Η ιστορία του τραγουδιού ξεκινάει στις πλημμυρισμένες όχθες
του Μισσισιπή εκεί γύρω στα 1929. Η μεγάλη πλημμυρά δύο χρόνια πριν ήταν ακόμη
στο μυαλό του ζεύγους KansasJoyMcCoy και MemphisMinnie που το έγραψαν και το
τραγούδησαν.
Θα περάσουν όμως άλλα σαράντα δύο χρόνια για να το πάρουν οι
LedZeppelinκαι
να το αποδώσουν πίσω σαν αυτό που όλοι ξέρουμε. Ένα βαρύ δολοφονικό και
κλασσικό bluesrock
τραγούδι, που όπως και όλο το rockandrollκοιτάει πρώτα πίσω στις μαύρες ρίζες του για να προχωρήσει προς
τα μπρος.
Από τότε όλο και κάποιος πατάει σ’ αυτή την εκτέλεση και το
ερμηνεύει. Όπως οι LeftLaneCruiserμε τον JamesLeg
(BlackDiamondHeavies) και τον Harmonica Shah,
στον καινούργιο τους (αποτελούμενο αποκλειστικά από bluesδιασκευές,
συν μια του Hendrixκαι μια των Stones)
δίσκο Painkillers, που μπορεί
να μην πηγαίνουν ούτε σπιθαμή μπροστά, αλλά αυτό δεν κάνει την ακρόαση της
δικής τους ειλικρινούς και…καμπανάτης εκδοχής του Whentheleveebreaksλιγότερο
απολαυστική…
Την μακρύ-μαλλί-πράσο περούκα μου, την καμπάνα μου και…ένα
μακρύ καρότο παρακαλώ…έχει και Nightstalkerliveστην πόλη το βράδυ, ώρα να ετοιμάζομαι σιγά σιγά…
Σήμερα θα θυμηθούμε δύο σχετικά
άγνωστες κυκλοφορίες όπου εμπλέκεται ο μεγάλος αλητάμπουρας της Αυστραλίας, Dave Thomas. Για τους Bored! δεν θα πω πολλά, όσοι τους γνωρίζετε και τους
γουστάρετε ξέρετε γιατί ακριβώς συμβαίνει αυτό, με μια μπάντα που έχει πάρει το
όνομα της από τον ομώνυμο δίσκο των Destroy All Monsters, και τον ήχο της από όλους τους σκληρούς του Detroit, αλλά και τους σκληρούς συμπατριώτες τους (από Coloured Balls μέχρι Saints),
από βαριά μέταλλα (όπως Black
Sabbath), αμερικάνικο punk (από Johnny
Thunders μέχρι Misfits και Wipers), και ακούγεται σαν μια πιο μεταλλική εκδοχή
των Cosmic Psychos ή των Mono
Men... Οι υπόλοιποι να μια καλή ευκαιρία να
τους ανακαλύψετε, μιας και εδώ θα τους ακούσουμε στην μοναδική απ’ όσο γνωρίζω
μέχρι τώρα διασκευή στο πιο...αλητεία κομμάτι στην ιστορία του rock and roll…Το MyPalτων God, από ένα δυσεύρετο επτάιντσο που
είχε βγει το 1991 στην Ισπανική Munster. Οι Tiger by the Tail τώρα, ήταν ένα βραχύβιο σχήμα με ηγέτη τον Thomas, που κυκλοφόρησαν
έναν –ομότιτλο- δίσκο το 2006, και παρά τα χρόνια που είχαν κιόλας περάσει,
συνέχιζαν τα σκληρά στο ίδιο βιολί, απλά εδώ η ατμόσφαιρα είναι πιο ψυχεδελική,
ενώ δεν λείπει ο απόηχος του grunge,
όπως και κάποιες αναφορές –κυρίως στα φωνητικά- στην παρανοϊκή μανία των Pixies. Το Natural Enemy με τις σαρωτικές κιθάρες και την λυσσασμένη ερμηνεία (όπως και το My Pal) είναι ένα τραγούδι για αυτούς που...πως να το
πω…γι’ αυτούς που νιώθουν… Παίξτε τα δυνατά!
