Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Το καφενείο



«Πάω στο καφενείο, τι χαρά!»
Μιχάλης Μπούκλης

Μ αρέσει το καφενείο. Πηγαίνω από μικρός. Κάναμε κοπάνα απ το γυμνάσιο κι ερχόμασταν στο κέντρο για να πάμε στο Αιγαίο (δεν θυμάμαι αν στο τέλος είχε και «ν»), το Αχίλλειο –πριν αλλάξει, εκμοντερνιστεί και γίνει στέκι της Βανδή μια εποχή που ήταν φοιτήτρια- και το Ματζέστικ.
Αμφότερα στην παραλιακή, από τότε που έκλεισε και το Ματζέστικ που ήταν το πιο αγαπημένο μου, παραλία κάθομαι μόνο σε παγκάκι. 

Ήταν ωραία στο Ματζέστικ έλεγα, ήταν περίπου σαν κι αυτό της φωτογραφίας πιο πάνω χωρίς πλάκα! (λέτε να είναι αυτό; καθόλου απίθανο να υπήρχε από τότε...)
Συνέχισα λοιπόν να πηγαίνω εκεί, μέχρι τη μέρα που έκλεισε κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’90 θα πρέπει να ήταν, ή αρχές 00 δεν θυμάμαι και καλά. Αν κάποιος αναγνώστης έχει δυνατότερη μνήμη ας με διορθώσει. 

Τα καλύτερα χρόνια του όμως ήταν εκεί μέσα με τέλη του ’80, και αρχές του ’90.
Φρικιά, πανκιά, κουλτούρα, διανόηση, ζητιάνοι και τρελοί - κάθε αξιοπρεπές καφενείο έχει τους τρελούς του- ενωμένοι με αστούς συνταξιούχους της γειτονιάς, που έβγαιναν κουστουμαρισμένοι κι ατσαλάκωτοι να πιουν τον ελληνικό τους. Ο Γιώργος ο ψηλός καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται, πάνω κάτω όλη την ώρα με τον δίσκο στα χέρια, και να περνάει απ το τραπέζι μας και να μας λέει ότι θέλει να του δώσουμε όλοι από μια φωτογραφία μας να μας καδράρει στον τοίχο και να καμαρώνει για τους εκλεκτούς πελάτες του. Τέτοια μούτρα που είχαμ’ όλοι.
Εγώ πάντως, με το ροκαμπιλάδικο κοκοράκι μου, ήμουνα ο πιο σεμνός, των υπολοίπων το μαλλί κυμαινόταν από τον φοίνικα των Κιούρ μέχρι μοϊκάνα... 

Ωραίος ήταν κι ο άλλος ο σερβιτόρος, ένας χοντρούλης ασπρομάλλης που θα μπορούσε να έχει σερβίρει και τον Γεώργιο τον Α λίγο πριν τη δολοφονία του εδώ στην πόλη.  
Ήσουνα πάντως πούδρας όταν έπιανες τραπεζάκι έξω, με τον Θερμαΐκό φάτσα κάρτα να χρυσίζει από τον ήλιο (μπορεί να ήταν και τίποτα κουράδες, δεν ξέρω) και το ανοιξιάτικο αεράκι να σου χαλάει το μαλλί. 
Ο Πλούτο των Mushrooms, συνήθως κάπου εκεί γύρω να ψάχνεται για να γίνει, του είχαμε συστήσει και την άκρη μας ένα φεγγάρι, πολύ καλό παιδί, Θεός σχωρέστον.
Και τον χειμώνα όμως, κάτι Σαββατιάτικα κρύα πρωινά ύστερα από βινυλότσαρκα στο Ρόλιν Άντερ και βιβλιότσαρκα στου Ραγιά, έπιανες τραπέζι δίπλα στη σόμπα, γλυκοκοίταζες τα εξώφυλλα των δίσκων, φυλλομετρούσες τα βιβλία, κι ύστερα κάρφωνες το βλέμμα στη θάλασσα σαν παλιός ναυτικός. Άρχοντας σας λέω.

Εκείνες τις εποχές πηγαίναμε και στο Αστόρια (υπάρχει ακόμη, «μοντέρνο» πια και τούτο) στο Ναβαρίνο. Καλό κι αυτό, όχι σαν το Ματζέστικ, αλλά μας έπεφτε πιο κοντά. Εκεί βέβαια θα συναντούσες σχεδόν καθημερινά, τον παραγνωρισμένο γίγαντα της Σαλονικιότικης ποίησης, του οποίου ένας στίχος ανοίγει αυτό το κείμενο, τον συγχωρεμένο Μιχάλη Μπούκλη.
Να παίζει πάντα τάβλι γκρινιάζοντας, βρίζοντας, κάνοντας προσευχές όταν δεν είχε ρέντα, απαγγέλοντας αρχαία ελληνικά ρητά και τραγουδώντας παλιά ρομαντικά τραγουδάκια με την ένρινη μπάσα φωνή του, όταν του χαμογελούσε το ζάρι.
Μπορεί επίσης να παρατηρούσες έκπληκτος και κάποιον από την χαρούμενη και χαμογελαστή παρέα μας, να προσπαθεί να μαζέψει με το χέρι του από την πλάτη ενός ανύποψίαστου παππουδερoύ, την φτυσιά που μόλις είχε εκτοξευτεί απ το στόμα του και στο τέλος επιτυχώς να την τοποθετεί ξανά πίσω στη γλώσσα του... Ήταν το μισό τριπάκι που βήχοντας του έφυγε.

