της μάνας παιδί καλό... στο μεταξύ άναβα τσιγάρο, στο μεταξύ άναβα κι άλλο τσιγάρο, στο μεταξύ... φίλησα τα μάτια της μόνης, μύρισα το άρωμα της πόρνης, καράβια που συναντιούνται μέσα στη νύχτα, με σβησμένα τ’ αστέρια και φώτα θυέλλης, μου ζήτησαν να φύγω, μα εγώ εκεί, πιστό σκυλί χαζό, μου ζήτησαν να μείνω, μα εγώ, άκουσα για πόλεμο, για κουρνιαχτό, πέταξα το καπέλο, ούρλιαξα ζήτω! στον αέρα, έφυγα τρέχοντας απ’ το μπουρδέλο, μάτωσα στη μάχη, σκούπισα ένα δάκρυ, κοίταξα πίσω, κρατούσε ακόμη το ίσο, άναψα κερί, ψηλάφισα ουλή, έξυσα τ’ αρχίδια και την πληγή, έφτυσα μια λέξη, αργούσε πολύ να φέξει, στο μεταξύ έκλεβα λίγες μέρες του Χάρου, τις πλήρωσα με τόκο, φύσηξα τον καπνό του τσιγάρου, έβγαλα ένα μάτσο, το μάζευα καιρό, σου λέω κομπόδεμα γερό, πλήρωσα για όλα, και για άλλα τόσα, μια γυναίκα έστεκε μόνη, σε μια όχθη μολυβένια, η όψη τ’ ουρανού έλαμπε απόκοσμη, φιλντισένια, χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα, σιωπηλά... κράτησα ανάσα, κι έριξα τα ρέστα στον δίσκο του τελώνη.

text: Για τον θείο Πέτρο τον «Αυστραλό» που τώρα πια έχει φτάσει στην Κιμμέρια ακτή του...
Μέσα από το απολύτως ανέτοιμο και εντελώς ετοιμόρροπο βιβλίο του υποφαινόμενου με τον τίτλο «Στο τελευταίο φως της μέρας» που υπάρχει μια μικρή περίπτωση κάποτε να τελειώσει, και μια ακόμη μικρότερη περίπτωση να εκδοθεί.

music: Οι Oiseaux-Tempête σε μια ζωντανή, στο στούντιο εκτέλεση του Buy Gold (Beat Song), που καταπίνει ακτές, πλανήτες, γαλαξίες. 

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Το φορτίο


Είναι κουράδα μέσα σε δυσκοίλιο έντερο, χοντρή και
μακριά σαν βόας, σιχαμερή σαν κροταλίας…

Κακό σπυρί που όλο μεγαλώνει, γεννάει, τρώει και
χαλάει τα πάντα, σαν ποντικός στο κελάρι.

Ψείρα κουκουναράτη, τίγκα στο αίμα, έχει φάει τον
αγλέουρα, αφήνει το μαλλί γιομάτο από λίγδα και
κόνιδα.

Βραχνάς στο λαιμό, χτικιό στο στήθος. ασήκωτο απ’ την
μπάζα, το πάει σιγά σιγά, προσεκτικά σαν σακούλα με
αυγά, το φυλά σαν κόρη οφθαλμού, ευθύνη μεγάλη όσο
και η ιστορία του.

Το φέρει βαρέως στην πλάτη του σαν παγωμένο πτώμα,
είναι ο σταυρός του, η ειμαρμένη, καθήκον ιερό, ευλογία
και κατάρα μαζί, πρέπει να το κάνει αυτός και μόνο, για
όλη την οικουμένη.

Σαν βαλίτσα με χρυσάφι, λεφτά ή ναρκωτικά, δεν το
αφήνει κάτω ποτέ, μήτε έτσι λιγάκι να ξεκουραστεί, κι ας
έχει έπειτα από τόσο κόπο το απόλυτο, το αναφαίρετο
δικαίωμα… μ’ αυτός ούτε τον ιδρώτα, ποιόν ιδρώτα; τον
κώλο του καλά καλά δε στέκεται να σκουπίσει, κι ούτε
καταδέχεται κάποιον να τον βοηθήσει.

Όχι! Αυτό ποτέ! Μην το τολμήσεις! Στο ξαναλέω όχι!