Αυτό το σινγκλάκιέπεσε στα…ψηφιακά μου χέρια, μέσα στο κατακαλόκαιρο και
μπορώ να πω ότι όποτε το άκουγα εκείνες τις απαίσιες μέρες, και το έκανα συχνά,
κατάφερνε να με δροσίσει περισσότερο και από παγωμένη μπύρα. Είχαμε πει κάτι ψιλά για τους Processαρκετό
καιρό πριν, οπότε εδώ ας αρκεστούμε στα βασικά. Αυστραλοί με τον ντραμερ των Sailors & Swine και Machineστη
σύνθεσή τους (γενικά μπάντες με υπόγειες διαδρομές μεταξύ τους οι τρεις τους), και
ειδικά τώρα που έμειναν τρεις από πέντε που ήταν, κοιτούν και ακούν όλο και περισσότερο
προς Αγγλία μεριά, και ως εκ τούτου δεν είναι από αυτούς τους συμπατριώτες τους
που θα έκαναν τα πάντα σε υπερθετικό βαθμό για να γίνει εδώ μέσα του γκαράζ το
κάγκελο, αλλά αντιθέτως δείχνουν και μάλλον είναι σεμνοί, πολύ μελαγχολικοί, με
μια έμφυτη τάση προς το μαύρο (το χρώμα ρεμάλια!), τα σκοτάδια, τις βροχές και
τις ομίχλες, ευαίσθητα παιδιά στο δικό τους moodόπως (καμιά φορά) είμαστε και
‘μεις…διάολε… Αυτήν εδώ αν δεν κάνω λάθος θα πρέπει να είναι η δεύτερη
επίσημη και με την βούλα κυκλοφορία τους μετά το επίσης singleTheCityτου
2008 –τεμπέληδες, μετράνε ήδη οκτώ συναπτά έτη σαν μπαντα- και είναι προάγγελος
του πρώτου τους μεγάλου δίσκου… Α! Πίσω από την κονσόλα έχουν τον LindsayGravinaκαι
τον RobLong,
ενώ το εξώφυλλο και γενικά απ’ ότι έχω δει, ο γραφίστας τους παίρνει
εύσημα…αυτά.
Μια μέρα που κωλοβαρούσα στο ιντερνετ, έπεσα πάνω στην
παραπάνω φωτογραφία... υποτίθεται ότι απεικονίζει ένα από τα πιο γνωστά (και καυτά)
ζευγάρια που έδρασαν μαζί επί σκηνής και στούντιο, στην ιστορία του rockandroll, αρκετά χρόνια όμως πριν
πάρουν τις μορφές που τους γνωρίσαμε…
Δεν ξέρω αν είναι αληθινή ή όχι, αν και όσο την κοιτάζω τείνω
να το πιστέψω, και αυτό χάριν του θηλυκού που ποζάρει μπροστά από τον μαλλιά,
κι ας φέρνει της JanisJoplin…γιατί
τον άντρα πίσω έτσι όπως τον «γνωρίζω» όλα αυτά τα χρόνια, αρνούμαι να πιστέψω
ότι το 1972 έμοιαζε τόσο πολύ με τον…JohnLennon…
Η απάντηση για όσους αδυνατούν –φυσιολογικά- να τους
αναγνωρίσουν, βρίσκεται στα σχόλια, αλλά για να έχει και λίγο σασπένς η υπόθεση
όπως θα ταίριαζε στο ζεύγος, πριν ανατρέξετε εκεί, ακούστε για βοήθεια δύο τραγούδια
που μάθαμε από αυτούς, το πρώτο στην αυθεντική του εκτέλεση από το 1960, είναι
το δρακουλιάρικο Werewolfτων Franticsπου πριν το συλήσουν οι λεγάμενοι προσθέτοντας στίχους, το
είχαν αρπάξει οι Venturesλίγα χρόνια αργότερα, το 1964, μετονομάζοντας το σε TheFourthDimension, και το δεύτερο το θρυλικό
πια GreenFuzτων RandyAlvey& GreenFuzαπό τα 1968, σε μια ακόμη (και γαμώ) διασκευή του, αυτή τη φορά από τα μέρη μας και τους MeltingAshes,λίγα χρόνια μετά την εκδοχή του ζεύγους και της παρέας
του…πάσα πάρε βάλε σε κενή εστία σας δίνω…
Έπαθα μια μικρή* ηλεκτροπληξία το πρωί, και την άκουσα
στερεοφωνικά...όπως και τον Βαρδάρη που φυσά…ο τύπος στην φωτογραφία φυσικά προσκαλεί σε
άλλα ακούσματα, αλλά με τους Veteransστο μυαλό (άρε Mark…) τι άλλους συνειρμούς να κάνει κανείς…εκτός κι αν η εισαγωγή
του IHeardTheWindBlowτου
θυμίσει κάπως το μπάσο του 2 Δευτερόλεπτα των Πίσσα και Πούπουλα…
*Bλέποντας τι γράφω και τι ακούω, αναρωτιέμαι
μήπως δεν ήταν και τόσο μικρή τελικά?
