Αγαπημένο μου κοινό! (γλείψιμο κι έτσι)…δεν ξέρω τι κάνετε εσείς,
ελπίζω, εύχομαι και προσεύχομαι να είσαστε καλά, όσο για μένα συνεχίζω να χύνω
ποτάμια ιδρώτα πακετάροντας και κουβαλώντας…και όταν λέμε ποτάμια εννοούμε τουλάχιστον
Δούναβη, για να μη πω τον μεγάλο μαύρο ποταμό, το Γέρο, τον Μισσισσίπι…όχι για
πολύ ακόμη όμως… σύντομα ο saunterer ο τακτικός θα είναι και πάλι κοντά σας, να γλυκαίνει τις μέρες,
να ομορφαίνει τις νύχτες, να…σταματάω γιατί με απειλούν ότι θα με ξαναστείλουν
στον γιατρό…σύντομα κοντά σας ξανά λοιπόν, open up and bleed, μα για σήμερα το πρόγραμμα έχει…κονσέρβα…δηλαδή το ένατο orphan drugs που
δεν έχει «ανέβει» ποτέ εδώ μέσα, παρά μόνο στο tranzistor.gr…
και προσεταξεν
κυριος κητει μεγαλω καταπιειν τον ιωναν
και ην ιωνας εν τη
κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας
Σ ένα σκοτεινό υπόγειο, σαβανωμένα από τον ιστό της αράχνης,
σκεπασμένα από την σκόνη και την λήθη, ξεχασμένα από θεό και άνθρωπο, μια
στοίβα βινύλια περίμεναν υπομονετικά για χρόνια ένα ανθρώπινο –μα στην ουσία
θεϊκό για αυτά- χέρι με την πιάστρα της
βελόνας στον δείκτη για να τους δώσει την ζωή ξανά.
Η μουσική που ξεχύθηκε στο δωμάτιο δεν ήταν αυτό που θα
έλεγε κανείς όμορφη, άσε που αυτή η παλιομοδίτικη διστακτική σαν να ντρέπεται
που τραγουδάει φωνή, με την συνοδεία της κιθάρας θαρρείς του Django Reinhardt ακούγονταν παράταιρη πια σ
αυτόν τον αιώνα…τον 21ο.
Όσο για το όνομα του δημιουργού της, που από τα δεκαέξι του
είχε αποφασίσει ότι δεν είναι ο Reiner Hardt που όλοι ξέρανε, αν δεν είναι ακυκλοφόρητο των Abwarts, θα μπορούσε να
ανήκει σε έναν νεκρό πλέον πρεζάκια μπασίστα συγκροτήματος που άλλαξε την
ιστορία της μουσικής πριν καμιά τριάνταπενταριά χρόνια .
Reiner Hass που στην γερμανοαγγλική μετάφραση μας κάνει Pure Hate.
Κι όμως το μόνο κοινό που είχαν οι δυο τους πέρα του ότι
ήταν μουσικοί (αν και αυτό για τον μπασίστα σηκώνει πολύ συζήτηση) το μόνο
κοινό τους λοιπόν είναι η ιδιότητά τους ως πτώματα.
Ο ήρωας μας δε, ο Herr Hass είχε φροντίσει να εγκαταλείψει
οικιοθελώς αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο πριν 67 χρόνια, όταν βρέθηκε κρεμασμένος
από το ταβάνι του σπιτιού του, εκείνη την χιονισμένη χριστουγεννιάτικη νύχτα
του 1945.
Από παιδί που ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, μέχρι και την μέρα
του θανάτου του στα 38 χρόνια του, φαντάζομαι ότι θα ‘χε σκαρώσει πολλά τραγούδια,
αρκετά από αυτά ίσως να τα ηχογράφησε κιόλας, και θα είχε περάσει ίσως άλλα
τόσα βράδια σε πάλκα γεμάτα καπνό όπως αυτά της γοητευτικής εποχής, που όμως
έζεχνε κόλαση και έμεινε γνωστή σαν «η Δημοκρατία της Βαϊμάρης».
Αχώριστος σύντροφος από την αρχή και συνάμα έμπνευσή, η
σχιζοφρένια του, μαζί με της ασπρόμαυρες
αλλόκοτες φιγούρες του Hans Beckert,
του Dr. Caligari, και του Count Orlok, που τον γοήτευσαν και
τον επηρέασαν αργότερα.
Όταν πια η μυρωδιά της κόλασης έγινε αποπνικτική, και ο
πόλεμος μαινόταν φρικιαστικότερος έξω, παρά μέσα στο μυαλό, ο Hass αποφάσισε
ότι δεν τον χωράει ο τόπος και καλά θα κάνει να τελειώνει αυτός με όλα αυτά,
γιατί αυτά από μόνα τους δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσουν.
Όση από την ηχογραφημένη του μουσική ξέφυγε από την
ολοκληρωτική μανία των Ναζί, καταστράφηκε από την ανάλογη των συμμάχων σε
θηριωδίες όπως αυτή της γενέτειρας του Hass Δρέσδης, δύο χρόνια μετά τον θάνατό
του.
Ο χρόνος συνέχιζε να ρουφάει την ζωή τριγύρω, το σώμα του Reiner Hass αναπαυόταν
(και συνεχίζει) στην κοιλιά της Γης, το όνομά του ξεχασμένο κι αυτό στα μαύρα
σκοτάδια της κοιλιάς του κήτους, και η μουσική του όλη, αέρας, σαν να μην
υπήρξε ποτέ.
