Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Wolves Howl Into My Heart



Βγήκε από το βορινό μονοπάτι και στάθηκε ανασαίνοντας γρήγορα στην άκρη του ασφαλτοστρωμένου δρόμου που οδηγούσε κάτω, στην πόλη τη θλιμμένη.
Γύρισε και κοίταξε πίσω του, στο δάσος το μαγικό το μυστικό, εκεί όπου αν σ’ αυτόν τον κόσμο υπήρχε κάπου ένα σπίτι γι’ αυτόν, τούτο ήταν σίγουρα εδώ μέσα, καλά κρυμμένο, απ’ τα κακόβουλα μάτια φυλαγμένο, κι έπειτα σηκώθηκε στα δυο του πόδια, όρθωσε τη ράχη του και άρχισε αποφασιστικά να κατηφορίζει για τους τόπους όπου ζούσαν τα πραγματικά ανελέητα και άγρια θηρία.
 
Όχι όμως πριν στρέψει τα κόκκινα σαν κάρβουνα μάτια του ευθεία ψηλά με ένα βλέμμα βαθύ που έβλεπε πέρα από το άψυχο σώμα της μητέρας του, πέρα από τις κορυφές του δάσους, πέρα από τα λαμπρά και πρόστυχα φώτα της πόλης, πέρα κι από τον ουρανό που φώτιζαν τώρα οι αστραπές της επερχόμενης καταιγίδας, και με το λαρύγγι του ορθάνοιχτο και τις τρίχες όρθιες σαν καρφιά σε όλο του το σώμα αφήσει να βγει μέσα από τα βάθη των φλεγόμενων σπλάχνων του, ερχόμενο από τα έγκατα του Χρόνου, για τελευταία φορά το πιο σπαρακτικό ουρλιαχτό του.

Ένα ούρλιασμα θρηνητικό και μακρόσυρτο, ένα τραγούδι του παλιού κόσμου, τραγούδι μιας άγριας φύσης αλλοτινών καιρών χαμένων, που η ηχώ του κάλυψε σαν μαύρο πυκνό σύννεφο τις βροντές των κεραυνών πετώντας από βουνό σε βουνό πάνω από την άσπρη φωτιά της καταχνιάς, ώσπου ο αντίλαλός του έσβησε αργά μέσα στου λυκόφωτος την καρτερική σιγή ταξιδεύοντας στο άπειρο.

Θα επιστρέφει όμως, όπως το κάνει πάντα, αρχαιότερο από τον πιο παλιό ανθρώπινο ήχο, θα πλανιέται στον άνεμο σαν απάντηση στη θλίψη και σάλπισμα για εκδίκηση, θα επιστρέφει όπως η πνοή και ο θυμός ακολουθώντας τον για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του. Κι ακόμη παραπέρα.

Ένα ουρλιαχτό που οδηγεί πιστότερα και από φωτιά μέσα στη νύχτα όλους τους ανέστιους, τους άσωτους γιους που έχασαν τον δρόμο, και στο πέρασμά τους δεν αφήνουν παρά ένα σύθαμπο γαλαξία από ατέλειωτες οδύνες. 
Ένα αναμμένο δαδί στο σκοτάδι, ένα σινιάλο απ’ την άλλη όχθη που φωτίζει μέσα στο έρεβος. 
Τόσο πολύτιμο, σαν τον άνεμο που σφυρίζει τις νύχτες του χειμώνα, σχεδόν μυθικό.

Στην ψυχή λυσσάνε οι αέρηδες, μέσα στην καρδιά ο λύκος, οι λύκοι που γλιτώσανε απ’ το κυνήγι και κατεβαίνουνε στην πόλη λυσσασμένοι.

text: saunterer – Εκεί που ο λυκοκτόνος ανθίζει, εκδόσεις orphan drugs 2015.
music: Dhead Shaker – WhY part1 & part 2 (Wolves Howl Into My Heart), Concerto For A Dead Man, Digital Album 2013.




Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

when I think of all the good times



«Ξέρεις κάτι, φίλε; Πάμε μια και καλή... όλα για όλα;
Εγώ βάζω όλα όσα κέρδισα απόψε, κι εσύ τη ζωή σου. Αν κερδίσεις, όλα δικά σου πάλι, όπως και πριν, λεφτά, χωράφια, ζώα. Αν χάσεις πηδάς από την Πύλη στο ποτάμι».

