Ο ήλιος κόντευε να χαθεί πίσω απ’ τα βουνά. Στον ουρανό μόνο
ένα κόκκινο ξεφτισμένο σύννεφο, ίδιο ματωμένο κουρέλι έγνεφε στη νύχτα. Tα δέντρα πια δεν ήταν
σκληροί ξύλινοι κορμοί, μα άυλες σκιές που όπως τα τύλιγε η χαμηλή ομίχλη,
νόμιζες ότι είναι άνθρωποι ή φαντάσματα που κινιόντουσαν αργά μέσα στο δάσος. Εδώ
που βρισκόμασταν, το δεύτερο θα ήταν πιο πιθανό.
Είχαμε κάνει έναν κύκλο γύρω από την τρύπα, κρατώντας όλοι τα καπέλα μας και με τα δύο χέρια, και κοιτούσαμε σιωπηλοί και ασάλευτοι το μαύρο χώμα.
Ο παπάς, δηλαδή αυτός που κάποτε ήταν παπάς, αλλά από συνήθειο έτσι εξακολουθούσαμε να τον φωνάζουμε, είχε παρατήσει το κήρυγμα ένα βράδυ που μέθυσε με φτηνό ουίσκι τόσο πολύ, που συνομίλησε –ή έστω έτσι νόμιζε- με τ’ αστέρια, κι εκείνα του είπαν ότι τους φαίνεται πολύ αστείο το ότι κηρύττει την αιώνια ζωή για τον άνθρωπο την στιγμή που κι αυτά τα ίδια, τα αρχαία, δεν μπορούν και δεν είναι φυσικό να ζήσουν για πάντα, ο παπάς λοιπόν, που από τότε όταν έλεγε την λέξη άνθρωπος πάντα συμπλήρωνε μετά την φράση «αυτή η βρωμερή αμπούλα», δέχτηκε μετά από πολλά παρακάλια να πει λίγες λέξεις.
Δεν έψαξε την Βίβλο του, έτσι κι αλλιώς ήταν πλέον άχρηστη όχι μόνο σ’ αυτόν μα σε οποιονδήποτε δοκίμαζε να την ανοίξει, μιας που η σελίδες της ήταν κομμένες έτσι ώστε να χωράνε το πιστόλι του κατόχου της.
«Μακάριος ος αφέθησαν αυτού αι ανομίαι, ος αι αμαρτίαι αυτού ιλεώθησαν» έσπασαν την σιωπή τα λόγια του. Μετά ξανά η σιγαλιά. Έσκυψε, μάζεψε λίγο χώμα στη χούφτα του και το έριξε στην τρύπα. Ένας, ένας ακολουθήσαμε, για να πιάσουμε μετά τα φτυάρια. Αυτό ήταν, σε λίγη ώρα η τελετή είχε τελειώσει.
Απομακρυνθήκαμε αργά και μαζευτήκαμε όλοι γύρω απ’ τη φωτιά. Από την μεριά των νεοφερμένων που είχανε και μια γυναίκα μαζί τους, ίδια μάγισσα, κανείς δεν ήθελε να την κοιτάξει στα μάτια, κι όταν τύχαινε να γίνει τα χαμήλωνε αμέσως, ακούστηκε ο ήχος του μπάντζο που κούρδιζε, για να ακολουθήσει η κιθάρα, ένα στρίγγλισα του βιολιού, το κράτημα του ρυθμού με τα χέρια πάνω στα κούτσουρα, κι ύστερα οι φωνές της ψαλμωδίας, άντρας και γυναίκα μαζί. Φωνές δυνατές και κάποιες στιγμές αυθάδικες. Φωνές σαν του ιεροκήρυκα που έχοντας τελειώσει μια μακριά σειρά από εξομολογήσεις, για άλλη μια μέρα, ψέλνει ηττημένος στο σούρουπο, την άσβεστη δίψα του να είναι αυτός και μόνο ο αμαρτωλός που έχει διαπράξει όλες αυτές τις αμαρτίες που άκουσε αυτήν και όλες τις άλλες μεγάλες μέρες που είχαν περάσει από πάνω του σαν τραίνα. Κι ας μην ξημερώσει γι’ αυτόν ποτέ ξανά.
