Όπου κι αν
βρέθηκα, όσο μακριά, τόσο μακριά, είναι αχαρτογράφητη αυτή η λάθος πλευρά, στο
τέλος, πάντα γύριζα σε μια χούφτα γης την αγκαλιά.
Ταξίδεψα
πολύ, διαβατάρικο πουλί, με τύφλωσαν τα φώτα, με κατάπιαν οι ομίχλες, και η
καταχνιά, στο αλώνι του ήλιου, πέταξα ψηλά, τα φτερά μου έλιωσαν ξανά και ξανά,
έπεφτα, πνιγόμουν, μα έβγαζα τον σκασμό και κολυμπούσα, έλειψα καιρό, με κόντρα
τον καιρό, στο τέλος βρέθηκα κάτω από τον ίδιο πάντα ουρανό.
Πέταξα κοτρόνες,
έσπασα τζάμια, έκλεψα στα χαρτιά, μ’ έκλεψαν στα ζάρια, με έσωσαν οι φίλοι, με έγλειψαν οι
σκύλοι, με δάγκωσαν φιλσκύλοι, έριξα κροτίδες, έσκαψα ρυτίδες, του καιρού οι λεπίδες,
γρατζούνισα μια κιθάρα, τραγούδησα με μια αγριοφωνάρα, χόρεψα μόνος, αλλά και
μαζί της, κλότσησα τοίχους, πέτρες και βουνά, στο τέλος έμεινε η σκόνη του
δρόμου, να την σκορπάει ο άνεμος στην απεγνωσμένη ερημιά... μάρτυράς μου τα
χείλη της και το δόντι του Χρόνου... έμεινε κρυφός μόνο ένας φόνος.
Στα πέρατα
του κόσμου πήγα, στο τέλος με πλησίασαν ένα σκουλήκι και μια μύγα, έκλεισα τα
μάτια μου, μπήκα μέσα σε μια τρύπα, έν οίδα ότι ουδέν οίδα.
Ψέματα! είδα
τον ζητιάνο νεκρό, τον βασιλιά γυμνό, άκουσα τις φωνές του πλήθους, του όχλου
τις κραυγές, τις δικές μου σιωπές, έλιωσα τις κατσαρίδες στη γωνία, έβρασα
μακαρόνια για χίλιες νύχτες και μια, πιο καλά χορταίνει λέει το μίσος, όμως τι
τα θες... στο βάθος... της μάνας παιδί καλό... στο μεταξύ άναβα τσιγάρο, στο
μεταξύ άναβα κι άλλο τσιγάρο, στο μεταξύ... φίλησα τα μάτια της μόνης, μύρισα
το άρωμα της πόρνης, καράβια που συναντιούνται μέσα στη νύχτα, με σβησμένα τ’ αστέρια και φώτα
θυέλλης, μου ζήτησαν να φύγω, μα εγώ εκεί, πιστό σκυλί χαζό, μου ζήτησαν να
μείνω, μα εγώ, άκουσα για πόλεμο, για κουρνιαχτό, πέταξα το καπέλο, ούρλιαξα
ζήτω! στον αέρα, έφυγα τρέχοντας απ’ το μπουρδέλο, μάτωσα στη μάχη, σκούπισα
ένα δάκρυ, κοίταξα πίσω, κρατούσε ακόμη το ίσο, άναψα κερί, ψηλάφισα ουλή,
έξυσα τ’ αρχίδια και την πληγή, έφτυσα μια λέξη, αργούσε πολύ να φέξει, στο
μεταξύ έκλεβα λίγες μέρες του Χάρου, τις πλήρωσα με τόκο, φύσηξα τον καπνό του
τσιγάρου, έβγαλα ένα μάτσο, το μάζευα καιρό, σου λέω κομπόδεμα γερό, πλήρωσα για
όλα, και για άλλα τόσα, μια γυναίκα έστεκε μόνη, σε μια όχθη μολυβένια, η όψη τ’
ουρανού έλαμπε απόκοσμη, φιλντισένια, χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα, σιωπηλά... κράτησα
ανάσα, κι έριξα τα ρέστα στον δίσκο του τελώνη.
text: Για τον θείο Πέτρο
τον «Αυστραλό» που τώρα πια έχει φτάσει στην Κιμμέρια ακτή του...
Μέσα από το απολύτως ανέτοιμο και εντελώς ετοιμόρροπο βιβλίο του υποφαινόμενου με τον τίτλο «Στο τελευταίο φως της μέρας» που υπάρχει μια μικρή περίπτωση κάποτε να τελειώσει, και μια ακόμη μικρότερη περίπτωση να εκδοθεί.
music: Οι Oiseaux-Tempête σε μια ζωντανή, στο στούντιο εκτέλεση του Buy Gold (Beat Song), που καταπίνει ακτές, πλανήτες, γαλαξίες.
Μέσα από το απολύτως ανέτοιμο και εντελώς ετοιμόρροπο βιβλίο του υποφαινόμενου με τον τίτλο «Στο τελευταίο φως της μέρας» που υπάρχει μια μικρή περίπτωση κάποτε να τελειώσει, και μια ακόμη μικρότερη περίπτωση να εκδοθεί.
music: Οι Oiseaux-Tempête σε μια ζωντανή, στο στούντιο εκτέλεση του Buy Gold (Beat Song), που καταπίνει ακτές, πλανήτες, γαλαξίες.