Θεέ μου! Τελικά δεν είμαι παρά ένας χίπις με αρβύλες??? (σε
αντιδιαστολή με το «Ένας χίπις με τσαρούχια»)
Δεν ξέρω αν έγινε τυχαία, αλλά η κυκλοφορία του πρώτου δίσκου
των ThreeBlindMiceμέσα στον Σεπτέμβρη μοιάζει τόσο ταιριαστή με τις τυλιγμένες
σε μακριές σκιές μέρες του φθινοπώρου που έρχονται. Τρία χρόνια μετά την συγκρότησή τους και δύο EP’s, ήταν υπεραρκετά απ’ ότι ακούω για
τους τρεις Μιλανέζους, για να μπορέσουν αφομοιώσουν χτίζοντας παράλληλα τον
προσωπικό τους ήχο, όλες τους τις επιρροές: την ενέργεια των πρώτων ημερών του rockandroll αλλά και του punk, τους αταίριαστους μοναχικούς
ερμηνευτές που το τραγούδι τους δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μουρμουρητό στο
ημίφως και στο διηνεκές, και βέβαια την πολυαγαπημένη σε μας μουσική, που
ακούγεται ακόμη τις νύχτες στα αυστραλιανά βαλτοτόπια. DevastationTownονομάζεται
το τρίτο τραγούδι του άλμπουμ, και θα μπορούσε να είναι ένας εξίσου
χαρακτηριστικός με το EarlyMorningScumτίτλος γι’ αυτόν τον δίσκο, όπου οι κιθάρες όταν δεν
παραμορφώνουν με fisheyeτοπίο της κάνοντας το ακόμη πιο ζοφερό, ακούγονται σαν
μακρινό αλύχτισμα σκυλιών, αφήνοντας χώρο μπροστά για την ένρινη φωνή να
τραγουδήσει την ερήμωσή της. Τον ρυθμό σε όλα αυτά, μαζί με το στιβαρό μπάσο, κρατούν δύο
περιστασιακοί ντράμερ, ένας εκ των οποίων είναι ο γνωστός για τις πολλές και
κακές παρέες του, μόνιμος κάτοικος Βερολίνου όπου ηχογραφήθηκε και ο δίσκος, ChrisHughes. Τι άλλο? Έξω έπιασε καταιγίδα, και οι κεραυνοί χορεύουν στον
ρυθμό του GoldenSpiralKill…ήγγικεν
η ώρα…
Ένα έχω να πω…τούτα δω τα καλόπαιδα από την οι Ιταλία συγκαταλέγονται
σ’ εκείνες τις μπάντες που γνωρίζουν πολύ καλά, και από πρώτο χέρι το μέρος που
ζούσε ο SydBarrett…για
να μη τους κατηγορήσω κιόλας –μιας και το νομικό τμήμα του μπλογκ απουσιάζει
και δεν είναι ώρα για μπλεξίματα- ότι κατέχουν με αδιευκρίνιστο, και μάλλον όχι
νόμιμο τρόπο αρκετό από το σταφ που έκρυβε κάποτε στο συρτάρι του…
«Τι λέτε λοιπόν, φίλοι μου, αληθεύει άραγε η φήμη ότι τάχα ο
κύριος ΜακΜέρφυ μας άρχισε να υπακούει στους κανονισμούς μόνο και μόνο για να
αυξήσει τις πιθανότητες να απολυθεί νωρίτερα;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ, Χάρντινγκ. Γιατί δεν μου είπες
ότι μπορεί να με κρατήσει εδώ μέσα έγκλειστο όσο της καπνίσει;»
«Μα, το είχα ξεχάσει εντελώς ότι είσαι έγκλειστος.» Το
πρόσωπο του Χάρντινγκ διπλώνει στη μέση μ’ ένα πλατύ, ειρωνικό χαμόγελο.