Έτσι ξερά, σαν να έκλεινε μια οποιαδήποτε δουλειά, μια συμφωνία σαν αυτές που κάνουν οι χαρτοπαίχτες την ώρα που είναι ολότελα χαμένοι στο παιχνίδι.
Έφτασε η ώρα όπου η ζωή κερδίζεται ή χάνεται, σκέφτηκε ο Μίλαν κι έκανε προσπάθεια να σηκωθεί από τη θέση του, να ξεκολλήσει από τη δίνη τούτη την ακατανόητη, που τον συνεπήρε και τα χασε όλα και τώρα τραβάει και τον ίδιο με όλη της τη δύναμη στο χαμό. Η ματιά όμως που του έριξε ο ξένος τον καθήλωσε στη θέση του. Του έδωσε το χέρι του και κούνησε το κεφάλι δείχνοντας πως δέχεται, έτσι απλά, σαν να ήταν σ εκείνο το δωματιάκι στο χάνι κι έπαιζαν για τρία τέσσερα γρόσια. Έκοψαν χαρτιά κι οι δύο. Ο ξένος  πέτυχε τεσσάρι κι ο Μίλαν δεκάρι. Ο Μίλαν μοίρασε χαρτιά. Αυτό τον γέμισε με ελπίδα. Έδινε χαρτιά κι ο ξένος ζήταγε συνέχεια κι άλλο.

«Κι άλλο! Ένα ακόμα! Κι άλλο ένα! Πήρε πέντε χαρτιά και τότε είπε: Φτάνει!»

Άρχισε να τραβάει ο Μίλαν. Όταν έφτασε στο είκοσι οκτώ, κόμπιασε. Έριξε μια ματιά στα χαρτιά του ξένου και στο ανέκφραστο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να μαντέψει που σταμάτησε, ήταν όμως πολύ πιθανό να έχει πάνω από είκοσι οκτώ, κι αυτό γιατί πρώτα πρώτα δε συνηθίζει να σταματάει σε χαμηλά νούμερα κι έπειτα γιατί έχει πάνω του πέντε χαρτιά. Ο Μίλαν μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και τράβηξε ένα ακόμα χαρτί. Ήταν τεσσάρι.

text: Ivo Andric – Na Drini cuprija (1945), στα ελληνικά: Το γεφύρι του Δρίνου, μετάφραση Χρήστος Γκούβης, εκδόσεις Καστανιώτη 1997.

music: Eric Burdon & The Animals – Good Times, Winds of Change LP, MGM 1967. 





Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Dim Locator – Six Miles Deep


Moloko+
2016




Dim Locator (προφανώς από την σύνθεση του Rowland S. Howard για τους Birthday Party), ονομάστηκε η μπάντα που ξεπήδησε από την στάχτη που άφησαν πίσω τους οι θρυλικοί Fatal Shore μετά τον θάνατο του Bruno Adams, και το αναγκαστικό τους τέλος.

Οι εναπομείναντες, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Εγγλέζος μα από χρόνια μόνιμος κάτοικος Πράγας, Phil Shoenfelt στη κιθάρα, τα χαρακτηριστικά φωνητικά και το μεγαλύτερο κομμάτι της σύνθεσης, και ο «πιο πολυάσχολος μουσικός του rock and roll» (μαζί και ένας εκ των καλύτερων ντράμερ που υπάρχουν αυτή την στιγμή στην σκηνή) Chris Hughes που πριν τους Dim Locator, παράλληλα και μετά, χτυπάει ανηλεώς τα τύμπανα σε δεκάδες –μην έχουν φτάσει και εκατοντάδες εν τω μεταξύ- άλλα σχήματα, από τους Once Upon A Time μαζί με τον Bruno Adams και τους True Spirit του Hugo Race, μέχρι τα κατά καιρούς σχήματα του Mick Harvey του Nikki Sudden και του Howard για να αναφέρουμε απλά μερικά.

Το τρίο συμπληρώνει ο επίσης αυτραλογεννημένος και νυν κάτοικος Βερολίνου όπως και ο Hughes, Dave Allen στο μπάσο, με το ταπεινό σε σύγκριση με τους προηγούμενους βιογραφικό της συμμετοχής στους Builders, The Stars and the Madness, Luna Lounge, True Spirit, Andrea Schroeder, και μερικούς άλλους...
Τον οποίον Dave δεν ξέρω γιατί, και σε πιο ακριβώς βραχυκύκλωμα του μυαλού οφείλεται το ότι όποτε βλέπω τον Joachim Low μου θυμίζει αυτόν και κατ’ επέκταση τους Dim Locator, με αποτέλεσμα να μου δημιουργείται θετική αύρα για την ομάδα των πάντσερ που λένε και οι σπορτκάστερς.

