Easy Action Records
2010
Γνωρίζω κάποιους ανθρώπους που κοιμούνται με το Backwoods Crucifixion εδώ και δύο δεκαετίες αγκαλιά. Άλλους που αναζητούν συχνά τα τραγούδια του στη γιορτή η το πένθος, κι άλλους που έχουν κάνει χιλιόμετρα όχι αστεία, για να τον δούνε ζωντανά. Είναι αλήθεια ότι αυτοί δεν είναι πολλοί, αλλά σε μουσικούς σαν και του λόγου του αυτό δεν ήταν ποτέ ούτε παράξενο, ούτε πρόβλημα, ούτε ασφαλώς και η ουσία. Και το απέδειξαν όταν από νωρίς κληθήκαν να διαλέξουν πλευρά. Και διάλεξαν…την λάθος φυσικά.
Όσο λιγοστεύουν από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας μπορούν να είναι σίγουροι τουλάχιστον για την μετά θάνατον αναγνώριση. Οι συγχωρεμένοι φίλοι του σαν τον Nikki Sudden και τον Rowland S.Howard που έφυγαν νωρίς το κατάλαβαν καλά αυτό. Αν στεκόντουσαν πιο τυχεροί όπως ο Chris Hughes, θα μπορούσαν τώρα να τζαμάρουν με τον Phil, στο Bloodshot Eyes -που θαρρείς και είναι σύνθεση των δύο τους από τις μέρες του Golden Vanity- ο πρώτος, και στο Open up and Bleed του Iggy και τον Stooges ο δεύτερος, αναζητώντας την χρυσή τομή ανάμεσα στην εκτέλεση των These Immortal Souls και αυτής των Southern Cross. Ακόμη και χώρια πάντως και οι δύο φρόντισαν έτσι ώστε αυτό το κομμάτι να ηχογραφηθεί όπως του άξιζε.
Αυτό και το εισαγωγικό που δίνει και τον τίτλο στο άλμπουμ Paranoia.com, με τις κιθάρες να ελευθερώνουν στον χώρο ηλεκτρισμό ίσο με το εργαστήριο του Tesla σε κείνη την κλασσική φωτογραφία, είναι και τα πιο κατάλληλα τραγούδια για να μας μυήσουν την ατμόσφαιρα του δίσκου. Ο διάλογος ανάμεσα στον γέρο bluesman, γνώστη πια του μάταιου, και τον οργισμένο με Θεό και άνθρωπο και τα πάντα, νεαρό αλήτη (punk) συνεχίζεται στο μυαλό του Phil από την εποχή του Garden of Eden, μόνο που αυτή την φορά - όπως και άλλοτε με τους Khmer Rouge- ο δεύτερος έχει το πάνω χέρι, μιας που η Ιντερφερόνη επιδρά πάνω του πιο δυνατά. Και όταν λέμε punk εννοούμε το πρωτόπλαστο εκείνο θυμωμένο μανιακό μπάσταρδο των αρχών των 70’s, που φλέρταρε πρόστυχα με το σκληρό rock.
Τους διακόπτει καμιά φορά ο τρελοβιολιστής των σκεπών της Πράγας ταράζοντας με το δοξάρι του τα σπουργίτια που έχουν καθίσει πάνω σ’ αυτό, στέλνοντας τα να πετάξουν βόρεια, ακολουθώντας το ποτάμι, και μετά τους δρόμους μέχρι το Kreuzberg και την Alter Luisenstadt Kirchhof και να δώσουν χαιρετίσματα σε έναν ακόμη απόντα και συγχωρεμένο φίλο. Τον Bruno Adams. Forgiven.
Αμέσως μετά πιάνει και σιγοντάρει μαζί με την στιβαρή rhythm section των Southern Cross, τον Shoenfelt στο αποχαιρετιστήριο Shrine, έναν αργό επιτάφιο μονόλογο, ρέκβιεμ στον μακρύ δρόμο της αποκάλυψης που μοιάζει να διαβαίνει ο κόσμος που ζούμε. Όλοι μας.
Ο Claus Castenskiold – στα τύμπανα των Khmer Rouge μια εποχή - με τον πίνακα του εξωφύλλου, μετά το Wonderful and Frightening World of The Fall και το Mother Juno των Gun Club, δίνει εικόνα σ’ αυτή την παράνοια, και ο ίδιος ο Shoenfelt στη παραγωγή, ξεχνάει για λίγο τον Λουδίτη μέσα του, και μαζί με την πολύτιμη βοήθεια του μηχανικού Dan Satra υφαίνουν αριστοτεχνικά, και απλώνουν έναν υποσυνείδητο ηχητικό ιστό, που θάβει μέσα του κιθάρες, βιολί, και λούπες περιμένοντας υπομονετικό κάθε νέο άκουσμα για να αποκαλυφθούν.
Αν όλα αυτά δεν μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη σπουδαίο άλμπουμ, ενός μουσικού από τους λίγους desperado που έχουν απομείνει, να κρατούν την παλιά φωτιά αναμμένη, υπάρχει και αυτή η φωνή. Η φωνή του φίλου που ακόμη και όταν σου λέει τα άσχημα νέα δεν παύει να είναι βάλσαμο δυνατό.
Αυτή που χθες το σούρουπο με κάλεσε για μια βόλτα…μακριά από τα αμπαρωμένα φρούρια, ψηλά εκεί που ο ουρανός είναι λεπτός σαν χαρτί, και ο αέρας κάτω από ένα χλωμό μισοφέγγαρο φυσάει ακόμη ελεύθερος.
Ήταν και ο γιατρός μαζί κι ας έχει πεθάνει στα 1983. Είμαι σίγουρος ότι ήταν μαζί μας γιατί σαν σκοτείνιασε καλά είδα να καθρεφτίζεται στα μάτια του το κόκκινο της κουρσεμένης πόλης όπως έσμιγε με το κόκκινο της νύχτας που καίγεται, ίδιος φλεγόμενος σταυρός του νότου, χαμηλά στον ορίζοντα.
Πρώτη δημοσίευση: εδώ