Αγαπητοί μου αναγνώστες, σύντροφοι, συναγωνιστές σ’ αυτόν
τον ωραίο και τίμιο αγώνα, συνοδοιπόροι και συνπροσκυνητές, έφτασε μαζί με το
θέρος, για μια ακόμη φορά ο καιρός του αποχωρισμού.
Το κατάστημα κλείνει φέτο για καλοκαίρι πολύ πιο νωρίς από
το συνηθισμένο, και θα ξανανοίξει πρώτα ο Κύριος, κάπου εκεί προς τα τέλη
Αυγούστου.
Όχι δυστυχώς δεν θα κάνω διακοπές ως είθισται στη λεβεντομάνα
νήσον όλον αυτόν τον καιρό, αν και με τέτοιο αριστούργημα που έγραψα θα έπρεπε,
αλλά δεν πειράζει, μετά θάνατον θα τα χαρούν οι κληρονόμοι…
Θα απέχω όμως του πληκτρολογίου, με στόχο και ελπίδα να
επιστρέψω δριμύτερος λίγο πριν τα πρωτοβρόχια.
Καλές διακοπές –σε όσους τυχερούς-, καλή ξεκούραση, καλό υπόλοιπο
καλοκαιριού, όλα καλά γενικά, και καλή αντάμωση.
Α! Όπως μαρτυρεί και η φωτογραφία πάνω αλλά και το τρακλιστ
κάτω, αυτό το χρυσό και εργατικό παιδί, ο saunttheripperφρόντισε για το vol.3 της περιβόητης συλλογής που λέγαμε
και ιδού το αποτέλεσμα…στον σύνδεσμο που ακολουθεί!
Και μόνο το γεγονός ότι τα μέλη των FlightReactionκουβαλούν
στην ράχη τους μια ιστορία που ξεκινάει με τους CrimsonShadowsτριάντα
χρόνια πριν, περνάει στα 90’sμέσα από ονόματα όπως οι Maggots και φτάνει στα 00’sνα συναντήσει τους Giljoteensχρήζει
αν μη τι άλλο σεβασμού.
Το ότι όμως θα έφταναν ως τις μέρες μας –ειδικά ο MansR. Manssonτων CrimsonShadows- με τους FlightReaction, και τον προπομπό
του πρώτου τους άλμπουμ στην 13 O’Clockrecordsπου
φέρει σαν τίτλο τα’ όνομά τους (έχουν μεσολαβήσει 4 singles), το ερχόμενο μέσα από εκείνο
ειδικά το γκαράζ όπου κάτω από την φιλόξενη χαμηλή του στέγη και μόνο, μπορεί
να επέλθει η εντέλεια της ψυχής, γκαραζοψυχεδελικό άσμα ασμάτων για όσους δεν
κατάλαβαν, EightHoursAgo,
θα έφταναν έλεγα να ακούγονται τόσο φρέσκοι και όμορφοι όσο κανένα –ή σχεδόν
κανένα- νεόκοπο πλουμιστό γκρουπάκι, ε αυτό χρήζει αν μη τι άλλο θαυμασμού.
Συμπέρασμα: Έπος ιδανικό να παίζει πριν ή μετά την φοβερή
διασκευή των Gandalfστο Hangontoadream.
Συμπέρασμα ΙΙ: Χτυπώ στην σειρά τα δάχτυλά μου στο γραφείο
και περιμένω να ακούσω ολόκληρο τον δίσκο.
Ο ήλιος κόντευε να χαθεί πίσω απ’ τα βουνά. Στον ουρανό μόνο
ένα κόκκινο ξεφτισμένο σύννεφο, ίδιο ματωμένο κουρέλι έγνεφε στη νύχτα. Tα δέντρα πια δεν ήταν
σκληροί ξύλινοι κορμοί, μα άυλες σκιές που όπως τα τύλιγε η χαμηλή ομίχλη,
νόμιζες ότι είναι άνθρωποι ή φαντάσματα που κινιόντουσαν αργά μέσα στο δάσος. Εδώ
που βρισκόμασταν, το δεύτερο θα ήταν πιο πιθανό. Είχαμε κάνει έναν κύκλο γύρω από την τρύπα, κρατώντας όλοι
τα καπέλα μας και με τα δύο χέρια, και κοιτούσαμε σιωπηλοί και ασάλευτοι το
μαύρο χώμα. Ο παπάς, δηλαδή αυτός που κάποτε ήταν παπάς, αλλά από
συνήθειο έτσι εξακολουθούσαμε να τον φωνάζουμε, είχε παρατήσει το κήρυγμα ένα
βράδυ που μέθυσε με φτηνό ουίσκι τόσο πολύ, που συνομίλησε –ή έστω έτσι νόμιζε-
με τ’ αστέρια, κι εκείνα του είπαν ότι τους φαίνεται πολύ αστείο το ότι
κηρύττει την αιώνια ζωή για τον άνθρωπο την στιγμή που κι αυτά τα ίδια, τα
αρχαία, δεν μπορούν και δεν είναι φυσικό να ζήσουν για πάντα, ο παπάς λοιπόν, που
από τότε όταν έλεγε την λέξη άνθρωπος πάντα συμπλήρωνε μετά την φράση «αυτή η
βρωμερή αμπούλα», δέχτηκε μετά από πολλά παρακάλια να πει λίγες λέξεις. Δεν έψαξε την Βίβλο του, έτσι κι αλλιώς ήταν πλέον άχρηστη όχι
μόνο σ’ αυτόν μα σε οποιονδήποτε δοκίμαζε να την ανοίξει, μιας που η σελίδες
της ήταν κομμένες έτσι ώστε να χωράνε το πιστόλι του κατόχου της. «Μακάριος ος αφέθησαν αυτού αι ανομίαι, ος αι αμαρτίαι αυτού
ιλεώθησαν» έσπασαν την σιωπή τα λόγια του. Μετά ξανά η σιγαλιά. Έσκυψε, μάζεψε
λίγο χώμα στη χούφτα του και το έριξε στην τρύπα. Ένας, ένας ακολουθήσαμε, για
να πιάσουμε μετά τα φτυάρια. Αυτό ήταν, σε λίγη ώρα η τελετή είχε τελειώσει.
