Κεφάλαιο Ι
Είχα δει το ακρωτηριασμένο,
απ’ τον αγκώνα! χέρι με το
τατουάζ, σε όλα τα βοθροκάναλα, σε όλα τα τσοντοκάναλα, ήταν εκεί, στις
εφημερίδες, σε όλα τα σάιτ ενημερωτικά και ψυχαγωγικά όλα το ίδιο αποβλακωτικά,
τα ίδια σκατά, πρώτη μούρη το χέρι... και το τατουάζ! δεν μπορούσα να το
πιστέψω, αλλά δεν μπορούσε να ανήκει και σε άλλον, ούτε το σχέδιο, αλλά και
άντε πες ότι βρέθηκε ακόμη ένας πυροβολημένος στο σύμπαν, να χτυπήσει τα
σαγόνια του “M” των Morlocks στο ίδιο ακριβώς σημείο, λίγο πάνω απ’ τον καρπό του δεξιού χεριού, χάριν
υποθέσεως ας το δεχτούμε λοιπόν... οι μεθυσμένες γραμμές του σχεδίου όμως; η μελάνη που αλλού είχε χυθεί γενναιόδωρα
κι αλλού είχε κιόλας σβηστεί, και έκανε τα άλλοτε τρομερά σαγόνια να μοιάζουν
όχι με αυτά ενός νταβραντισμένου και αιμοβόρου βαμπίρ, αλλά με σαπισμένη
οδοντοστοιχία κανίς; η όλη προχειρότητα και τσαπατσουλιά που ανέδιδε το έργο
τέλος πάντων, έδιναν στεγνά
τον καλλιτέχνη, τον άνθρωπο που κράτησε με τρεμάμενα χέρια το πιστόλι, τον
τατουέρ με λίγα λόγια... ω! αδύνατον σας λέω, αδύνατον!... το ήξερα αυτό το
χέρι, και το τατουάζ! ήξερα και τον καλλιτέχνη, ο θεός να σε φυλάει, που βάρεσε το
τατουάζ, ήξερα και τι μέρα, και τι ώρα και ποια χρονιά! τα γνώριζα όλα γιατί
πολύ απλά... όταν έγιναν ήμουν
μπροστά...
Για ώρες έτρωγα
τα μουστάκια μου, έφτυνα τα νύχια μου, κλωθογύριζα, ένα κουβάρι μαζί με τις
σκέψεις στο δωμάτιο, άναβα το ένα τσιγάρο από τη γόπα του άλλου... από τη μια
γόπα η άλλη... απίστευτο... ρε το χέρι... ρε το τατουάζ...
Στο τέλος, δεν
άντεξα άλλο πια! αμάν με τα κουβάρια! πήρα τηλέφωνο τον Λα Τους Μεσιέ... ήταν καλός φίλος,
κοινός φίλος, και βέβαια, σωστά μαντέψατε, ήταν αυτός που είχε βαρέσει το
επίμαχο τατουάζ!... Λάζαρος
Τούσης τ’ όνομά του, αλλά εμείς
οι δυό, εγώ κι εκείνος που άνηκε το χέρι με το τατουάζ, τον φωνάζαμε Λα Τους
Μεσιέ, ή πιο συχνά, σκέτο Λα Τους... αποκλείεται να έχει μάθει τα νέα ο Λα Τους
σκέφτηκα... τηλεόραση δεν έχει, λεφτά για εφημερίδες ούτε, άσε που γενικά
χέστηκε για τα νέα, το κομπιούτερ του είναι σπίτι μου για επισκευή εδώ και
πόσους μήνες γιατί τσιγκουνεύεται το ανταλλακτικό, «και ψηλέ στ’ αρχίδια μου βασικά το ίντερνετ» λέει,
κινητό έχει ένα «απλής χρήσης» που λένε, το έχει εδώ και καμιά οκταετία,
δουλεύει μια χαρά, οπότε...
Στο τρίτο
κουδούνισμα ο Λα Τους το σήκωσε! σίγουρα έκανε άθλο...τόσο γρήγορα... στη πρώτη
κλήση... και ως εκ θαύματος τον συνέχισε... τον άθλο του... θαρρείς και είχε
βαλθεί να φτάσει τους δώδεκα! ως νέος Ηρακλής! τον συνέχισε όταν του είπα «έλα ρε μαλάκα
Λα Τους, τι γίνεται;» και
δίχως δεύτερη ανάσα «πρέπει να σε δω, έχω να σου πω, επείγον! να έρθω από κει;» κι αυτός δίχως δεύτερη σκέψη, πράγμα που καθόλου
δε συνήθιζε, μου απάντησε «και δεν έρχεσαι; πάνω στην ώρα! κι ότι βαριόμουνα να βγω για καπνό, φέρε μου!
και που ’σαι
θέλω και χαρτάκια, τα ρίζλα τ’
ασημένια και φιλτράκια του σουάν τα κίτρινα, πάρε και καμιά σοκοφρέτα...» θα
μπορούσε να το συνεχίσει έτσι και να με στείλει να του κάνω τα ψώνια της
βδομάδας από το σούπερ μάρκετ και στο τέλος να «ξεχάσει» να μου δώσει και τα
λεφτά, αλλά εγώ, πονηρός ο βλάχος, παλιά πουτάνα, τον έκοψα... «έγινε Λα Τους
μου, ότι πεις εσύ πασά μου, δεν θα προλάβει να σε πιάσει η χαρμάνα της
νικοτίνης, η υπογλυκαιμία της τετραϋδροκανναβινόλης, κι εγώ θα
είμαι εκεί! φύλακας άγγελος! κοίτα έχω κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει, άλλος
ήλιος έχει βγει...».