Φωνές σίγουρες, ότι η γητειά έδεσε γερά, ότι πατάνε γερά πια…πάνω στο χώμα του νεκρού που μόλις είχαμε θάψει. Σίγουρες ότι παίρνουν άξια την θέση του στην «οικογένεια» όπως αποκαλούσαμε -όχι δίχως θυμηδία- αυτή την τυχοδιωκτική μάζωξη της ανάγκης, και γιατί όχι, σίγουρες ότι σε λίγο καιρό η μνήμη μας δεν θα χωρά και δεν θα θυμάται άλλη φωνή και άλλο τραγούδι απ’ το δικό τους.
Ο γέρος στη γωνιά, κουνούσε το κεφάλι του πάνω κάτω, τους κοίταγε και χαμογελούσε.
Με το γκριζαρισμένο, θλιμμένο βλέμμα και το πικρό σαν κατακάθι χαμόγελο της πείρας.
Το τραγούδι όμως, όσο και να ήθελαν να το τραβήξουν παραπάνω οι νέοι, και μάλλον αρκετοί από μας άσχετα αν κανείς δεν ήθελε να το ομολογήσει, σταμάτησε νωρίς. Η φωτιά κόντευε πια να σβήσει, και ο καθένας κουλουριάστηκε μέσα στο ξεφτισμένο του παλτό να κοιμηθεί. Με το ξημέρωμα έπρεπε να κινήσουμε και πάλι. Δυτικά. Όλο δυτικά.
Άνοιξα τα μάτια μου λίγο πριν το χάραμα. Στον ουρανό ο αυγερινός, μόνος και έρημος, έλαμπε ακόμη. Στον λόφο απέναντι, πάνω από τον τάφο διέκρινα μια σκιά σαν δένδρο μονάχο. Σηκώθηκα προσεκτικά, προσπαθώντας να μη κάνω θόρυβο. Ξεκίνησα νυχοπατώντας για κει. Όταν πλησίασα αρκετά, διέκρινα πια τον γέρο να στέκει και να κοιτάζει το μνήμα.
Μόλις είχε τελειώσει το κάρφωμα ενός σταυρού. Πάνω του, με έναν σουγιά είχε χαράξει το όνομα. David Eugene Edwards.
bandcamp
Είχαμε κάνει έναν κύκλο γύρω από την τρύπα, κρατώντας όλοι τα καπέλα μας και με τα δύο χέρια, και κοιτούσαμε σιωπηλοί και ασάλευτοι το μαύρο χώμα.
Ο παπάς, δηλαδή αυτός που κάποτε ήταν παπάς, αλλά από συνήθειο έτσι εξακολουθούσαμε να τον φωνάζουμε, είχε παρατήσει το κήρυγμα ένα βράδυ που μέθυσε με φτηνό ουίσκι τόσο πολύ, που συνομίλησε –ή έστω έτσι νόμιζε- με τ’ αστέρια, κι εκείνα του είπαν ότι τους φαίνεται πολύ αστείο το ότι κηρύττει την αιώνια ζωή για τον άνθρωπο την στιγμή που κι αυτά τα ίδια, τα αρχαία, δεν μπορούν και δεν είναι φυσικό να ζήσουν για πάντα, ο παπάς λοιπόν, που από τότε όταν έλεγε την λέξη άνθρωπος πάντα συμπλήρωνε μετά την φράση «αυτή η βρωμερή αμπούλα», δέχτηκε μετά από πολλά παρακάλια να πει λίγες λέξεις.
Δεν έψαξε την Βίβλο του, έτσι κι αλλιώς ήταν πλέον άχρηστη όχι μόνο σ’ αυτόν μα σε οποιονδήποτε δοκίμαζε να την ανοίξει, μιας που η σελίδες της ήταν κομμένες έτσι ώστε να χωράνε το πιστόλι του κατόχου της.