Απομακρυνθήκαμε αργά και μαζευτήκαμε όλοι γύρω απ’ τη φωτιά.
Από την μεριά των νεοφερμένων που είχανε και μια γυναίκα μαζί τους, ίδια
μάγισσα, κανείς δεν ήθελε να την κοιτάξει στα μάτια, κι όταν τύχαινε να γίνει
τα χαμήλωνε αμέσως, ακούστηκε ο ήχος του μπάντζο που κούρδιζε, για να
ακολουθήσει η κιθάρα, ένα στρίγγλισα του βιολιού, το κράτημα του ρυθμού με τα
χέρια πάνω στα κούτσουρα, κι ύστερα οι φωνές της ψαλμωδίας, άντρας και γυναίκα
μαζί. Φωνές δυνατές και κάποιες στιγμές αυθάδικες. Φωνές σαν του ιεροκήρυκα που
έχοντας τελειώσει μια μακριά σειρά από εξομολογήσεις, για άλλη μια μέρα, ψέλνει
ηττημένος στο σούρουπο, την άσβεστη δίψα του να είναι αυτός και μόνο ο
αμαρτωλός που έχει διαπράξει όλες αυτές τις αμαρτίες που άκουσε αυτήν και όλες
τις άλλες μεγάλες μέρες που είχαν περάσει από πάνω του σαν τραίνα. Κι ας μην
ξημερώσει γι’ αυτόν ποτέ ξανά. Φωνές σίγουρες, ότι η γητειά έδεσε γερά, ότι πατάνε γερά
πια…πάνω στο χώμα του νεκρού που μόλις είχαμε θάψει. Σίγουρες ότι παίρνουν άξια
την θέση του στην «οικογένεια» όπως αποκαλούσαμε -όχι δίχως θυμηδία- αυτή την
τυχοδιωκτική μάζωξη της ανάγκης, και γιατί όχι, σίγουρες ότι σε λίγο καιρό η
μνήμη μας δεν θα χωρά και δεν θα θυμάται άλλη φωνή και άλλο τραγούδι απ’ το
δικό τους. Ο γέρος στη γωνιά, κουνούσε το κεφάλι του πάνω κάτω, τους
κοίταγε και χαμογελούσε. Με το γκριζαρισμένο, θλιμμένο βλέμμα και το πικρό σαν
κατακάθι χαμόγελο της πείρας.
Το τραγούδι όμως, όσο και να ήθελαν να το τραβήξουν παραπάνω
οι νέοι, και μάλλον αρκετοί από μας άσχετα αν κανείς δεν ήθελε να το ομολογήσει,
σταμάτησε νωρίς. Η φωτιά κόντευε πια να σβήσει, και ο καθένας κουλουριάστηκε
μέσα στο ξεφτισμένο του παλτό να κοιμηθεί. Με το ξημέρωμα έπρεπε να κινήσουμε
και πάλι. Δυτικά. Όλο δυτικά. Άνοιξα τα μάτια μου λίγο πριν το χάραμα. Στον ουρανό ο
αυγερινός, μόνος και έρημος, έλαμπε ακόμη. Στον λόφο απέναντι, πάνω από τον
τάφο διέκρινα μια σκιά σαν δένδρο μονάχο. Σηκώθηκα προσεκτικά, προσπαθώντας να
μη κάνω θόρυβο. Ξεκίνησα νυχοπατώντας για κει. Όταν πλησίασα αρκετά, διέκρινα πια
τον γέρο να στέκει και να κοιτάζει το μνήμα. Μόλις είχε τελειώσει το κάρφωμα ενός σταυρού. Πάνω του, με
έναν σουγιά είχε χαράξει το όνομα. DavidEugeneEdwards.
Θα το τελείωνα ο ίδιος αν έπρεπε να το κάνω. Αλλά κάπως δεν
μπορούσα, και φαντάζομαι δεν ήταν τόσο περίεργο που δεν μπορούσα. Υπάρχει κάτι
μέσα στον καθέναν μας που τον κρατάει να μην πάει παραπέρα απ’ όσο έχει λόγο να
πάει.