Όλη? Όλη…εκτός από τα αραχνιασμένα βινύλια που λέγαμε στην
εισαγωγή.
Αυτά αφού πέρασαν τον Ατλαντικό μέσα στην τσάντα της Frau Sophia Schmitz, πακεταρίστικαν ξανά
και ξανά από την Νέα Υόρκη στο Ιλινόις, κι από κει στο Σικάγο, αφού
στριφογύρισαν στο πικ-απ γεμίζοντας τα δωμάτια με τις μελωδίες τους, και
συνοδεύοντας την ανάγνωση των γραμμάτων του καλού φίλου που έμεινε πίσω στην
Ευρώπη, στο τέλος υποθέτω θα ξεχάστηκαν και από την ίδια την ιδιοκτήτριά τους
μέσα στην θαλπωρή της έγγαμης ζωής στον Νέο Κόσμο.
Ίσως να μπήκαν στο υπόγειο ακόμη και πριν ο Βασιλιάς
ηχογραφήσει το That’s All right και
το Blue moon of Kentucky.
Ίσως πάλι ως τα 1979 που πέθανε η Σοφία να ανέβαιναν κάποια
βράδια και να έπαιρναν την θέση τους κάτω από την βελόνα για ένα νοσταλγικό
μνημόσυνο στον αδικοχαμένο φίλο που έφυγε νωρίς, και στα νιάτα της μαζί.
Πάνω σ αυτό μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Το ότι φτάνουμε στην αρχή αυτής της ιστορίας με τα
αραχνιασμένα βινύλια, το οφείλουμε στον εγγονό της Σοφίας και μάλλον νερντ της
μουσικής σαν και σας εδώ μέσα, τον Andy O’ Brian,
που τιμωρήθηκε από τον πατέρα του γιατί πιάστηκε επανειλημμένα να κάθεται καπνίζοντας ξάπλα στο κρεβάτι και
να ακούει μουσική, τεμπελιάζοντας έτσι με τις ώρες, τιμωρήθηκε λοιπόν με το να καθαρίσει,
να γλύψει καλύτερα, το υπόγειο του σπιτιού.
Από κει και πέρα στις παράξενες μέρες που ζούμε ένα μεϊλ του
συνεπαρμένου Andy στη δρακουλιάρικη Gravewax records (που είναι σπίτι τύπων σαν τους Sons Of Perdition και
Those Poor Bastards μεταξύ
άλλων) έφτασε για να ξεράσουν τα σκοτάδια πίσω στο φως την μουσική του Herr Hass.
Το πρώτο του τραγούδι στην Αμερική, όπου για μια στιγμή
ονειρεύτηκε να ακουστεί η μουσική του (και ίσως για αυτό το περισσότερο από το
υλικό που σώθηκε έχει Αγγλικό στίχο) κυκλοφόρησε τελικά 62 ολόκληρα χρόνια μετά
τον θάνατό του, και αντί για συνοδοιπόρος της Dietrich και του
Reinhardt, είχε πλέον βαπτιστεί
ως επίτιμο μέλος μιας υποτιθεμένης Γοτθικής κάντρι σκηνής, που ξεκινάει με τους
16 Horsepower και τον Munly,
περιλαμβάνει ονόματα σαν αυτά των παραπάνω τροφίμων της Gravewax, και φτάνει μέχρι και μπάντες
σαν του Creech Holler.
Ο τρίτος δίσκος της σειράς της Rodentia το Rodenticide που
κλείνει με το Death του Hass είναι πιστεύω κατατοπιστικός.
Και μετά σου ‘βγαζε η Crypt συλογγές με 60’s garage και
σου ‘λεγε Back from the grave…Τα
τραγούδια του Hass παρασυρμένα από τον Σιμούν πήγαν μια βόλτα ως το βαθύτερο
μπουντρούμι της κόλασης και πάλι μ’ αυτόν στην πλάτη τους γύρισαν, περιμένοντας
πλέον να τυπωθούν σ αυτό που σε άλλη περίπτωση θα ονομάζαμε «πρώτο CD του
Rainer
Hass».
Ο λόγος τώρα που τα διαβάζετε όλα αυτά από έναν άνθρωπο που
έχει ακούσει όλα κι όλα μόλις πέντε τραγούδια του, είναι ότι η ιστορία αυτού
του ορφανού μουσικού, μια από τις πολλές άλλες που δεν θα δουν το φως ποτέ, και
μέσα της ίσως βρίσκουν κάποιο μικρό η μεγάλο κομμάτι τους, έτσι αναπάντεχα ξετρυπωμένη
σαν τρωκτικό απ’ το υπόγειο που είναι, αλλά και πλεγμένη με τέτοιον
αριστοτεχνικό σαδισμό προς τον ήρωα της (από τίνος χέρι άραγε?), απλά πρέπει να
ειπωθεί.
απερριψας με εις
βαθη καρδιας θαλασσης και ποταμοι με εκυκλωσαν παντες οι μετεωρισμοι σου και τα
κυματα σου επ' εμε διηλθον…
και προσεταγη τω
κητει και εξεβαλεν τον ιωναν επι την ξηραν.
*Τα παραπάνω
είχαν γραφτεί τον Αύγουστο του 2010, και απ’ ότι το έψαξα λίγο αυτό το «πρώτο CD του Rainer Hass» ακόμη να κυκλοφορήσει…
Αν το έχει
η μοίρα σου που λένε…