«Μάλιστα. Πονηρεύεις κι εσύ σιγά σιγά. Γίνεσαι όπως όλοι μας.»
«Πονηρεύω δε λες τίποτα. Γιατί δηλαδή να είμαι εγώ εκείνος
που τσακώνεται στις συνεδρίες για όλα εκείνα τα τιποτένια παράπονά σας…Στην
αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω για πιο λόγο μου την πέφτατε λες και ήμουν ο
σωτήρας σας. Μετά κάποια στιγμή έτυχε να μάθω πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν οι
νοσοκόμες στο ποιος θα απολυθεί και ποιος όχι. Κι έτσι έβαλα μυαλό και πολύ
γρήγορα μάλιστα. Λέω μέσα μου: “Βρε τους πονηρούς τους βρωμομπάσταρδους, με
κορόιδεψαν, με ξεγέλασαν και μ’ έβαλαν να κάνω τη βρωμοδουλειά τους.” Αν είναι
δυνατόν. Που ξανακούστηκε, να ξεγελάσουν έτσι τον γέρο-Ρ.Π. Μακ-Μέρφι.» Σπρώχνει
πίσω το κασκέτο του και μας κοιτάζει όλους χαμογελώντας: «Λοιπόν αγόρια μη το
πάρετε προσωπικά, αλλά άντε πηδηχτείτε όλοι σας. Θέλω να βγω κι εγώ από εδώ
μέσα όπως κι εσείς. Νευριάζοντας τη γριά καρακάξα διακινδυνεύω το ίδιο μ’
εσάς.»
Συνεχίζει να χαμογελάει, κλείνει το μάτι πονηρά και
τσιγκλάει τον Χάρντινγκ στα πλευρά με τον αντίχειρα, σαν να λέει: «Εντάξει
τέλειωσε το πανηγύρι αλλά δεν τρέχει και τίποτα, φίλοι.» Τότε ο Χάρντινγκ λέει
κάτι ακόμα.
«Όχι. Εσύ διακινδυνεύεις περισσότερο από μένα φίλε μου.»…
«Έχεις να χάσεις περισσότερα απ’ ότι έχω να χάσω εγώ» λέει
ξανά ο Χάρντινγκ. «Εγώ βρίσκομαι εδώ εθελοντικά. Δεν είμαι έγκλειστος.»
Ο ΜακΜέρφυ δεν λέει κουβέντα. Το πρόσωπό του έχει την ίδια απορημένη
έκφραση που είχε και πριν, σαν να ξέρει ότι κάτι δε πάει καλά, αλλά χωρίς να
ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό. Κάθεται και κοιτάζει αμίλητος τον Χάρντινγκ ώσπου
το χαμόγελο του Χάρντινγκ σβήνει και αρχίζει να στριφογυρίζει νευρικά κάτω από
το παράξενο βλέμμα του ΜακΜέρφι. Καταπίνει το σάλιο του και συνεχίζει: «Μάλιστα,
ελάχιστοι στην πτέρυγα είναι έγκλειστοι. Μόνο ο Σκάνλον και-και μερικοί από
τους Ανίατους μάλλον. Κι εσύ. Δεν υπάρχουν και πολλοί σε ολόκληρη την κλινική
που να τους έφεραν με το ζόρι εδώ. Κάθε άλλο.»
Η φωνή του σβήνει αμήχανα κάτω από το επίμονο βλέμμα του
ΜακΜέρφι. Μετά από λίγο, ο ΜακΜέρφι τον ρωτάει με σιγανή φωνή: «Με δουλεύεις
έτσι;» ο Χάρντινγκ κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Μοιάζει φοβισμένος. Ο ΜακΜέρφι
σηκώνεται όρθιος και ρωτάει: «Με δουλεύετε όλοι σας;»
text: Απο το βιβλίο του Ken (acid freak, merry prankster, too young to be a beatnik, and too old to be a hippie) Kesey – One flew over the cuckoo’s nest (1962), στα ελληνικά: Στη φωλιά του κούκου, μετάφραση Βασίλης Αθανασιάδης, εκδόσεις Anubis 2011.
music:
Patrik Fitzgerald – Island of lost souls, από το Gifts and Telegrams LP, Red Flame
1982.
Ναι πάλι punk.
Και μελωδικό. Και πάλι αυστραλέζικο. Από ένα κελάρι τόσο σκοτεινό και υγρό όσο
αυτά που περιγράφει ο Πόε. Downdownundertheunderground.
