Το βράδυ στην αγρυπνία ο Ροκαμαδούρης ο
Μυστήριος, ίσως για να σπάσει την αμήχανη σιωπή και τη μελαγχολία που έπεφτε σαν σεντόνι πάνω μας, διηγήθηκε μια παραλλαγή ενός παλιού χασικλίδικου ανέκδοτου.
Είχε το χάρισμα στις ιστορίες ο Ροκαμαδούρης… μας είπε λοιπόν, με τον χτύπο της βροχής που έπεφτε έξω να του δίνει τον ρυθμό, για έναν τύπο που αγαπούσε παθιασμένα το rock and roll, όπως όλοι μας σε εκείνο το δωμάτιο, γι’ αυτό άλλωστε είχαμε βρεθεί εκεί, και μία ωραία μέρα εντελώς ξαφνικά όπως συνήθως συμβαίνει, έσκασε μύτη στον παράδεισο, και μάλιστα τον υποδέχτηκε μια
μεγάλη φωτεινή ταμπέλα που έγραφε:
Saint Peter’s Day Festival
Πέρασε λοιπόν διστακτικά την αφύλακτη είσοδο, και βρέθηκε σε έναν τεράστιο, καταπράσινο ανοιχτό χώρο, όπου λάμβανε χώρα, όπως άρχισε να καταλαβαίνει περιπλανώμενος
από σκηνή σε σκηνή, ένα rock φεστιβάλ
που
όμοιό του ούτε στα πιο τρελά όνειρα δεν είχε κατορθώσει να δει…
Στη
μεγάλη
σκηνή
ο Jim απειλούσε ξανά
και ξανά μπροστά στο μικρόφωνο τον πατέρα του ότι θα τον σκοτώσει, αλλά όταν ήταν να το παραχοντρύνει με τη μάνα του το έκοβε αμέσως και ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Ο Jimi, λιγωμένος, κοιτούσε τα κορίτσια κάτω, η Janis τ’ αγόρια, ο Keith ξεκινούσε να χτυπάει τα τύμπανα και όλο κάτι του καθόταν στραβά
και σταματούσε, χαμός σου
λέω έλεγε ο Ροκαμαδούρης…
Ο φίλος μας όμως, όπως συνήθιζε και εδώ κάτω, προσπέρασε στα γρήγορα και κατευθύνθηκε στις μικρότερες σκηνές…
Στην πιο μεγάλη απ’ τις μικρές το πράμα άρχιζε να κοχλάζει… μπροστά τρεις ντυμένοι με μαύρα δερμάτινα και ο ένας απ’ αυτούς, κοντός, κακός και άσχημος να ουρλιάζει 1-2-3-4 στο διηνεκές, R.A.M.O.N.E.S, RAMONES, ρε πούστη μου, φώναξε εκστασιασμένος ο νεοφερμένος! Ω ρε, γλέντια!
Πίσω τους ο Stiv Bators πλακωνόταν
με τον Johnny
Thunders, o Lester Bangs κάτι σημείωνε, o Sid με το μπάσο ανάποδα έψαχνε μάλλον κανένα χοντρό κεφάλι να το κοπανίσει, o Lux δοκίμαζε τη γόβα του, ο Joe περπατούσε δίπλα στο γρασίδι
παρέα με τον σκύλο του, καιη Nico έκανε βόλτα με το ποδήλατό της τον «ψάρακα» Lou, δείχνοντάς του τα κατατόπια.
Μιας που είπα Sid, τον άλλον τον Syd όσο κι αν έψαξε δεν μπόρεσε να τον πετύχει πουθενά. Ήταν κι απ’ τον άλλον κόσμο χαμένος, όπως και πριν, από τον πραγματικό.
Σε μια γωνιά αποτραβηγμένο πέτυχε τον Ian αμίλητο και σκυθρωπό, στην απέναντι τον Cobain στην ίδια κατάσταση, όμως η απληστία του τον έκανε να κίνησει για παρακάτω, με τη σιωπηλή υπόσχεση ότι θα ξαναγύριζε εδώ σύντομα…
Είδε από μακριά το πηγαδάκι των Nikki Sudden,
Epic Soundtracks, Jeffrey Lee Pierce, και Rowland S. Howard,
όπου
αναρωτιόντουσαν ψιθυριστά
πώς
τη γλίτωσε η
κουφάλα ο Jeremy Gluck, και τους MC5 επίσης σε πηγαδάκι να περιεργάζονται την αφίσα που έφτιαξε
ειδικά για το φεστιβάλ ο άρτι αφιχθείς Gary Grimshaw και να αναμένουν χαιρέκακα τους υπόλοιπους δύο της μπάντας που εξακολουθούν να τη σκαπουλάρουν. Τα ίδια και ο Ron Asheton, είχε μια έκφραση σαν να έλεγε «αν είναι δυνατόν να έρθω πρώτος εγώ εδώ, και ο άλλος να το παίζει ακόμη τεντιμπόης εκεί κάτω».
