Κόντευε
η ώρα δώδεκα, μεσάνυχτα μιας οποιασδήποτε υγρής και απύθμενης νύχτας, κι
εγώ τριγυρνούσα και πάλι μονάχος στους βάλτους που απλώνονταν αχανείς δυτικά
της πόλης, στα μέρη όπου ακόμη σαπίζουν τα χαλάσματα παλιών χωριών… και καιρών,
εκεί που τα μάτια των αγίων, των ερπετών και των δαιμόνων λάμπουν σαν κεριά
μέσα στη νύχτα.
Χωρίς
κανέναν σκοπό, γιατί έτσι… απλά η σιχασιά που μου προκαλούσαν πια οι άνθρωποι
ήταν μικρότερη από αυτήν που μου προκαλούσαν τα ερπετά… τώρα που το σκέφτομαι
ξανά, τα τελευταία αν μου προκαλούσαν…
Ο
αέρας στιγμές αλυχτούσε σαν πεινασμένος λύκος και άλλοτε θρηνούσε ηχώντας σαν
το πιο θλιμμένο όργανο που ακούστηκε ποτέ στον κόσμο, την γκάιντα.
Το
σκοτάδι όπως πάντα μου έδειχνε τον δρόμο, όταν τον είδα να πλησιάζει από μακριά
μέσα στην αχλή του βάλτου. Πρώτα φάνηκαν τα μάτια του που έλαμπαν στο σκοτάδι
όπως το κόκκινο κρασί μέσα στο κρύσταλλο.
Ήταν
χλωμός, σχεδόν κίτρινος σαν ιερό λησμονημένο από θεούς κι ανθρώπους σκεύος, ή
σαν τη μέσα άκρη του δεξιού μου δείκτη, με μια βαθιά ουλή που διαπερνούσε
σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο.
Μαζί
με το μαχαίρι, κρατούσε κι έσερνε πίσω του έναν σάκο γεμάτο με κάθε λογής
σκουπίδια και μύριζε θειάφι, βούρκο, σαπίλα και σκοτάδι βαθύτερο κι από της
αφέγγαρης νύχτας.
Μου
είπε ότι ερχόταν από μια πόλη που όπως ο Δον Κιχώτης, δεν θέλει να θυμάται το
όνομά της. “Κι εγώ το ίδιο” του απάντησα, και τότε μου έκανε νόημα με το χέρι να κάτσω
στο υγρό χώμα, σαν να έλεγε “σαν στο σπίτι σου”.
“Πουλάω
γάτες και δόντια και μαλλιά, μα και άλλα θαυμαστά,
και αγοράζω πράγματα που ίσως ο κόσμος θέλει να ξεφορτωθεί” σύριξε δυσοίωνα,
και με μιάς τράβηξε μια νυχτερίδα απ’ το σακί και άρχισε να τη μαγειρεύει πάνω
στη λάσπη που άπλωσε σαν ταψί ανάμεσά μας, προσφέροντάς μου το αίμα της σε ένα
σκουριασμένο κονσερβοκούτι… γιατί στο αίμα δεν χωράνε ψέματα, και ήπιε άσπρο
πάτο μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου.
Όσο
η νύχτα, μαζί και το αποτρόπαιο δείπνο και μεθύσι προχωρούσαν, τόσο πιο
αλλόκοτες γίνονταν οι ιστορίες που με την ίδια συριστή, ανατριχιαστική φωνή
εξιστορούσε.
Ιστορίες
για το φίδι, και όλα τα ερπετά αυτού και άλλων κόσμων, που, έρποντας πάνω τους,
γνωρίζουν όλα τα μυστικά τους. Κι αυτός που ξέρει τη γλώσσα τους ακούει και
τους μιλά…
Για
τους μεγάλους σαν σκύλους, και ακόμη περισσότερο, και άγριους σαν λύκους αρουραίους
που κυκλοφορούν κάτω απ’ τα λαμπρά φώτα και μέσα στα πολυτελή κτίρια των
πολιτειών.
Για
το σημάδι του φονιά που από χρόνια στο πρόσωπο κουβαλά, και άλλα πολλά, που
αυτά, μαζί με ό,τι αγόρασα και, το κυριότερο, ό,τι πούλησα εκείνη τη νύχτα, εγώ
δεν θέλω να θυμάμαι.
Μονάχα
να… εκείνη η θλίψη η παλιά, ένας πόνος, μια φαγούρα σε ένα πόδι που δεν υπάρχει
πια, ακόμη φωλιάζει σ’ αυτήν που δεν κατέχω έπειτα από κείνη τη βραδιά, τη
δόλια την ψυχή μου.
Λίγο
πριν χαθεί, όσο πλησίαζε το χάραμα, εκείνη την παράξενη ώρα που θα μπορούσε να
είναι και σούρουπο και μόνο τα στοιχειά έξω περπατούν, τοποθετώντας προσεκτικά
το εμπόρευμα μέσα στον σάκο, μου είπε τούτο εδώ μαζί και το όνομά του, που αυτό
κι αν θέλω να ξεχάσω.
“Πουθενά
δεν υπάρχουν δύο ίδιοι λόφοι ή και δύο ίδιες πόλεις, αλλά σ’ όλη τη Γη, αυτός
που πουλάει μ’ αυτόν που αγοράζει, ειδικά πράγματα σαν κι αυτά που εμπορεύομαι
εγώ, μοιάζουν τελικά σαν δύο σταγόνες νερό… ενός οποιουδήποτε βάλτου”.
text: Η ιστορία «Κι ένα
Τζονσοντράγουδο για μένα: Κάτω στου βάλτου τα χωριά» μέσα από το
βιβλίο του saunterer: Από τη λάθος πλευρά, εκδόσεις Απόπειρα 2014.
music: The Byrds – Lover Of The Bayou, Untitled LP, Columbia 1970,
πλα(τ)ς μια ακόμη
ωραία διασκευή από τους Voyagers! αυτή τη φορά, και το ψηφιακό
τους Live EP του 2012.