Τρίτη 31 Μαΐου 2016

The Decline!



Αν και τα τραγούδια τους ήταν τόσο ωραία όσο τα εξώφυλλα και τα μπλουζάκια τους, ε τότε σίγουρα θα τους κατέτασσα ανάμεσα στις αγαπημένες μου νέες μπάντες. 

Πάντως δε μπορώ να πω, το «παράνομο» rock and country roll τους είναι συμπαθητικό, μαζί και ο τραγουδιστής έτσι που ακούγεται σαν να είναι ο Mike Ness μεθυσμένος από κόκκινο κρασί αντί για γουίσκι, και γεννημένος στη Γαλλία.

Όσο για το μπλουζάκι, αν και έχω πάψει να φοράω τισέρτια συγκροτημάτων, το συγκεκριμένο θα το τιμούσα άνετα… κι ας προτιμούσα το σκίτσο της γάτας διαφορετικό… αυτό είναι λεπτομέρεια μπρος στην αδιαφιλονίκητη αλήθεια και σοφία του motto. 




Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

The Spectre's Revenge - I Told No Lies


Αυστραλέζικων mid-80’s το ανάγνωσμα και σήμερον.
Ο λόγος για το I Told No Lies των Spectre’s Revenge, μιας μπάντας που στο πέρασμά της από τη σκηνή (γρηγορότερη κι απ’ τη σκιά της) άφησε πίσω της ένα και μοναδικό single που βγήκε το 1985 σε παραγωγή του Lobby Loyde, στην ιστορική Au Go Go, το No Noon At Midnight με b-side το (I Wanna Be Like) Maynard G. Krebs, και μια κασέτα με τον τίτλο Thus Far… με πρόβες και αποσπάσματα από διάφορες συναυλίες μεταξύ του 1983 και ’85.

Από εκείνη την περίοδο (ή μήπως όχι?) θα πρέπει να είναι και το I Told No Lies που περιεχόταν στη συλλογή Swingin’ From The Treed – A Sydney Compilation της Au Go Go και πάλι, που βγήκε το 1988 και περιείχε εκτός από τους Spectre’s, ονόματα όπως οι Naked Lunch, οι Mushroom Planet, οι Eastern Dark, οι  Psychotic Turnbuckles και άλλα...ωραία πράματα δηλαδή.

Όπως ωραίο, πολύ ωραίο, είναι και το I Told No Lies, με μελωδία, στίχους, φωνή και κιθάρες που θα μπορούσαν να το καθιστήσουν εκτός από κλασσικό (στ’ αυτιά των απανταχού αντιποδο-πυροβολημένων) ακόμη και εμπορικά πετυχημένο, αν o Peter Simpson, κιθαρίστας, τραγουδιστής, συνθέτης και τελικά ηγέτης απ’ ότι φαίνεται της μπάντας, συνέχιζε να πιστεύει στο μέλλον αυτής, και δεν πήγαινε να αναζητήσει (και στο τέλος να βρει!) την (σχετική πάντα) επιτυχία μαζί με τους James Baker και Boris Sujdovic, σχηματίζοντας τους Dubrovnicks.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία….


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

της ροκαμπιλοπανκοψυχεδελοπόπης


Για τους Underground Youth, τους δίσκους, τα live και την Olya τα έχουμε πει εκατό φορές από εδώ μέσα, ας μην επαναλαμβανόμεθα λοιπόν....
Το Σαββατιάτικο live στην φτωχομάνα ξεκίνησε μεν κλασσικά σαν Ian Curtis on acid αλλά στη πορεία έσκασαν μύτη και ο Lux Interior μαζί με τον Alan Vega on γουατεβα και έγινε της ροκαμπιλοπανκοψυχεδελοπόπης....
Εμένα πάντως μου έμεινε η απορία για την απουσία των VIPS της γενιάς μου από το live, αυτούς που μπορείς να τους βρεις σε κάθε λαιβοπαπαριά αλλά στους συγκεκριμένους για ακόμη μια φορά ήταν άφαντοι... λες και κάθε μέρα μπορεί κανείς να δει τέτοια γκρουπ που το έχουμε πει ότι δεν παίζουν τίποτα καινούργιο, αλλά το κάνουν τίμια, με έμπνευση και με στυλ, και έχουν και την Olya να βαράει τα τύμπανα ρε παιδί μου, λίγο είναι αυτό?
Ας είναι....τα VIPS μάλλον κάνουν μαλάξεις στη ραγισμένη τους καρδιά να πάνε αύριο να δούνε indie κλάψα-καψούρα φάση, τους αγαπούληδες τους Tindersticks. 