Το κουβαλά με πάθος, δεν κάνει ποτέ του λάθος,
κήπος στο βάθος! συνάμα οργανώνει τα πάντα,
ελέγχει την παραγωγή και την αναπαραγωγή,
βομβαρδίζει τους πάντες, λαμβάνει δρακόντεια μέτρα
ασφαλείας, καταστέλλει την όποια ανταρσία, εξαπολύει
ανθρωποκυνηγητό! ντουφεκίζει τους στασιαστές, εκδίδει
νέες διαταγές, εκπολιτίζει την άγρια κοινωνία, επιβάλει 
την ανώτατη εξουσία, εξάγει τη Δημοκρατία…
μακάριος οδεύει προς την αθανασία…

Σας λέω είν’ ένας μύθος μ’ απύθμενο ήθος! είναι μεγάλο
όσο κανένα άλλο, είναι βαρύ σαν όλη τη γη! τι έχει μέσα
είν’ ένα θέμα, ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα.

Είναι το φορτίο του λευκού κύριε!
και μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις,
για σένα όλα τα τραβά, για σένα αγκομαχά, όποιου
χρώματος αχάριστε αράπη μου, άκου τα λοιπόν για να
μαθαίνεις.




Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Ακόμη μια άνοιξη





Είναι μαχαίρι αυτό που βλέπω εμπρός μου;
~Σαίξπηρ

Σαν νυφιάτικη τρομπέτα ακούγεται ο ρυθμός
ή μήπως είν’ η ώρα που κατευοδώνεται ο νεκρός;
Μεγαλοβδομαδιάτικος, γλυκός εσπερινός
μην είντο φρικαλέο γέλιο που βγάζει ο ηλίθιος;

Να μαι εδώ ακόμη μια άνοιξη
ν’ ακούω τη φωνή μου

Που σαι ρε μάνα να με δεις
γομάρι με άφησες, κουφάρι θα βρεις.
Κι εσείς Κήποι μου καταπράσινοι, μυστικοί
σκόνη κι αγκάθια, ίδιοι οι φίλοι μου οι παλιοί.

Να μαι εδώ ακόμη μια άνοιξη
ν’ ακούω τη φωνή μου

Σκοτείνιασε ο ουρανός
κι έχει το ύφος αρχαίας Σφίγγας
λουσμένος όχι απτου φεγγαριού το φως
μα από τη λάμψη μια βιτρίνας.
Σταχτιά αγριόχηνα
πάνω απτο μελλοντικό μου μνήμα που πετάς
παρακαλώ σε
με το φτερούγισμά σου στείλε ένα σήμα
στους καρτερούντες της άλλης πλευράς.


Να μαι εδώ ακόμη μια άνοιξη
ν’ ακούω τη φωνή μου

Μια τέτοια μέρα δεν θα ταν ωραία; αναρωτιέμαι
χέρι με χέρι να κινήσουμε, μεγάλη παρέα!
και δεν κρατιέμαι.
Θα το ενέκρινε ίσως, κι ο ίδιος ο Θεός!
μια τέτοια μέρανα τελειώνουμε επιτέλους αξιοπρεπώς;

Μανα μαι εδώ ακόμη μια άνοιξη
ν’ ακούω τη φωνή μου
να μαι δω ακόμη μια
Εγώ που νέος, καθαρός σαν δάκρυ
θα φευγα για την Αχερουσία.

image: Pieter Bruegel the Elder – Christ Carrying The Cross (λεπτομέρεια), 1564.
text: Χρήστος Πελτέκης – Συγκομιδή από την εποχή της ξηρασίας, εκδόσεις orphan drugs, 2017.
music: Γιαννάκης Ζλατάνης (ο Μέγας) – Αυτοσχεδιασμός (Της τάβλας).&-



Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Saint Peter’s Day Festival*




Το βράδυ στην αγρυπνία ο Ροκαμαδούρης ο Μυστήριος, ίσως για να σπάσει την αμήχανη σιωπή και τη μελαγχολία που έπεφτε σαν σεντόνι πάνω μας, διηγήθηκε μια παραλλαγή  ενός παλιού χασικλίδικου ανέκδοτου.