Ένας χρόνος ύπαρξης εκεί στα 1977 με ‘78, κάποιες συναυλίες, ένα single. Τέλος.
Ούτε καν φωτογραφία τους βρίσκεις να βάλεις στην ανάρτηση. Μόνο
κάποια λεπτά βίντεο υπάρχουν κάπου, από ένα αυστραλέζικο αφιέρωμα για το νέο
τότε φαινόμενο του punk.
Ακόμη μια φορά ένα punkτραγούδι, ακόμη μια φορά από την
Αυστραλία, ακόμη μια φορά τόσο τέλειο, όπως τα σαρανταπεντάρια των FunThingsκαι
των GOD (όχι αυτοί οι θεοί
μόνο απαθείς δεν ήταν). Δεν ξέρω τι κάνει ο θεός εκεί στους αντίποδες, αλλά το rockandrollτους
μέχρι και νεκρούς ανασταίνει…
Εμείς αντικαθιστούμε το Australiaμε το Greeceστους στίχους (η σωστότερα την ποίηση) του SimonStretton, και 34 χρόνια μετά
τραγουδάμε:
I'm sick and tired of walking down this street of apathy
I'm sick and tired of apologies on every face I see
I don't know the reason why you sit there on your knees
I don't know the reason why you bow and beg to please
I only know the season is of softly rotting leaves
Australia ... your god is apathy.
I've had enough of wading through knee-deep hypocrisy
I've had enough of needing someone else, just to be
I don't know the reason why you skulk between the trees
I don't know the reason why your voice just talks to please
I only know the grieving for a land that cannot see
Australia ... your god is apathy.
You can't tell me this life we lead is predetermined fate
We're taken, boxed and priced, then sold off by the crate
I want you to tell me, why all you do is wait
I want you to tell me, why you hesitate
I want you to spell, those words of love and hate
Every man needs reason just to be
But Australia ... your god is apathy.
There's no point in eyes if there is nothing to see
There's no point in being if there is nothing to be
I don't know the reason for your insensibility
I don't know the reason why you fear the sky and sea
Σ΄ ένα χαμένο σταυροδρόμι, κάτω στου βάλτου τα χωριά, κει δίπλα
στο μαύρο ποτάμι που αρχαίο σαν το φίδι κυλάει, μ’ έβρισκε πολλές φορές το
μεσονύχτι, κάτω απ’ το φτηνό φως ενός φτωχού και μόνου φεγγαριού, κάθιδρος να
περιμένω.
Μα δεν μ’ έβρισκε άλλο τίποτα και άλλος κανείς.
Για να μου κουρδίσει το μυαλό, και να μου μάθει σε λίγα μέσα
λεπτά την τέχνη του γραψίματος, η της κιθάρας της μοναδικής, να γίνω της
γυναικείας καρδιάς κατακτητής, ο βασιλιάς του Δέλτα έστω για μια νύχτα, και
γιατί όχι την τέχνη αυτή της ίδιας της ζωής.
«Πάψε ανόητε, αυτά είναι πράγματα που δώρο δεν σου τα
δίνουν, μήτε μπορείς να τ’ αγοράσεις. Αυτά μόνος σου θα πρέπει να τα μάθεις,
τις γέφυρες όταν θα τις καις πριν ακόμη να τις περάσεις.»
Μάταια αγωνιούσα, ξόρκια κόντρα στον άνεμο πετούσα, κατάρες
κι ευχές μουρμούριζα σε μια φωτιά μπροστά, ομοίωμα μικρό της κόλασης, γρύλιζα
και τραγουδούσα.
Μέχρι το πρώτο χάραμα, κι ύστερα σαν γάτος γέρικος και βρεγμένος,
έσμιγα με της πρωινές σκιές, γινόμουν ένα με το μούχρωμα, στο άθλιο σπίτι μου καθώς
γυρνούσα.
Άλλη μια χαμένη μέρα, ακόμη μια χαμένη νύχτα…λοιπόν.
Ήταν αβάσταχτη η σκέψη αυτή, ότι μαζί με της μέρας τα
στοιχειά, με είχαν ξεχάσει ολοκληρωτικά και οι πλάνητες της νύχτας.