Η φωτογραφία είναι του γνωστού γείτονα ranx xerox και το βιδεάκι από Αθήνα μεριά γιατί στην παρέα, ολονών τα χέρια προτίμησαν να κρατούν μπύρες και τσιγάρα αντί για κάμερα...

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

is this real?


-       Μα το μόνο που κάνω είναι να υπερασπίζω την κοινωνία απ’ τους εγκληματίες, είπε ο Νουρ ελ Ντιν. Τι σόι άνθρωποι είσθε λοιπόν! Ζείτε έξω απ’ την πραγματικότητα.
-       Η πραγματικότητα για την οποία μιλάς, είπε ο Γκόχαρ, είναι μια πραγματικότητα φτιαγμένη από προκαταλήψεις. Είν’ ένας εφιάλτης που επινοήθηκε από προκαταλήψεις. Είν’ ένας εφιάλτης που επινοήθηκε απ’ τους ανθρώπους.
-       Δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες, είπε ο Νουρ ελ Ντιν.
-       Ναι, είπε ο Γκόχαρ. Υπάρχει πρώτα-πρώτα η πραγματικότητα που γεννήθηκε απ’ την απάτη, μέσα στην οποία και χτυπιέσαι σαν το ψάρι στο δίχτυ.
-       Και ποια είναι η άλλη;
-       Η άλλη είναι μια χαμογελαστή πραγματικότητα, που αντανακλά την απλότητα της ζωής. Γιατί η ζωή είναι απλή, κύριε αξιωματικέ. Τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει; Λίγο ψωμί φτάνει.
-       Και λίγο χασίς επίσης δάσκαλε! είπε ο Γιέγκεν.
-       Ας είναι, παιδί μου! Και λίγο χασίς επίσης.
-       Μα αυτό είναι άρνηση κάθε προόδου! ξεφώνισε ο Νουρ ελ Ντιν.
-       Πρέπει να διαλέξεις, είπε ο Γκόχαρ. Την πρόοδο ή την ειρήνη. Εμείς διαλέξαμε την ειρήνη.
-       Κι έτσι Εξοχότατε, σου χαρίζουμε την πρόοδο, είπε ο Γιέγκεν. Διασκέδασε καλά μαζί της. Σου ευχόμαστε καλή διασκέδαση.

text: Albert Cossery – Mendiants et orgueilleux, στα ελληνικά: Αλμπέρ Κοσερί «Ζητιάνοι και περήφανοι», μετάφραση Δήμητρα Ζορμπαλά, εκδόσεις Χατζηνικολή 1991.

music: Link Protrudi and the Jaymen – Surfin’ the Nile, Seduction LP, Music Maniac 1994.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

THE BEVELs


Ένας από τους λόγους, ο βασικότερος μάλλον, που συνέχεια αναβάλω να κλείσω τούτο το blog, είναι το ότι θα πάψω να μοιράζομαι με λίγο περισσότερους ανθρώπους απ’ ότι ο στενός φιλικός κύκλος που δεν χάνω ευκαιρία να του τα πρήξω με τις καινούργιες μου μουσικές αγάπες, θα πάψω να μοιράζομαι έλεγα,  τον ενθουσιασμό που με κυριεύει –όλο και λιγότερες φορές όσο περνάει ο καιρός- στο πρώτο άκουσμα συγκροτημάτων όπως οι The Bevels.

Ένα Garage Punk συγκρότημα με όλη τη σημασία αυτών των δύο λέξεων –γιατί κι αυτές, οι λέξεις, έχουν χάσει πια το νόημά τους έτσι επιπόλαια που τις ξερνάμε απ’ το στόμα μας κάθε τρεις και λίγο- που ιδρώνει τις Dead Moon φανέλες του γρατζουνώντας και ουρλιάζοντας πάνω στους πανάρχαιους γρασοποτισμένους ύμνους της μεγάλης υγρής κρύπτης.
Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν στη σύνθεσή, του έχοντας μάλιστα αναλάβει και τα φωνητικά εκτός από το μπάσο βρίσκουμε τον Σάκη Γιάντση, μπασίστα του καλύτερα κρυμμένου γκαραζοθυσαυρού της χώρας, τους θρυλικούς –τουλάχιστον στο δικό μου, και μερικών άλλων που ξέρω, μυαλό-  και αδικοχαμένους Unknown Passage.