Αφού είχαν προηγηθεί το Immortalised, ένα μικρό, με την μορφή ψηφιακού και βινυλιακού επτάϊντσου, αφιέρωμα στον Rowland S. Howard το 2012, και το Wormhole, ένα EP με τέσσερα τραγούδια όλα δικές τους συνθέσεις, (και εξώφυλλο από τον Claus Castenskiold) το 2013, κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες το Six Miles Deep που όμως, δεν είναι αυτό που θα μπορούσες να πεις ο πρώτος τους δίσκος, αφού μιλάμε για μια ζωντανή ηχογράφηση, της περσινής τους εμφάνισης στο κλαμπ NATO της Λειψίας, δίχως μετέπειτα παρεμβάσεις και... «επιδιορθώσεις», που βλέπει το φως των δισκοπωλείων κυρίως γιατί αποτελεί κομμάτι μιας μικρής σειράς «εορταστικών» κυκλοφοριών της καλής γερμανικής εταιρίας Moloko+ με αφορμή τα εικοστά της γενέθλια.

Το I Dontt Care About Nothing Anymore (Beasts of Bourbon) ανοίγει το live σε μια ωραία, ξεσηκωτική εκτέλεση με το κολλητικό riff να κάνει κατάληψη για ώρες μετά στο jukebox του εγκεφάλου, ακολουθούμενο από το συγκλονιστικό έτσι κι αλλιώς I Ate The Knife των These Immortal Souls του Rowland Howard (ναι πάλι αυτός) που είχαν διασκευάσει μαζί με τα Dead Radio και το Undone στο πρώτο τους σινγκλ.

Συνεχίζουν με τα δικά τους, Dan The Man From Ampellang και Carolyn, και έναν ήχο πολύ περισσότερο τραχύ από αυτόν του στούντιο, ειδικά το δεύτερο μεταμορφώνεται τόσο, που κονταροχτυπιέται πια μαζί με το Touch αμφισβητώντας την παγιωμένη άποψη για το πιο απ τα δύο είναι το κορυφαίο τους τραγούδι μέχρι σήμερα.

Το ομότιτλο Six Miles Deep, σύνθεση του Shoenfelt μέσα από το Real World, το κύκνειο άσμα των Fatal Shore είναι έτσι κι αλλιώς τραγουδάρα αλλά οι στίχοι του  I feel disconnected, I’m sick inside, Ain’t got no future, just a twisted sense of pride”  τραγουδισμένοι από τον ίδιο τον Shoenfelt “unplugged” με μια φτηνή κιθάρα και αφιερωμένοι ειδικά για τις περιστάσεις μιας παράξενης εβδομάδας που περάσαμε μαζί του πρόπερσι κάπου στη Νότια Κρήτη, όπου ο κόσμος έξω έμοιαζε να καταρρέει, μου φέρνουν σε κάθε άκουσμα την ίδια ανατριχίλα.

Το Rudi που ακολουθεί αναφέρεται σκωπτικά και φυσικά στον έναν και μοναδικό Rudi που όλοι γνωρίζουμε, τον Rudi Protrudi, ενώ με τα επόμενα δύο τραγούδια, το ποτισμένο απ το πνεύμα του Wilhelm Reich και του William S. Burroughs, Orgone Accumulator των Hawkwind και τον ύμνο των απανταχού freaks, Do It! των Pink Fairies σε τριπαρισμένες εκτελέσεις, έχουν πια ξεδιπλώσει τις αναφορές τους και ξετυλίξει μαζί το κουβάρι του δικού τους ήχου, που σφραγίζεται με τις καταιγιστικές κιθαριστικές ριπές που ακολουθούν την νηνεμία της εισαγωγής του Touch και κλείνουν τη συναυλία και τον δίσκο.