«Μακάριος ος αφέθησαν αυτού αι ανομίαι, ος αι αμαρτίαι αυτού ιλεώθησαν» έσπασαν την σιωπή τα λόγια του. Μετά ξανά η σιγαλιά. Έσκυψε, μάζεψε λίγο χώμα στη χούφτα του και το έριξε στην τρύπα. Ένας, ένας ακολουθήσαμε, για να πιάσουμε μετά τα φτυάρια. Αυτό ήταν, σε λίγη ώρα η τελετή είχε τελειώσει.
Απομακρυνθήκαμε αργά και μαζευτήκαμε όλοι γύρω απ’ τη φωτιά. Από την μεριά των νεοφερμένων που είχανε και μια γυναίκα μαζί τους, ίδια μάγισσα, κανείς δεν ήθελε να την κοιτάξει στα μάτια, κι όταν τύχαινε να γίνει τα χαμήλωνε αμέσως, ακούστηκε ο ήχος του μπάντζο που κούρδιζε, για να ακολουθήσει η κιθάρα, ένα στρίγγλισα του βιολιού, το κράτημα του ρυθμού με τα χέρια πάνω στα κούτσουρα, κι ύστερα οι φωνές της ψαλμωδίας, άντρας και γυναίκα μαζί. Φωνές δυνατές και κάποιες στιγμές αυθάδικες. Φωνές σαν του ιεροκήρυκα που έχοντας τελειώσει μια μακριά σειρά από εξομολογήσεις, για άλλη μια μέρα, ψέλνει ηττημένος στο σούρουπο, την άσβεστη δίψα του να είναι αυτός και μόνο ο αμαρτωλός που έχει διαπράξει όλες αυτές τις αμαρτίες που άκουσε αυτήν και όλες τις άλλες μεγάλες μέρες που είχαν περάσει από πάνω του σαν τραίνα. Κι ας μην ξημερώσει γι’ αυτόν ποτέ ξανά.
Φωνές σίγουρες, ότι η γητειά έδεσε γερά, ότι πατάνε γερά πια…πάνω στο χώμα του νεκρού που μόλις είχαμε θάψει. Σίγουρες ότι παίρνουν άξια την θέση του στην «οικογένεια» όπως αποκαλούσαμε -όχι δίχως θυμηδία- αυτή την τυχοδιωκτική μάζωξη της ανάγκης, και γιατί όχι, σίγουρες ότι σε λίγο καιρό η μνήμη μας δεν θα χωρά και δεν θα θυμάται άλλη φωνή και άλλο τραγούδι απ’ το δικό τους.
Ο γέρος στη γωνιά, κουνούσε το κεφάλι του πάνω κάτω, τους κοίταγε και χαμογελούσε.
Με το γκριζαρισμένο, θλιμμένο βλέμμα και το πικρό σαν κατακάθι χαμόγελο της πείρας.
Το τραγούδι όμως, όσο και να ήθελαν να το τραβήξουν παραπάνω οι νέοι, και μάλλον αρκετοί από μας άσχετα αν κανείς δεν ήθελε να το ομολογήσει, σταμάτησε νωρίς. Η φωτιά κόντευε πια να σβήσει, και ο καθένας κουλουριάστηκε μέσα στο ξεφτισμένο του παλτό να κοιμηθεί. Με το ξημέρωμα έπρεπε να κινήσουμε και πάλι. Δυτικά. Όλο δυτικά.
Άνοιξα τα μάτια μου λίγο πριν το χάραμα. Στον ουρανό ο αυγερινός, μόνος και έρημος, έλαμπε ακόμη. Στον λόφο απέναντι, πάνω από τον τάφο διέκρινα μια σκιά σαν δένδρο μονάχο. Σηκώθηκα προσεκτικά, προσπαθώντας να μη κάνω θόρυβο. Ξεκίνησα νυχοπατώντας για κει. Όταν πλησίασα αρκετά, διέκρινα πια τον γέρο να στέκει και να κοιτάζει το μνήμα.
Μόλις είχε τελειώσει το κάρφωμα ενός σταυρού. Πάνω του, με έναν σουγιά είχε χαράξει το όνομα. David Eugene Edwards.
bandcamp