Τύμπανα του σπηλαιανθρώπου, μονομανές παίξιμο στις κιθάρες και το μπάσο, εκτροχιασμένα πωρωμένα και ναΐφ φωνητικά, απολαυστικά, βάλσαμο για τη βασανισμένη γκαραζοψυχή μας ουρλιαχτά, ο παράδεισος επί της γης για τους φονταμενταλιστές πιστούς της Εκκλησίας του Γκαράζ.
Garage, Garage, Garage, το γράφω ξανά και ξανά να το ευχαριστηθώ αφού τελευταία η επαφή μου με τα νέα ανάλογα σχήματα, με είχε κάνει να χασμουριέμαι στο άκουσμα αυτής της λέξης.

Πωρώθηκα τώρα...κάτι τέτοιες μπάντες με κάνουν ακόμη να υπερασπίζομαι με νύχια και με δόντια μπρος στον ιεροεξεταστή εαυτό μου, το ότι πέρασα πολλά από τα χρόνια μου ακούγοντας πέρα από τα πουλιά, τις κόρνες των αυτοκινήτων και τις φωνές των ανθρώπων, αποκλειστικά αυτό το ταλαιπωρημένο μουσικό είδος που ονομάζεται Garage Punk.

Ας αφήσω όμως πίσω για την ώρα τη γεροντική μίρλα…

Από τα μοναδικά άγρια και όμορφα βάθη της δυτικομακεδονικής γης, το Αμύνταιο και τις πόλεις και τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, εκεί που κάποια βράδια οι ασθενείς της Garage Disease ιδρώνουν πάνω και κάτω από σκηνές μπαρ με ονόματα όπως Στου Θωμά», «Ψύλλος», «Μανδρακούκος», οι Bevels…σύντομα με τον πρώτο τους δίσκο στα ράφια από το Magnetic Fidelity  Studio. 



Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Shane Warren Hicks - Acoustic Versions


Τσιγκούνικη η συνεισφορά μου αυτό τον μήνα θα έλεγε κανείς, μιας που η πρότασή μου σχετικά με το κάτι καλό που θ’ ακούσετε, έχει να κάνει με ένα ψηφιακό EP τεσσάρων τραγουδιών, και σαν να μην έφτανε αυτό, στα λιγοστά τραγούδια του θα ακούσει κανείς μόνο φωνή και ακουστική κιθάρα.

«Μόνο» έγραψα; Όταν έχουμε να κάνουμε με την ειλικρινή loner ερμηνεία και τη βραχνή φωνή των (Αυστραλών, τι άλλο;) Blackwater Fever* τα λιτά αυτά συστατικά αποδεικνύονται υπέραρκετά για λειψά δέκα λεπτά εγγυημένης και σκονισμένης απόλαυσης στα μονοπάτια που χάραξε ο Townes Van Zandt. 
 
* Όσοι αγνοείτε ακόμη τους Blackwater Fever, τόσο το χειρότερο για σας… θα πρότεινα να ξεκινήσετε την ακρόαση των δίσκων τους με τη σειρά που τους κυκλοφόρησαν από το 2006 κι έπειτα, και (αν σας λέει κάτι η λέξη Blues) θα αποζημειωθείτε πλουσιοπάροχα.

bandcamp

Πρώτη δημοσίευση στη συλλογική στήλη του mic.gr : "Κάτι καλό να ακούσω".


Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Wolftone - Bring Down The Sun

Nasoni
2016

Συχνά-πυκνά μέσα στον ενθουσιασμό από το άκουσμα ενός πρωτοεμφανιζόμενου και μαζί ωραίου γκρουπ, συνηθίζουμε να υπερβάλουμε σε χαρακτηρισμούς, κοσμητικά επίθετα, και τέλος, στη βαθμολογία του δίσκου.
Εγώ τουλάχιστον το καταλαβαίνω, όταν έπειτα από κάποιους μήνες συνειδητοποιώ ότι δεν προστρέχω σχεδόν ποτέ πια, ν’ αναζητήσω τα τραγούδια του, και όταν το κάνω, αυτό που ακούω δεν είναι σίγουρα αυτό που λέμε «άνθρακες ο θησαυρός» αλλά ούτε και η δισκάρα που ωρυόμουν ότι άκουγα πριν καιρό.

Ολόκληρος αυτός ο πρόλογος γίνεται για να σας τονίσω ότι έχοντας σώας τας φρένας και το γνώθι σαυτόν, έχω επίσης την τιμή, να σας παρουσιάσω ένα συγκρότημα που μη κάνοντας τίποτα φοβερό και τρομερό, παρά μόνο παίζοντας τα αυτονόητα αλλά παίζοντας τα καλά - πράγμα όχι και τόσο...αυτονόητο στην εποχή μας- καταλήγει να ακούγεται σαν μια από της δυνατότερες rock and roll μπάντες που υπάρχουν αυτή την στιγμή στην Ευρώπη...τουλάχιστον.  Υπερβολές και πάλι σίγουρα αλλά...

