Mare verborum, gutta
rerum
~Λατινικός
αφορισμός*
Φτώχεια καταραμένη
ένδεια φρικτή
όπως και να το δεις…
Η αρρώστια κάποιοι λεν ήρθε μετά
ψέματα, μπούρδες, πάω στοίχημα ότι θες
ότι περίμενε εδώ από παλιά
λουφάζοντας σαν το μαύρο φίδι κρυμμένη.
Δίχως ούτε μια εικόνα να προσευχηθώ
κι ούτε έστω, ένα μαχαίρι να σφαχτώ
ορφανή από αγίους και ήρωες
τόσο βαθιά μέσα στην ιστορία
θάφτηκα
τόσο μακριά στον χρόνο
χάθηκα.
Ν’ ανοίξω δρόμο πια δεν το μπορώ
βαρέθηκα και να ακολουθώ
έμεινα εδώ άγονη, ξεμαλλιασμένη
να χτυπιέμαι στο κενό
να τρώω τις σάρκες μου
όσες δεν φεύγουν με τον αέρα σαπισμένες.
Καταβεβλημένη απ’ τη ναυτία
παραληρώ για οφειλές, εισφορές
φόρους, χρέη κι επενδυτές
λεφτά, λεφτά, λεφτααααά!
γρούζω και ξερνώ χολή, κατάρες, ικεσίες
λιμνάζω μέσα τους
κι όμως στιγμές
βγάζω για λίγο στον αέρα το κεφάλι μου
και πιάνω ξανά να τσαλαβουτώ, να σαχλαμαρίζω.
Αιμορραγώ απ’ όλες τις οπές μου
χέζω και γεμίζω τον αβυσσαλέο βόθρο μου
με κόκκινα απ’ τις αιμορροΐδες σκατά
αρχαία θρυμματισμένα μάρμαρα
λεβέντικους χορούς και λόγους πανηγυρικούς.
Εχ… άσχημη δουλειά μου σκάρωσε η μοίρα
κι αν δεν υπάρχει αυτή
ε τότες τη σκάρωσα εγώ με τα ίδια τα χέρια μου
κι άλλο ένα χέρι, και τι χέρι Θε’ μου
βοήθειας
απ’ τους εντιμότατους φίλους μου
τώρα στα στερνά
αντί να ’ναι τιμημένα
να πρέπει να πιω σταλιά σταλιά
ολόκληρο μέχρι τον πάτο
το πικρό, γεμάτο πύον ποτήρι
της μεγάλης, σαν τη θάλασσα
παρακμής μου.
Τώρα που είπα θάλασσα…
Ίσως έτσι να ’γινε.
Να πνίγηκα σε μια θάλασσα από λέξεις
να κάηκα από μια σταγόνα πράξεις
εκλιπαρώντας για λίγο ακόμη νοθευμένο λάδι
για την καντήλα.
Δε βαριέσαι…
Όλοι γινόμαστε σοφοί
όταν έχει τελειώσει η γιορτή.
Καμιά φορά, συλλογιέμαι φωναχτά:
«Να ξανάρχονταν
λέει, ένα ένα, δύο δύο, χι
χρόνια δοξασμένα»
σκάνε στα γέλια οι γύρω μου
με παίρνουν στο ψιλό
πικραίνομαι, μα ύστερα γελώ κι εγώ
με τον εαυτό μου.
Οι γιατροί κοιτούν τα χέρια μου
νίπτοντας τα δικά τους
ο πεθαμενατζής τα τρίβει
λες και θέλει ν’ ανάψει φωτιά
οι γείτονες κι οι συγγενείς
ετοιμάζονται για το πατροπαράδοτο πλιάτσικο
οι παλιοί εραστές
σαν όρνια κόβουν γύρες
ερίζοντας για το κουφάρι μου.
Γελώ και μ’ όλους αυτούς
τέτοια είναι η αρρώστια μου
που θα τους πάρω όλους μαζί μου.
* Θα μπορούσε να αποδοθεί κάπως έτσι:
«Μια θάλασσα από λέξεις, μια σταγόνα πράξεις».
text: Προδημοσίευση μέσα απ’ το βιβλίο (μου) με τίτλο «Συγκομιδή από την
εποχή της ξηρασίας»
που Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος θα
κυκλοφορήσει κάπου μέσα στον Απρίλη.
music: Demi Mondaine & Dimi Dero
– Live 1, Orange Beach Digital EP 2015.