Κρυβόμουν στο λαγούμι μου, μακριά από ήλιου και ανθρώπου
μάτι, την μαύρη καρδιά μου γυμνή, κανείς, ευγνώμων ας είναι για αυτό, να μη
μπορέσει να δει, κρυμμένη να είναι στους αιώνες σε δάσος σκοτεινό, άκουγα τα
λιγοστά, μια χούφτα τα τραγούδια του, και ξανασχεδίαζα τον μυστικό μου χάρτη.
Ήμουνα έτοιμος από καιρό, μια τρικυμία στο μυαλό, τα πάντα
όσα είχα να πουλήσω, αν και πολλά δεν ήταν, δε τα λες, μια ψυχή κι αυτή παντέρμη
λειψή, το μόνο που είχα στον έμπορο να δείξω. Μα τούτος ο αγοραστής ήταν
πονηρός, αλίμονο και αλίμονο μου.
Κόλπα μαγικά και υπομονή έχει πολλά, και τους άσσους πολλούς
κριμένους στην μυτερή ουρά του. 12 οι ώρες είναι συχνές μα μόνο μια η δικιά
του. Κι όλα τα σταυροδρόμια γρήγορα η
αργά ,περιμένουν την καταραμένη ώρα αυτήν, την ώρα την δική του.
Μαζί και άνθρωποι πολλοί, μεγάλοι και μικροί, πλούσιοι ή
φτωχοί, νομίζουν πονηροί, που βιάζονται γρήγορα το φως το θεϊκό να δουν, όσο-όσο
για αυτό να ‘ρθουν, σε μια συμφωνία νυχτερινή, μαζί του.
Μια τέτοια νύχτα, μια τέτοιαν ώρα, έχει χρόνια πολλά, που
ήρθε τελικά και στο σταυροδρόμι το δικό μου.
Δεν ξέρω τι αγόρασα, μα σίγουρα όχι τραγούδια 29, αφού είχα περάσει
προ πολλού τα χρόνια τα 27, και το δηλητήριο δεν με πιάνει πια, δεν είδα δε
άκουσα ήταν σκοτάδι πηχτό, και η σιγή του απολύτου.
Μόνο ξέρω τι πούλησα, το ξέρω καλά, ο θεός να σώσει την ψυχή
μου.
Ψυχή του ανθρώπου πως
μοιάζεις στο νερό, μοίρα του ανθρώπου πως μοιάζεις στον άνεμο.
Η φωνή όπως φτύνει τους στίχους, που καλά κάνουν και
τους έχουν στην σελίδα τους, γιατί με το αυτί δεν καταλαβαίνω τίποτα, έτσι βουτηγμένη μέσα
στο echoπου είναι -μα και χωρίς αυτούς το πιάνεις το νόημα- μου
θυμίζει ελληνικό punkδεκαετίας ογδόντα, το μπάσο τους αγχωτικούς ρυθμούς που ακουγόταν
ολόγυρα, και προσπαθούσα κι εγώ να πιάσω στο μπάσο εκείνα τα χρόνια, και αυτή η
κιθάρα όταν γκαζώνει γλυκά με σκοτώνει…ο ντράμερ κλασικά ιδρώνει περισσότερο
απ’ όλους. Με τον Stefanτων OutOnaLimbστην σύνθεση τους, τα κάνουν όλα μόνοι τους, και είναι ακόμη
στην (πολύ) αρχή…πώρωση, έτσι μου ‘ρχεται να πετάξω την μπύρα στο ταβάνι!
Είμαι ένας αρκετά συνηθισμένος άνθρωπος, λίγο ψηλότερος από
τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και με καλή σωματική διάπλαση – αλλά δεν είμαι αθλητής
ούτε γίγαντας. Εκείνο που είναι διαφορετικό σε μένα είναι η εσωτερική μου
«επίπλωση»· έχει κάποια σχέση με το γεγονός ότι το μυαλό μου δεν έχει τοίχους,
πάτωμα, ταβάνι. Τ' αστέρια διαπερνούν με τις αχτίδες τους αυτή τη λογική,
τακτοποιημένη και φυσιολογική κατοικία των σκέψεων. Η θάλασσα, οι αληγείς
άνεμοι κι οι μουσώνες κυλούν μέσα από το μυαλό μου, που ανήκει σ’ μένα και σε
κανέναν άλλο.