Είχε το χάρισμα στις ιστορίες ο Ροκαμαδούρης… μας είπε λοιπόν, με τον χτύπο της βροχής που έπεφτε έξω να του δίνει τον ρυθμό, για έναν τύπο που αγαπούσε παθιασμένα το rock and roll, όπως όλοι μας σε εκείνο το δωμάτιο, γι’ αυτό άλλωστε είχαμε βρεθεί εκεί, και μία ωραία μέρα εντελώς ξαφνικά όπως συνήθως συμβαίνει, έσκασε μύτη στον παράδεισο, και μάλιστα τον υποδέχτηκε μια μεγάλη φωτεινή ταμπέλα που έγραφε:

Saint Peter’s Day Festival

Πέρασε λοιπόν  διστακτικά  την  αφύλακτη  είσοδο,  και βρέθηκε  σε έναν τεράστιο, καταπράσινο ανοιχτό χώρο, όπου λάμβανε  χώρα, όπως  άρχισε να καταλαβαίνει περιπλανώμενος  από σκηνή σε σκηνή, ένα rock φεστιβάλ που όμοιό του ούτε στα πιο τρελά όνειρα δεν είχε κατορθώσει να δει…

Στη  μεγάλη  σκηνή  ο Jim απειλούσε  ξανά  και  ξανά μπροστά στο μικρόφωνο τον πατέρα του ότι θα τον σκοτώσει, αλλά όταν ήταν να το παραχοντρύνει με τη μάνα του το έκοβε αμέσως και ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Ο Jimi, λιγωμένος, κοιτούσε τα κορίτσια κάτω, η Janis τ’ αγόρια, ο Keith ξεκινούσε να χτυπάει τα τύμπανα και όλο κάτι του καθόταν  στραβά  και  σταματούσε,  χαμός σου  λέω έλεγε ο Ροκαμαδούρης…

Ο φίλος μας όμως, όπως συνήθιζε και εδώ κάτω, προσπέρασε στα γρήγορα και κατευθύνθηκε στις μικρότερες σκηνές…
Στην πιο μεγάλη απ’ τις μικρές το πράμα άρχιζε να κοχλάζει… μπροστά τρεις ντυμένοι με μαύρα δερμάτινα και ο ένας απ’ αυτούς, κοντός, κακός και άσχημος να ουρλιάζει 1-2-3-4 στο διηνεκές, R.A.M.O.N.E.S, RAMONES, ρε πούστη μου, φώναξε εκστασιασμένος ο νεοφερμένος! Ω ρε, γλέντια!

Πίσω τους ο Stiv Bators πλακωνόταν  με τον Johnny Thunders, o Lester Bangs κάτι σημείωνε, o Sid με το μπάσο ανάποδα έψαχνε μάλλον κανένα χοντρό κεφάλι να το κοπανίσει, o Lux δοκίμαζε τη γόβα του, ο Joe περπατούσε δίπλα στο γρασίδι  παρέα με τον σκύλο  του, καιη Nico έκανε βόλτα με το ποδήλατό της τον «ψάρακα» Lou, δείχνοντάς του τα κατατόπια.

Μιας που είπα Sid, τον άλλον τον Syd όσο κι αν έψαξε δεν μπόρεσε να τον πετύχει πουθενά. Ήταν κι απ’ τον άλλον κόσμο χαμένος, όπως και πριν, από τον πραγματικό.

Σε μια γωνιά αποτραβηγμένο πέτυχε τον Ian αμίλητο και σκυθρωπό, στην απέναντι τον Cobain στην ίδια κατάσταση, όμως η απληστία του τον έκανε να κίνησει για παρακάτω, με τη σιωπηλή υπόσχεση ότι θα ξαναγύριζε εδώ σύντομα

Είδε από μακριά το πηγαδάκι των Nikki Sudden, Epic Soundtracks, Jeffrey Lee Pierce, και Rowland S. Howard, όπου  αναρωτιόντουσαν  ψιθυριστά  πώς  τη  γλίτωσε  η κουφάλα ο Jeremy Gluck, και τους MC5 επίσης σε πηγαδάκι να περιεργάζονται την αφίσα που έφτιαξε ειδικά για το φεστιβάλ ο άρτι αφιχθείς Gary Grimshaw και να αναμένουν χαιρέκακα τους υπόλοιπους δύο της μπάντας που εξακολουθούν  να τη σκαπουλάρουν. Τα ίδια και ο Ron Asheton, είχε μια έκφραση σαν να έλεγε «αν είναι δυνατόν να έρθω πρώτος εγώ εδώ, και ο άλλος να το παίζει ακόμη τεντιμπόης εκεί κάτω».

