«Χριστέ και
Παναγία!» φώναξ’ ο κύριος Τόντα «τι κάνει αυτός ο
άνθρωπος, παίζει ταμπούρλο με το μαραφέτι του;»
«Α, ναι ειν’ ο
Κάρελ Γκάϊντος, μπάσταρδος κι αυτός. Το κάνει και στα πανηγύρια» έκαν’ η
επιστάτισσα...
Στο καπηλειό οι
άντρες ξελαρυγγιαζόντουσαν: «Το
φθινόπωρο π’ ανθίζουν οι ντάλιες...»
Κ’ οι
γυναίκες σκορπίσανε με κλάματα και παν’ απ’ το χωριό κρεμάστηκε βρεμένο το φεγγάρι
και μές στο καπηλειό, μούσκεμα ο κάπελας κουβάλαγε στο κάθε χέρι τα ποτήρια με
τις μπύρες σαν να ‘τανε καντηλέρια.
«Στο κάτω
καπηλειό παίζει μουσική...» τραγουδάγανε στην αίθουσα κι απ’ το
τραγούδι κόντευαν να ξεκολλήσουνε τα κεραμίδια. Κ’ ένας
απ’ τους τραγουδιστές μεσ’ στη φούρια του τράβηξε την κουρτίνα,
γκρεμίστηκε το κουρτινόξυλο μαζί με τα κουρτινάκια και τα βολανάκια και πλάκωσε
το μεθύστακα, που ακουμπισμένος στον τοίχο διεύθυνε τ’
ακορντεόν και το ταμπούρλο δίχως κανείς να του το ζητήσει. Χαθήκανε κι αυτοί
κάτ’ απ’ τα κουρτινάκια και τα βολανάκια κι από
κάτω ξεπροβάλανε μονάχα δυό χέρια που διευθύνανε, δυό χέρια που παίζαν
ακορντεόν κ’ ένα χέρι που βάραγε απ’ το
πλάι το ταμπούρλο.
Ο δάσκαλος ο
Κρίστοφ Γιάβουρεκ, ο μπάσταρδος, βγήκε απ’ το καπηλειό, πήγε τρικλίζοντας στο
φωτισμένο τ’ αποχωρητήριο, γλίστρησε και κουτρουβάλησε
στον τούρκικο τον κατραμωμένο τον απόπατο...
Ένας μ’ άσπρο
πουκάμισο, πολύ στο κέφι, βγήκε μπρός στο καπηλειό και φώναξε στο φεγγάρι που ‘χε
κρεμαστεί πάνω απ’ τις στέγες: «Όποιος πεινάει, έχω στο σπίτι χήνα ψητή και πάπια
και φασιανό! Μια λέξη κ’ έφυγα τρεχάτος! Στο σπίτι μας απ’ το
πολύ φαΐ ξερνάει πια κι ο σκύλος!»
Μα κανένας δεν τ’
αποκρίθηκε κ’ έτσι τράβηξε τρικλίζοντας κατά τ’
αποχωρητήριο. Εκεί κατούρησε το δάσκαλο στο στήθος.
«Χαρούμενα τα
νιάτα μου, βάσταξαν πολύ λίγο, άααχ...»
Τραγούδαγε όλο το
καπηλειό με καινούργια δύναμη και πάλι χέρια γαντζώθηκαν στους σβέρκους και
στις μέσες κ’ οι φλέβες στους λαιμούς φουσκώσανε και το
ταβάνι του καπηλειού τραντάζονταν κι ο κεφάτος μουστερής στ’
αποχωρητήριο τραγούδαγε κι αυτός: «... και γω δεν είμαι πια παιδί...» και σήκωσε τα χέρια και χόρευε μονάχος
του.
Κι ο δάσκαλος
ήτανε ξαπλωμένος στο κατραμωμένο τ’ αυλάκι... κι απ’ το
καπηλειό βγήκε τρέχοντας έν’ ανθρωπάκι κ’
έκλαιγε και φώναζε να τόνε πάρει πια ο Θεός...
«Μετά το γλέντι
τις πιο πολλές φορές έχουμε χεσίδι» είπ’ η επιστάτησα και πρόστεσε: «Αυτός που βλέπετε είν’ ο
Κάρλιτσεκ Χέμελου, τρομπετίστας στους πυροσβέστες. Μια φορά που ‘χε
πιάσει πυρκαγιά δεν έβρισκε την τρομπέτα του κι έτσι έφερνε γύρα το χωριό κ’
έπαιζε βιολί και φώναζε: «Φωτιά...
φωτιά... φωτιά!»...
Ο τρομπετίστας
σούρθηκε ίσαμε τις τσουκνίδες στον τοίχο του νεκροταφείου, σκαρφάλωσε και μ’ ένα
καρφί σκάλισε πάνω στο σμάλτο όπου λαμπύριζε το φως του φεγγαριού:
«Ορκίζομαι πως
ποτέ πια...»
«Έ! Καρλίκο, άσε
τα σκαλίσματα, ακούς;» του
φώναξ’ η επιστάτησσα «μη γρατζουνάς τον τάφο του
μπαμπάκα μου, ακούς;»
Μα το χέρι του
τρομπετίστα γλίστρησε κι ακούστηκε το καρφί να γδέρνει το σμάλτο και να τραβάει
μια γραμμή σαν αστραπή ίσαμε το χώμα.
Κι ο τρομπετίστας
αποκοιμήθηκε με το καρφί στο χέρι.
Απ’ το
ποτάμι γυρνάγαν τα κορίτσια. Το φεγγαράκι τα ‘σπρωχνε
απαλά στην πλάτη και τ’ ανάγκαζε να ποδοπατάνε τη σκιά τους...
«Σαν παραμύθι
όμορφα, δεν κράτησαν πολύ, άαας...» τραγούδαγαν λιοκαμένοι άντρες μες’ στο
καπηλειό και καμαρώνανε σα να τιμάγανε με το τραγούδι τον ίδιο τους τον
εαυτό...
Κι ο κάπελας
κουβάλαγε τις μπύρες σα να ‘ταν καντηλέρια.
text: Bohumil Hrabal – Automat Svet, στα ελληνικά «Ο κόσμος το αυτόματο», μετάφραση
Ρενέ Ψυρούκη, εκδόσεις Αίολος 1981.
music: Dream Syndicate – My Old Haunts, Ghost Stories LP, Enigma records 1988.
music: Dream Syndicate – My Old Haunts, Ghost Stories LP, Enigma records 1988.