Πρέπει να εξηγηθώ καλύτερα. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια
κάτω από το βόρειο σέλας κι όταν μεγάλωσα ταξίδεψα πολλά χρόνια κάτω από τον
Σταυρό του Νότου… Αρμενίζω σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Έχω στην κατοχή
μου μερικά βιβλία, μερικά ξεφτισμένα τετράδια με νότες και τα έγγραφά μου, που
πιστοποιούν ότι είμαι ναυτικός. Δεν έχω τίποτα άλλο δικό μου. Αλλά δεν είμαι
ποτέ μόνος, δεν νιώθω ποτέ εγκαταλειμμένος. Δεν χρειάζεται παρά ν’ αντικρύσω ή
να φανταστώ τη θάλασσα, τη στεριά ή τον ουρανό, για να νιώσω πολύ κοντά μου τα
πνεύματα- πιο κοντά από κάθε φίλο ή συγγενή, πιο ζεστά από κάθε ερωμένη… Οι αριθμοί μας κι οι σχέσεις ανάμεσά τους είναι ο τρόπος που
μεταφράζουμε την πραγματικότητα, ο τρόπος που μεταφράζουμε την πτήση των
πουλιών, το φως των αστεριών, τη δύναμη του ανέμου. Είναι η ζωντανή, περίτρανη
και κοσμική γλώσσα της πραγματικότητας, μεταφρασμένη στην γλώσσα των αριθμών,
των συμβόλων και των μαθηματικών τύπων, που το μυαλό μας μπορεί συνήθως να
καταλάβει και και να εκφράσει. Τη μεταφράζουμε και την ερμηνεύουμε σε ιερογλυφικά, σημάδια
κι αριθμητικές σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που εκφράζουμε κι ορίζουμε μια μουσική
με νότες και σύμβολα σε μια παρτιτούρα. Αλλά κανένας βέβαια δεν θα ισχυριστεί
ότι το χαρτί με τα κλειδιά, τις διέσεις και τις υφέσεις είναι η ίδια η μουσική:
γιατί η μουσική δεν είναι ούτε η δόνηση του αέρα, που μπορούμε να τη μετρήσουμε,
ούτε είναι μελάνι πάνω σ’ ένα χαρτί με γραμμές, παρά είναι ο ήχος κι η γλώσσα των πνευμάτων
και των σφαιρών. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που ένας άνθρωπος με μουσικό αυτί
μπορεί ν’ ακούσει τη μουσική διαβάζοντας μια παρτιτούρα, βλέπω κι εγώ τα ζωικά
πνεύματα στο αφρό των κυμάτων, στο ψάρι, που πηδάει έξω από το νερό, στο
σύννεφο που κυλάει στην ατμόσφαιρα- αλλά και σ’ ένα λογαριθμικό πίνακα ή στ’
αστέρια ή στο γαϊδουράγκαθο. Αυτό εννοώ λέγοντας ότι το μυαλό μου είναι
φτιαγμένο αλλιώς, διαφορετικά από το μυαλό των περισσοτέρων ανθρώπων, αυτό
εννοώ λέγοντας ότι του λείπουν οι τοίχοι, το πάτωμα και το ταβάνι. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να καταλάβω ότι ήμουν μόνος με τα
όσα έβλεπαν τα μάτια του εσώτερου είναι μου. Μόνον όταν ενηλικιώθηκα έμαθα να
σωπαίνω γι’ αυτά, να τα κρατάω για τον εαυτό μου, για να μη με περιγελάσουν οι
άλλοι.
text:
Γιενς Μπιέρνεμπου – Καρχαρίες (ιστορία ενός ναυαγίου), μετάφραση Δημοσθένης
Κούρτοβικ, εκδόσεις Μέδουσα 1987. music: The
Inchtabokatables – Western Song,Übertrieben CD EP, K&P Music 1997.
Για τον Σωτήρη εκεί στον μεγάλο ποταμό...take care sailor...
Κιθάρα, θόρυβος, παραμόρφωση, ότι μας αρέσει…σπασμένα φρένα,
μια μαύρη σκιά που έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά πάνω σου, δεν μπορείς να
ξεφύγεις, περιμένεις σαστισμένος το χτύπημα σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει…Αυτό για
τις μπατονέτες που έγραψε ο ScaryRabbiστην παρουσίαση του SinandLostness(δισκάρα, προς ολοταχώς για δεκάδα)
τα λέει όλα νομίζω…