Πολύ καλά περνούσαμε κι εκεί, αν μας τη βαρούσε σηκωνόμασταν και παίζαμε με τα άρβυλα μπάλα στην πλατεία. Άμα βαριόμασταν και την μπάλα πηγαίναμε στα ηλεκτρονικά λίγο πιο πέρα, μια οπτασία ήταν κι εκεί, φλιπεράκι, Σανγκάη κι άγιος ισχυρός, αλλά σήμερα μιλάμε για τα καφενεία, οπότε δεν δίνω άλλες λεπτομέρειες για το θέμα.
Από καφέδες εννοείται ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από φραπέ κι ελληνικό. Κάτι φρέντο και πουτσίνο ούτε τα είχαμε φανταστεί.

Μετά άρχισαν ν ανοίγουν τα «μοντέρνα» καφενεία, μετά τα «παραδοσιακά», και τώρα πλέον γίνεται της πουτάνας... αλλά πως να το κάνουμε, ούτε γω έχω είμαι ίδιος ούτε όμως και τα καφενεία είναι πια αυτό που ήταν κάποτε...

Πηγαίνω ακόμη καμιά φορά πάντως, υπήρχε και υπάρχει ακόμη ο Πύργος στο Ντορέ, καλό κι αυτό, μου πέφτει πλέον λίγο μακριά, αλλά άνοιξη και καλοκαίρι την ώρα που έρχεται το βραδάκι είναι χάρμα... αν δεν έχει βέβαια κανένα ματς να γκαρίζει η τηλεόραση τέρμα...

Πιο κοντά στο σπίτι, έχω βρει δύο τρία που μ αρέσουν, μα έχουν όλα μουσική, κι έχουν βάλει κάτι ωραία γκομενάκια να σερβίρουν, ένα είδος εναλλακτικού κονσομασιόν, και αλλάζει η ατμόσφαιρα... είμαι ανατολίτης στο θέμα αυτό, το καφενείο πρέπει να είναι τόπος να μιλήσεις και ν ακούσεις τον άλλον να μιλάει, άντε κι αν είσαι χαρτόμουτρο να παίξεις πρέφα... ή έστω, μιας που οι φίλοι είναι χαμένοι ο καθένας στον μικρόκοσμό του ανεβαίνοντας τον δικό του Γολγοθά, κι οι άγνωστοι χωμένοι στη μικροοθόνη τους, ν αράξεις μόνος, να χαζέψεις έξω τον δρόμο, τον κόσμο, να σκεφτείς... όχι ν ακούσεις μουσική και να χαλβαδιάζεις γκομενάκια... τα μπαρ τι τα έχουμε;


Έγραψα και τη λέξη κλειδί, την «οθόνη»... το τι γίνεται τα τελευταία χρόνια με τα κινητά και τα φορητά ρε παιδί μου... όλοι μια οθόνη κοιτάζουν... ακόμη και στα λαϊκά καφενεία στις γειτονιές, τηλεόραση, ειδήσεις και μπάλα... και να ‘ταν μόνο εκεί... όλοι, παντού μια οθόνη κοιτάζουν... ακόμη κι αυτή τη στιγμή εσείς κι εγώ! άσε άσε σας λέω, από τη μια οθόνη ο άλλος η κατάστασης, δε μας χωράει πια ο τόπος.
Ευτυχώς έχω να σκέφτομαι και να παίρνω θάρρος, ότι με περιμένει πάντα το θρυλικό καφενείο της Χρυσούλας, εκεί στο χωριό στη Κρήτη που πηγαίνω τα καλοκαίρια, όπως και πολλά άλλα παρόμοια, σπαρμένα μέσα στα βουνά, όπου μπορείς να κάτσεις και να πιεις τον καφέ σου και τις ρακές σου κουβεντιάζοντας με ντόπιους κι ξενομπάτηδες για τα τρέχοντα αλλά και τα επέκεινα, γνωρίζοντας ξανά... τον άνθρωπο, όπως μόνο στο καφενείο μπορείς να τον γνωρίσεις, που λέει κι ένας φίλος απ’ το νησί, που έχει τα χρονάκια του και την πείρα...

Όλα αυτά τα σκέφτηκα που λέτε, μετά που διάβασα μια προπέρσινη συνέντευξη του
αειθαλούς ενενηνταεπτάχρονου Λόρενς Φερλινγκέτι, όπου μεταξύ άλλων ωραίων αναφέρονται και τα εξής:

Από το παράθυρο του γραφείου του ο Φερλινγκέτι αγναντεύει τη γειτονιά του Νορθ Μπιτς, τη γειτονιά του που αλλάζει λέει, όπως και ολόκληρο το Σαν Φρανσίσκο.
Πάρτε για παράδειγμα το αγαπημένο του καφενείο της γειτονιάς, όπου μας λέει, πλέον κανείς δεν μιλάει σε κανέναν, γιατί απλά όλοι κοιτάζουν μπρος σε μια οθόνη. 
«Χθες το πρωί πήγαινα προς τα εκεί και διασταυρώθηκα μ έναν τύπο. Του είπα 
Καλημέρα’’ μα δεν με κοίταξε καν. Απλά με προσπέρασε» αναθυμάται γελώντας.

Και μπορεί με τον αγαπητό Λόρενς να μας χωρίζουν πέραν όλων των άλλων και πενήντα χρόνια διαφορά, αλλά αυτήν ακριβώς την αίσθηση έχω και γω για το συγκεκριμένο θέμα... και για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο γενικότερα.