Με τα μάτια ορθάνοιχτα από την απληστία όμως, ο φίλος μας συνέχισε να προχωρά…

Ο Bruno Adams ερχόταν απ’ το βάθος με τον TownesVan Zandt αγκαλιά τραγουδώντας το «Snake Song», ενώ σε μία ακόμη  μικρότερη  σκηνή  εκεί κοντά  διέκρινε  το Moodists μπλουζάκι  του Ποθουλάκη,  το  κόκκινο  πουκάμισο  του Πλούτο  μαζί και το θολό του βλέμμα, και τον Johnny Jewel σκυφτό στην κιθάρα του να κουρδίζει πάνω στο «Heatwave».

Το κοινό, όλες οι ανθρώπινες φυλές και φυσικά αυτές του Rock and roll, από ροκαμπίλια, mods και φρικιά μέχρι πάνκιδες, γκράντζερς και σούγκεϊζερς, περιφέρονταν, άραζαν στο γρασίδι, κάποιοι είχαν αρχίσει τον χορό κι ας μην είχε ξεκινήσει ακόμη η μουσική.

Εδώ είμαι σκέφτηκε, θα αράξω και θα περιμένω ν’ αρχίσουνε, εδώ είμαι γαμώτο! και δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα τη χαρά, που έβγαινε από το πρόσωπό του με τη μορφή ενός μεγάλου και συνεχόμενου χαμόγελου.

Έπιασε και έστριψε ένα τσιγάρο από τα ξέχειλα βάζα που  υπήρχαν  αραδιασμένα  με τάξη  σε πάγκους  σιγοτραγουδώντας  εύθυμα «θεέ  μου μεγαλοδύναμε  που είσαι ψηλά εδώ πάνω», και όταν γύρισε να ψάξει κάποιον να του δώσει φωτιά,  ένας μουσάτος τύπος με χλαμύδα, σαν χίπης του παλιού καιρού, τον πλησίασε.

Είδε το καρτελάκι Backstage Pass που κρεμόταν στο στήθος του και συνοφρυώθηκε.
Saint Peter, έγραφε, με μεγάλα μπολντ γράμματα.
Ο μουσάτος τον κοίταξε με μάτια γεμάτα κατανόηση και του είπε:

«Αγόρι μου, ξέχνα το τσιγάρο και θυμήσου ένα παλιό ανέκδοτο  που  άκουγες  εκεί κάτω  και γέλαγες  σαν  χάχας. Αν είχαμε και φωτιά φίλε έλεγε, θα ήταν ο παράδεισος και όχι η κόλαση, θυμάσαι; Κι αυτούς εδώ μην τους κοιτάς έτσι, μια φορά τον χρόνο στη γιορτή μου τους βγάζουμε εδώ έξω να πάρουν λίγο αέρα και να χαρούν, κουρδίζοντας και κάνοντας  soundcheck. Δεν  υπάρχει περίπτωση  να ξεκινήσουν  να παίζουν, καμιά ώρα ακόμη θα τους αφήσω να χαίρονται και να περιφέρονται, κι ύστερα, όλοι μαζί, βουρ για εκείνη τη μεγάλη πόρτα που είδες μπαίνοντας αριστερά. είχαμε  σβήσει την ταμπέλα για λίγο να ξεχαστούν. Γι’ αυτό τρέχα στην άλλη πύλη απέναντι  δεξιά να χαιρετίσεις  μερικά γνωστά  σου άτομα που περιμένουν  να σε δουν, και ύστερα έλα γρήγορα απέναντι εκεί που σου είπα. Θα ανάψουν σε λίγο και την ταμπέλα δεν υπάρχει περίπτωση να χαθείς. Ανοίγεις απλά την πόρτα και αρχίζεις να κατεβαίνεις τις πολλές δυστυχώς μα  πάρα  πολλές σκάλες…  αλλά  μη  σε νοιάζει, μόνο μια φορά τον χρόνο είπαμε γίνεται αυτό».

Welcome to Hell

Το άλλο πρωί ακολουθώντας  πεζοί τη σκουπιδιάρα που πήγαινε  μπροστά, έζεχνε  κάθε γνωστή και  άγνωστη βρωμιά, και ξερνούσε πηχτό μαύρο καπνό στον ουρανό, με τους κασμάδες  και τα φτυάρια στους ώμους ξεκινήσαμε γεμάτοι αλλόκοτη  χαρά, ήταν όλα παράξενα  φωτεινά μετά τη βραδινή βροχή, τα χόρτα όσο πλησιάζαμε στο νεκροταφείο χόρευαν σαν τρελά στον αέρα που άλλαζε συνεχώς κατεύθυνση θαρρείς και ερχότανε από όλα τα σημεία του ανεμολογίου ταυτόχρονα.