Έρχονται με φόρα από την Ολλανδία –καιρός ήταν να βρούμε ακόμη ένα αγαπημένο γκρουπ, από μια χώρα που παρά το μικρό της μέγεθος στο μάτι, έχει βγάλει αρκετά τέτοια, από τους Outsiders μέχρι τους Mecano, και όχι δεν φτάνω σε τέτοιο ιερόσυλο σημείο να τους συγκρίνω, απλά το αναφέρω για περισσότερο σασπενς- και ο παρθενικός τους δίσκος είναι γεμάτος με Garage, Psych, Heavy και Blues ήχους, οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι παίζουν Soul και με την ευρεία έννοια της λέξης μάλλον έχουν δίκιο, κι έχουν επίσης παθιασμένα φωνητικά (και κολλητικά back vocals), φοβερές κιθάρες, rhythm section που επιδίδεται στην ερωτική πράξη, μαζί και δέρνει, κρατώντας παράλληλα και πιο αλάθητα κι απ’ τον Πάπα τον ρυθμό, 3-4 κομμάτια από αυτά που όλο λέμε ότι δεν θα ξαναγραφτούν πια, και άλλα 4-5 που πολλές φτασμένες μπάντες θα παρέβαιναν ευχαρίστως την έβδομη εντολή για να τα συμπεριλάβουν στους δίσκους τους.

Για να παρλάρω ακόμη λίγο, αφού αυτός ο δίσκος μου άνοιξε την όρεξη, να συμπληρώσω στα σχετικά με τα κομμάτια ότι οι τύποι κατορθώνουν να γράψουν ένα συνώνυμο, μα πολλά κιλά ωραιότερο και ανατριχιαστικότερο Christine από αυτό των Dubrovniks, και συνάμα τα In My Room και Bring Down The Sun, που είναι από εκείνη την στόφα των τραγουδιών που μπορούν να σε κρατήσουν καυλωμένο με το rock and roll όλα αυτά τα όχι πάντα όμορφα και ερωτικά χρόνια που μεσολαβούν από την εφηβεία μέχρι την...ωριμότητα.   
Για ακόμη πιο πέρα δεν μπορώ να εγγυηθώ, όχι για τα συγκεκριμένα μόνο, μα για οποιοδήποτε τραγούδια...

Κι επειδή γεωγραφικά είμαστε κοντά στη Σκανδιναβία, θα ήταν εύστοχο νομίζω να παραλληλιστεί αυτός ο δίσκος – και πάλι όχι απαραίτητα σαν αξία αλλά τουλάχιστον σαν την αίσθηση που αφήνει στο άκουσμά του- με το Histamin των αείμνηστων My Midnight Creeps, ή και το All Wrecked Up των Nomads, και αν αφήσουμε κατά μέρος τη γεωγραφική εγγύτητα, ακόμη και με το Hit By Hit των Godfathers ή το  Cinema Verite των Dramarama…τι θυμάμαι κι εγώ καμιά φορά ε; 

Εν κατακλείδι, οι τύποι  παίζουν rock and roll όχι γιατί όπως πολλοί άλλοι, βαρέθηκαν και δεν έχουν τι να κάνουν έτσι τυλιγμένοι που βρέθηκαν με την ασφάλεια και τα φράγκα του μπαμπά, ούτε για να βγάλουν φράγκα ντε και καλά.
Οι λεγάμενοι παίζουν rock and roll γιατί τους την έσπασε η γκόμενα και ίσως βαρέθηκαν να ακούν για φράγκα γενικά, ακόμη και τη καλύτερη γκόμενα με τα φράγκα τη βγάζει κι ο πιο βλάκας, αλλά  η μαγκιά είναι και το ξέρουν ενδόμυχα όλοι, ακόμη και ο φραγκάτος βλάκας, να την βγάζεις με το τίποτα, και βαρέθηκαν να ακούν το ίδιο άκαυλο rock από στυλάτους μπρούκληδες, και τις ίδιες μαλακίες, χαχανητά και κολακείες, και...βασικά ξέρετε τι βαρέθηκαν, ότι έχετε βαρεθεί κι εσείς εδώ γύρω, στην ωραία ατμόσφαιρα του πλανητικού χωριού που ζούμε.  

bandcamp

Πρώτη δημοσίευση: στο mic.gr