Με το τέλος του οποίου φανερώνεται μέσα από παραισθητικές αναθυμιάσεις το πνεύμα αυτής της «αντικανονικής» μπάντας, που προσπαθεί και τα καταφέρνει περίφημα να συγκεράσει τον Εγγλέζικο ψυχεδελικό, freak out ήχο των πρώιμων 70s με το αυθάδικο και αυθόρμητο πνεύμα του punk που ακολούθησε, τσαλαβουτώντας πάνω στις σκοτεινές βαλτώδεις περιοχές του αυστραλέζικου underground των 80s, έχοντας σαν βάση πάντα βέβαια, τις ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες και ικανότητες των μουσικών που απαρτίζουν τους Dim Locator.


Μακριά από τη χιπστεριά και την πόζα των σύγχρονων «βασιλιάδων» αλλά και πληβείων της –όποιας- σκηνής, που βασίζονται περισσότερο στις διάφορες πιασάρικες ετικέτες των «ειδών» του rock που με πολύ τάξη και επιμελώς φροντίζουν να κολλάνε πάνω τους, τον πρόλογο μέσα από τα «κοινωνικά δίκτυα» και στις δημόσιες σχέσεις, παρά στην μουσική αυτή καθ’ αυτή, οι Dim Locator καλούν τον ακροατή χωρίς φωνασκίες και φανφάρες μα με ένα τους μόνο νεύμα, να τους ακολουθήσει για μια μικρή βόλτα στα στενά της never never land, λάθος πλευράς, όπου συνειδητά προτιμούν να βρίσκονται.

Και κάτι ακόμη... Ακούγοντας το Touch για νιοστή φορά από τότε που πρωτοβγήκε η στούντιο εκτέλεσή του στο Wormhole, σκέφτομαι ότι αφού μπορεί αυτός ο rocker να γράφει τέτοια τραγούδια στα εξηνταφεύγα του, σημαίνει ότι η επιθανάτια αγωνία αυτού του μουσικού είδους που παρά τις διαβεβαιώσεις του μπάρμπα Neil Young για το αντίθετο, είναι μοιραίο να πεθάνει, η επιθανάτια αγωνία του έλεγα όμως, θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη προς τέρψην τον απανταχού νεκρόφιλων οπαδών όπως είμαστε όλοι μας.

Συμπέρασμα: Such a real Rock and Roll!



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Infinity Broke



Όλα 90’s θυμίζουν εδώ μέσα, από Afghan Whigs μέχρι Neil Young (εκείνης της εποχής), μα πάνω από όλους, τους ξακουστούς στα μέρη τους - εκεί στης Αυστραλίας την ολόμαυρη ράχη- Bluebottle Kiss.
Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν δύο από τα μέλη τους, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και συνθέτης τους Jamie Hutchings, αλλά και ο Jared Harrison οδηγούν την -ξέφρενη- κούρσα και στους Infinity Broke.

Στη σελίδα τους λένε κάτι και για Kraut και τέτοια αλλά εσείς μη ψαρώνετε, κρατήστε μόνο το αγνό (άλλης εποχής) indie πάθος που βγάζουν τα φωνητικά οι κιθάρες και τα μπασοτύμπανα σε κομμάτια όπως το Famine Of Words και Only The Desert Grows (το τελευταίο συνουσιάζεται και βιαιοπραγεί ταυτοχρόνως όπως έλεγε και η δασκάλα μου στο πιάνο όταν ήμουν μικρός...ιντιντ σας λέω).

bandcamp


Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

back to the basics


Αφού λοιπόν ούτε αυτή τη φορά ήταν η τελευταία μας βόλτα, συνεχίζουμε απτόητοι...

Και τι καλύτερο έτσι, για το καλώς ανταμώσαμε, από το να παρακολουθήσουμε μαζί –και πολύ προσεκτικά- κάποια χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από δύο ιστορικά για την σύγχρονη μουσική live, όπου, από τα δρώμενα πάνω και κάτω της σκηνής, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί άφησαν εποχή.


 


 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

forgiven



Αλλιώς είχαμε σχεδιάσει να ξεκινήσουμε τη νέα σχολική και μπλογκική χρονία αλλά ο θάνατος πάντα έχει την εξουσία και συνεπώς, παίρνει τον λόγο όποτε του γουστάρει, δίχως να ρωτά....

Ένα μικρό αντίο κι από εδώ σε έναν άνθρωπο που αν μη τι άλλο σεβόμουν πολύ...αντίο, με ένα τραγούδι γραμμένο και αφιερωμένο για έναν άλλον μεγάλο απόντα...