Στην είσοδο σταματήσαμε  όταν μας χαιρέτισε ο φύλακας, έτεινε το χέρι στον πρώτον  από μας, για να το κρατήσει έτσι μετέωρο για λίγο και να το μαζέψει αμήχανα πίσω, μιας και όλοι μας τον αγνοήσαμε κοιτώντας τον όμως στα μάτια, μέχρι που πέρασε μπροστά του ολόκληρη η πομπή.

Το χώμα ήταν παγωμένο, σκληρό, όμως σκάψαμε βαθιά, σκάψαμε  ιδρώνοντας  σαν  καουμπόηδες  παρ’ όλη την παγωνιά.
Έπειτα η σκουπιδιάρα  έκανε μανούβρα  και ήρθε με την όπισθεν στην άκρη της τρύπας όπου ανασήκωσε την καρότσα της και άρχισε να ρίχνει…

Βινύλια  και CD, καμένες  χορδές, δαγκωμένα  μικρόφωνα και σπασμένα τύμπανα, αφίσες και βιβλία, άπειρα σταμπωτά μπλουζάκια, τόνους από τρίχες, τρίχες μακριές, κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, φαβορίτες, μούσια, μερικά μουστάκια,  παντελόνια  τζην και δερμάτινα,  στενά, σωλήνες, καμπάνες και βερμούδες, σαλβάρια και φουλάρια, ζώνες, κονκάρδες, σταυρούς και πεντάλφες, σήματα της ειρήνης, περικυκλωμένα  άλφα, μπότες, αθλητικά και άρβυλα, χαϊμαλιά, μια δυο σαγιονάρες, λουριά, καρφιά, ουρλιαχτά και αναστεναγμούς, come on και baby και yeah, αμέτρητα   οινοπνευματώδη με αδιαμφισβήτητο   πρωταθλητή  το ουίσκι, και άλλα  τόσα ναρκωτικά  γνωστά, άγνωστα και κάποια που ίσως ακόμη δεν έχουν ανακαλυφθεί, και άλλο τόσο σπέρμα, λίγο αίμα και πολλά ξερατά, άθεους, θεούς της Ανατολής, σατανάδες, πάνες και Διόνυσους, μα και λίγους χριστιανούς, σάλια, μισόλογα και απελπισμένους  στίχους  της καψούρας, της σούρας και της μαστούρας, στάχτες γλυκών ονείρων, ολόκληρες κομμάτες εφιαλτών, επαναστατικές κραυγές που ακολουθούνταν συνήθως από ρεψίματα της βαρυστομαχιάς, οιδιπόδεια συμπλέγματα, κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας σε οικονομική συσκευασία, αυτισμό, ματαιοδοξία, κι αλλά πολλά στην τρύπα που σύντομα θα γινόταν ο ανεμοδαρμένος τάφος του Rock and Roll.

Ένας ξερακιανός, που παπά τον λέγανε, μουρμούρησε κάτι που εκλάβαμε όλοι σαν προσευχή  αν και σίγουρα δεν ήταν, πέταξε το τσιγάρο του, έφτυσε, γύρισε την πλάτη, πέρασε περπατώντας σκυφτός τον λιθόστρωτο κήπο του νεκροταφείου φτάνοντας στην είσοδο, και χάθηκε στο σοκάκι  των ανεμοστρόβιλων.  Σιωπηλοί, σέρνοντας τα βήματά μας ακολουθήσαμε…

Στον δρόμο για το σπίτι όπου οι γυναίκες είχαν φτάσει ήδη και ετοίμαζαν τον καφέ, το ζίτο, και γέμιζαν τα ποτήρια  με κονιάκ, ο Ροκαμαδούρης  ο Μυστήριος  φορώντας πάντα το αγαπημένο του μπλουζάκι που έγραφε «Rock and roll is dead… MOON», έπιασε πρώτος το τραγούδι, για να μπούμε ολόκληρη αυτή η θλιβερή σκούρα γραμμή στο ρεφρέν

«Rock and roll heroes rock and roll dreams, rock and roll theories rock and roll schemes, you gave me the best years of my life, thank you for the best years of my life»...

*Στη μνήμη του Fred Cole. 
text: saunterer – Από τη λάθος πλευρά, εκδόσεις Απόπειρα 2014. 
music: Barracudas – The Best Years, Wait For  Everything LP, Shake The Record Label 1991.