Με τα μάτια ορθάνοιχτα από την απληστία όμως, ο φίλος μας συνέχισε να προχωρά…
Ο Bruno Adams ερχόταν απ’ το βάθος με τον TownesVan Zandt αγκαλιά τραγουδώντας το «Snake Song», ενώ σε μία ακόμη
μικρότερη σκηνή εκεί κοντά διέκρινε
το Moodists μπλουζάκι του Ποθουλάκη, το κόκκινο πουκάμισο του Πλούτο μαζί και το θολό του βλέμμα, και τον Johnny Jewel σκυφτό στην κιθάρα του να κουρδίζει πάνω στο «Heatwave».
Το κοινό, όλες οι ανθρώπινες φυλές και φυσικά αυτές του Rock and roll, από ροκαμπίλια, mods και φρικιά μέχρι πάνκιδες, γκράντζερς και σούγκεϊζερς, περιφέρονταν, άραζαν στο γρασίδι, κάποιοι είχαν αρχίσει τον χορό κι ας μην είχε ξεκινήσει ακόμη η μουσική.
Εδώ είμαι σκέφτηκε, θα αράξω και θα περιμένω ν’ αρχίσουνε, εδώ είμαι γαμώτο! και δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα τη χαρά, που έβγαινε από το πρόσωπό του με τη μορφή ενός μεγάλου και συνεχόμενου χαμόγελου.
Έπιασε και έστριψε ένα τσιγάρο από τα ξέχειλα βάζα που υπήρχαν αραδιασμένα με τάξη σε πάγκους σιγοτραγουδώντας εύθυμα «θεέ μου μεγαλοδύναμε
που είσαι ψηλά εδώ πάνω», και όταν γύρισε να ψάξει κάποιον να του δώσει φωτιά, ένας μουσάτος τύπος με χλαμύδα, σαν χίπης του παλιού καιρού, τον πλησίασε.
Είδε το καρτελάκι Backstage Pass που κρεμόταν στο στήθος του και συνοφρυώθηκε.
Saint Peter, έγραφε, με μεγάλα μπολντ γράμματα.
Ο μουσάτος τον κοίταξε με μάτια γεμάτα κατανόηση και του είπε:
«Αγόρι μου, ξέχνα το τσιγάρο και θυμήσου ένα παλιό ανέκδοτο
που άκουγες
εκεί κάτω
και γέλαγες
σαν
χάχας. Αν είχαμε και φωτιά φίλε έλεγε, θα ήταν ο παράδεισος και όχι η κόλαση, θυμάσαι; Κι αυτούς εδώ μην τους κοιτάς έτσι, μια φορά τον χρόνο στη γιορτή μου τους βγάζουμε εδώ έξω να πάρουν λίγο αέρα και να χαρούν, κουρδίζοντας και κάνοντας
soundcheck. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεκινήσουν
να παίζουν, καμιά ώρα ακόμη θα τους αφήσω να χαίρονται και να περιφέρονται, κι ύστερα, όλοι μαζί, βουρ για εκείνη τη μεγάλη πόρτα που
είδες μπαίνοντας αριστερά. είχαμε σβήσει την ταμπέλα για λίγο να ξεχαστούν. Γι’ αυτό τρέχα στην άλλη πύλη απέναντι δεξιά να χαιρετίσεις
μερικά γνωστά σου άτομα που περιμένουν
να σε δουν, και ύστερα έλα γρήγορα απέναντι εκεί που σου είπα. Θα ανάψουν σε λίγο και την ταμπέλα δεν υπάρχει περίπτωση να χαθείς. Ανοίγεις απλά την πόρτα και αρχίζεις να κατεβαίνεις τις πολλές
δυστυχώς — μα
πάρα πολλές — σκάλες…
αλλά
μη
σε νοιάζει, μόνο μια φορά τον χρόνο είπαμε γίνεται αυτό».
Welcome to Hell
Το άλλο πρωί ακολουθώντας πεζοί τη σκουπιδιάρα που πήγαινε
μπροστά, έζεχνε
κάθε γνωστή και
άγνωστη βρωμιά, και ξερνούσε πηχτό μαύρο καπνό στον ουρανό, με τους κασμάδες και τα φτυάρια στους ώμους ξεκινήσαμε γεμάτοι αλλόκοτη χαρά, ήταν όλα παράξενα
φωτεινά μετά τη βραδινή βροχή, τα χόρτα όσο πλησιάζαμε στο νεκροταφείο χόρευαν σαν τρελά στον αέρα που άλλαζε συνεχώς κατεύθυνση θαρρείς και ερχότανε από όλα
τα
σημεία του ανεμολογίου ταυτόχρονα.
