Ξανάρχεται τώρα
από την τελευταία εκείνη νύχτα στο λιμάνι
το καράβι πούχε φορτώσει το κάρβουνο
με τη νέα φλόγα της καρδιάς σου,
το παλιό εκείνο τραγούδι
στους κάβους που λύνονταν
στα σύρματα μπρος μπερδευόταν –
τ’ ακούς;
έτσι καταλήγει:
«ο ένας, του άλλου
κάρφωσε μοιραία το μαχαίρι·
στερεύει η φωτιά την καρδιά μας... ακόμη;…»
Λάθος!
Εκείνος μουρμουρίζει τότε, στάχτες!»
και διορθώνει πλάι στης μανούβρας τους ναύτες:
«ο ένας του άλλου κάρφωσε το μοιραίο μαχαίρι·
κ’ η φωτιά στον αγέρα τρώει τη φωτιά, πεθαίνει...»
- «Σε στάχτη;» ο άλλος γελά και ξεσπάει
κοιτώντας, είταν νωρίς να τους γνέφαν μαντήλια...
Κι’ ακόμη λέει:
«κι απλώθηκε τότε πικρή κι αβάσταχτη σιωπή
κ’ επήραν τη θέση της πάλι στο καράβι·
τα καθημερινά· καθένας το λογαριασμό του
γράφοντας όσα χρωστά κι όσα 'κανε να λάβει·
με τέτοιο τρόπο πάντα η ζωή κυλάει –
μα πρέπει εδώ να μην ξεχνούμε την καρδιά,
σε κόμπο δένεται, στο κριμάτισμά της
και θέλει ξεσφίγγοντας τούτο τον κόμπο
βρόχο στο λαιμό του κριτή της να περάσει·
κ’ οι μέρες με το άχτι ξοδεύονται
και το μαλάκωμα·
γερνάς φτάνοντας στη συγνώμη,
κερδίζεις παράδεισο·
ή γερνάς στο άχτι μένοντας
και σε τρώει η κόλαση της φωτιάς.
text: Ινδίες, Δ. Ι. Αντωνίου, εκδόσεις Ίκαρος 1967.
music: Blasted Heath, 1st November 1954, Zine & Cassette, 2018.