«Τι λέει ρε μαν;» ο Λα Τους
στέκεται στη πόρτα με το γκρίζο μούσι να
θροΐζει και το ακόμη πιο γκρίζο μαλλί ν’
ανεμίζει, σε λούκ τρελού επιστήμονα ή λούκ μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο,
φορώντας μόνο ένα, δε θα το έλεγες και πολύ καθαρό, κάποτε άσπρο, κασκορσέ,
στολισμένο μπροστά με πινελιές καρπουζιού, κι ένα ακόμη πιο δυσδιάκριτα καθαρό,
ασορτί, με κίτρινες ανταύγειες μπροστά και καφέ πίσω, σώβρακο... χαμογελάει...
Το σπίτι μέσα στα μαύρα σκοτάδια, τα στόρια μέχρι κάτω
κλεισμένα, σπηλιά του θηρίου κανονική! ρούχα, παπούτσια, σακούλες, ποτήρια και
τασάκια, βιβλία, εργαλεία κι ότι άλλο, ανάκατα, σωροί, κουβάρια, πάλι κουβάρια, παντού αυτά τα κουβάρια! από εδώ κι από
κει, λες και μόλις φύγαν οι διαρρήκτες και περιμένει τη σήμανση... μια μελωδία
πλανάται σαν μύγα στον αέρα, χμ, γνωστή! μα ζαλισμένη από το ντουμάνι και τη
κλεισούρα, για να μη πω την μπόχα, μια μελωδία... χμ...
«Τι ακούς ρε Λα Τους;» του λέω
την ώρα που τρέχω και αρχίζω να σηκώνω το μεγάλο στόρι της μπαλκονόπορτας, με
τελικό σκοπό ν’ ανοίξω το παράθυρο.
«Κατ’ αρχήν άνοιξε το παράθυρο αφού έχεις τόσο ευαίσθητη
μύτη, είσαι κι ευαισθητούλης ψηλέ μου το ξέρω! έτσι είστε οι φλώροι, οι
κάλπιδες, οι συγγραφείς... άνοιξέ το, αλλά κατέβασε πάλι και γρήγορα το
στόρι!», βρυχάται ο Λα Τους, κι εγώ που ξέρω πόσο ενοχλεί τα μάτια του Λα Τους
η αντηλιάρα, υπακούω πάραυτα.
Η μελωδία συνεχίζει να τιτιβίζει, να τρεκλίζει... «τι
είν’ αυτό ρε Λα Τους; ψαγμένο σε
βρίσκω...».
«Πήγαινε κοίτα στο πικάπ ψηλέ, μη το φοβάσαι,
πήγαινε...».
«Set
the controls to the heart of the sun; πως ακούγεται έτσι ρε Λα Τους; τι φάση εκτέλεση να πούμε;».
«Κοίτα πιο προσεκτικά τα κουμπιά του πικάπ ψηλέ μου, γίνε
σωστός ντετέκτιβ, στάσου στο ύψος των περιστάσεων, στο ύψος του ινδάλματος σου
του Μάρλοου! πρόσεξε το στροφόμετρο... άντε ντε!... όλα έτοιμα, όλα στο πιάτο
τα θέλει ο ψηλός...», αποκρίνεται ο Λα Τους, και συνεχίζει την καθυστέρηση,
έχοντας και μια έκφραση στη λατουσένια φάτσα του λες και σε λίγο, από στιγμή σε
στιγμή, πρόκειται ν’ αποκαλύψει την έλευση εξωγήινων στα μπαϊρια απέναντι.
«Πσσσσσς... 45 στροφές!»
«Παρά κάτι ψηλέ μου, παρά κάτι...»
«Ρηξικέλευθος ντι τζέι ο Λα Τους... έτοιμος πάντα να καταπλήξει
τα πλήθη... κυρίες και κύριοι... θαυμάστε τον!»...
Αν τον αφήσω να μου απαντήσει, μπορεί ν’ αρχίσει να
αγορεύει... κάτι για τις στροφές των πικάπ, για τον ιμάντα, για τους Πινκ
Φλόυντ, την ψυχεδέλεια, το σουίνγκιν Λόντον, την καρδιά του ήλιου, την καρδιά
του σκότους, για κάτι!... τα σπουδάζει και τα φιλοσοφεί όλα ο Λα Τους! ... αλλά
εγώ... είπαμε... παλιά πουτάνα! τον έχω γεννήσει... βράχος... αφήνω στην ησυχία
του το πικάπ να γυρνάει όπως γουστάρει ο κύριός του, στρέφομαι γρήγορα ευθεία
στη λατουσόφατσα, σημαδεύω, και πυροβολώ.
«Μαλάκα Λα Τους... είδα τον Βαλπαράιζο... βασικά το χέρι
του».
Συνεχίζεται...