Στην είσοδο σταματήσαμε
όταν μας χαιρέτισε ο φύλακας, έτεινε το χέρι στον πρώτον από μας, για να το κρατήσει έτσι μετέωρο για λίγο και να το μαζέψει αμήχανα πίσω, μιας και όλοι μας τον αγνοήσαμε κοιτώντας τον όμως στα μάτια, μέχρι που πέρασε μπροστά του ολόκληρη η πομπή.
Το χώμα ήταν παγωμένο, σκληρό, όμως σκάψαμε βαθιά, σκάψαμε ιδρώνοντας
σαν καουμπόηδες παρ’ όλη την παγωνιά.
Έπειτα η σκουπιδιάρα έκανε μανούβρα
και ήρθε με την όπισθεν στην άκρη της τρύπας όπου ανασήκωσε την καρότσα της και άρχισε να ρίχνει…
Βινύλια και CD, καμένες χορδές, δαγκωμένα
μικρόφωνα και σπασμένα τύμπανα, αφίσες και βιβλία, άπειρα σταμπωτά μπλουζάκια, τόνους από τρίχες, τρίχες μακριές, κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, φαβορίτες, μούσια, μερικά
μουστάκια, παντελόνια τζην και δερμάτινα, στενά, σωλήνες, καμπάνες και βερμούδες, σαλβάρια και φουλάρια, ζώνες, κονκάρδες, σταυρούς και πεντάλφες, σήματα της ειρήνης, περικυκλωμένα
άλφα, μπότες, αθλητικά και άρβυλα, χαϊμαλιά, μια δυο σαγιονάρες, λουριά, καρφιά, ουρλιαχτά και αναστεναγμούς, come on και baby και yeah, αμέτρητα οινοπνευματώδη με αδιαμφισβήτητο πρωταθλητή το ουίσκι, και άλλα
τόσα ναρκωτικά
γνωστά,
άγνωστα και κάποια που ίσως ακόμη δεν έχουν ανακαλυφθεί, και άλλο τόσο σπέρμα, λίγο αίμα και πολλά ξερατά, άθεους,
θεούς της Ανατολής, σατανάδες, πάνες και Διόνυσους, μα και λίγους χριστιανούς, σάλια, μισόλογα
και
απελπισμένους
στίχους της καψούρας, της σούρας και της μαστούρας, στάχτες γλυκών ονείρων, ολόκληρες κομμάτες εφιαλτών, επαναστατικές κραυγές που ακολουθούνταν συνήθως από ρεψίματα της βαρυστομαχιάς,
οιδιπόδεια συμπλέγματα, κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας σε οικονομική συσκευασία, αυτισμό, ματαιοδοξία, κι αλλά πολλά στην τρύπα που σύντομα θα γινόταν ο ανεμοδαρμένος τάφος του Rock and Roll.
Ένας ξερακιανός, που παπά τον λέγανε, μουρμούρησε
κάτι που εκλάβαμε όλοι σαν προσευχή αν και σίγουρα
δεν
ήταν, πέταξε το τσιγάρο του, έφτυσε, γύρισε την πλάτη, πέρασε περπατώντας σκυφτός τον λιθόστρωτο κήπο του νεκροταφείου φτάνοντας στην είσοδο, και χάθηκε στο σοκάκι των ανεμοστρόβιλων. Σιωπηλοί, σέρνοντας τα βήματά μας ακολουθήσαμε…
Στον δρόμο για το σπίτι όπου οι γυναίκες είχαν φτάσει ήδη και ετοίμαζαν τον καφέ, το ζίτο, και γέμιζαν τα ποτήρια με κονιάκ, ο Ροκαμαδούρης
ο Μυστήριος φορώντας πάντα το αγαπημένο του μπλουζάκι που έγραφε «Rock and roll is dead… MOON», έπιασε πρώτος το τραγούδι, για να μπούμε ολόκληρη αυτή η θλιβερή σκούρα
γραμμή στο ρεφρέν…
«Rock and roll heroes rock and roll dreams,
rock and roll theories rock and roll schemes, you gave me the best years of my life, thank you for the best years of my life»...
*Στη μνήμη του Fred Cole.
text: saunterer – Από τη λάθος πλευρά, εκδόσεις Απόπειρα 2014.
music: Barracudas – The Best Years, Wait For Everything LP, Shake The Record Label 1991.
music: Barracudas – The Best Years, Wait For Everything LP, Shake The Record Label 1991.