Δεν είναι καλός για τη ζωή, ούτε η ζωή γι’ αυτόν, και το ξέρει
πως πάντα έτσι θα είναι.
Κι όμως δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει. Κάτι τον σπρώχνει, ψιθυρίζοντας
του –κάνοντάς τον να ελπίζει παρά την απελπισία. Κάνοντάς τον να πιστεύει ότι
υπάρχει λόγος να μείνει εκεί και να παίξει το παιχνίδι του, κι ότι αν αγωνιστεί
αρκετά θα τα καταφέρει.
Έτσι είναι με όλους, ή σχεδόν με όλους, θαρρώ. Μαζί μου δεν
υπήρξε σχεδόν ποτέ άλλη περίπτωση. Για χρόνια, τόσο πίσω όσο μπορούσα να θυμάμαι, πήγαινα
όπου ο πηγεμός μου δεν είχε νόημα. Και τώρα έπρεπε να συνεχίσω. Αν κάποιος τα
παρατούσε αυτός έπρεπε να είμαι εγώ.
image: William
Eggleston, “Near the River at Greenville,
Mississippi”, 1986
text:
JimThompson, AfterDark, MySweet, στα ελληνικά «Όταν πέσει
το σκοτάδι», μετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1992.
music:
Green On Red – D.T. Blues, Here Come The Snakes LP, China Records 1989.
Τέλη της προπροηγούμενης και αρχές της προηγούμενης
δεκαετίας, δηλαδή με λίγα λόγια εκεί κοντά στο 2000, μου άρεζε που λέτε να
τριγυρίζω σ’ αυτήν που οι ιστορικοί αποκαλούνε «Βαλκανική ενδοχώρα». Που με
έχαβες που με έβρισκες με τη πρώτη ευκαιρία, και ειδικά τέτοιον καιρό έπαιρνα
το δισάκι μου και ανηφόριζα για πάνω…Σκόπια, Σόφια, Βελιγράδι που έλεγε και ένα
παλιό τραγούδι του στρατού…και περίχωρα βέβαια…ειδικά στα περίχωρα…βουνά,
ποτάμια, λίμνες και λαγκάδια…
Οι καλοί φίλοι εκεί, γνωρίζοντας τον εθισμό μου, μαζί με τα άλλα
καλούδια είχαν στο τραπέζι μαζί με τη παγωμένη ρακή πάντα, και ότι καινούργια
μουσική είχε βγει στην γειτονιά τους στο διάστημα που μεσολαβούσε από την
τελευταία μας συνάντηση.
Τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω, μάλλον πρέπει να σκαλίξω σε κάποια
φάση μερικές «πολεμικές» ανταποκρίσεις που είχα γράψει τότε, να τις φρεσκάρω
και να τις αναρτήσω εδώ, έτσι για την ιστορία…
Από τότε όμως πέρασε ο καιρός, οι φίλοι όπως συμβαίνει πολλές
φορές χάθηκαν σχεδόν όλοι ένας-ένας για τους πολλούς και διάφορους λόγους που όλοι
ξέρουμε ή μπορούμε να φανταστούμε, οι επισκέψεις μου πάνω αραιώσαν και σχεδόν
σταμάτησαν, και έμεινε το διαδίκτυο να μεταφέρει κάποιο γράμμα αραιά και που, και
βέβαια, τα νέα από τις μουσικές των εκεί πάνω μαχαλάδων…
Κάπως έτσι, ένα από αυτά τα βράδια έπεσα πάνω σε ένα οργανικό
κομμάτι που είχε τον τίτλο MynameisWilliamBlake,
που είναι σύνθεση των OwlOxidant,
των δύο Σέρβων Mihajlo Djorović και Nikola Lazić δηλαδή, που παίζουν όλα τα όργανα,
μπάσο, σύνθια, ντραμς και κιθάρες, μόλις έχουν κυκλοφορήσει τον πρώτο τους δίσκο
με τίτλο SecretSuburbanSun,
όπου όπως μπορείτε να ακούσετε και στο κομμάτι που ξεσηκώνει τον τίτλο του από
την γνωστή και αγαπημένη ταινία του Τζάρμους, και θα μπορούσε να αποτελέσει μαζί
με τον υπόλοιπο δίσκο –ακόμη τρία κομμάτια- ένα εναλλακτικό soundtrackαυτής,
όπου έλεγα, επιδίδονται σε ένα ατμοσφαιρικό, φιλήδονο και μπαφ-ιασμένο
ψυχεδελικό ροκ, που όταν του λείπουν τα κουσούρια, δηλαδή βασικά η βαρεμάρα που
χαρακτηρίζει πολλές κυκλοφορίες του είδους τα τελευταία χρόνια, αλλά είναι έτσι
εμπνευσμένο και καλοπαιγμένο όπως στην περίπτωση των δύο νεαρών γειτόνων μας, τότε
λοιπόν…ε πολύ μ’ αρέσει να το ακούω.