Ο Νορβηγός στην καταγωγή και Αυστραλός σε όλα τα υπόλοιπα Ian “Ollie” Olsen ξεκίνησε την μουσική του πορεία
παίζοντας κιθάρα στους Reals,
ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού punk σχήματα της
Μελβούρνης στα τέλη των 70’s.
Για την ιστορία οι Boys Next Door ήταν το πιο γνωστό από τα υπόλοιπα.
Μετά την αποχώρηση του από τους Reals, έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τους Young Charlatans του Rowland S. Howard πριν σχηματίσει τους Whirlywirld, όπου άφησε πίσω τις χορδές και έπιασε τα πλήκτρα το μικρόφωνο και τα πνευστά, μαζί και το νήμα των σπουδών του που είχε αφήσει τα χρόνια του punk, και που δεν ήταν άλλο από την ηλεκτρονική μουσική, η οποία από αυτό το σημείο μέχρι και σήμερα, σε διάφορες εκφάνσεις της από την πειραματική μέχρι το acid house είναι το μουσικό είδος που τον απασχολεί. Του λόγου το αληθές μπορεί να το επιβεβαιώσει όποιος έχει την όρεξη και το κουράγιο να ψάξει και να βρει τις αρκετές δεκάδες δουλειές που εμπλέκεται κάτω από, και με σχεδόν αντίστοιχο αριθμό ονομάτων.
Ανάμεσα σ’ αυτές περίοπτη θέση κατέχει ένας δίσκος που αν και σε κάποιες αναφορές τον συναντάει κανείς να μπαίνει κάτω από την ταμπέλα του post punk, η αλήθεια είναι ότι μικρή σχέση έχει με ότι έχει ο πολύς κόσμος στο μυαλό για τέτοιο, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη αυτό το «πειραματικό» μπορεί να λειτουργήσει και σαν ακροατοδιώκτης, οπότε το καλύτερο είναι να ακούσει ο καθένας τα οκτώ κομμάτια του και βγάλει τα συμπεράσματα και να βάλει τις ταμπέλες που θέλει ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι Crime & The City Solution με το λεγόμενο και “art punk” τους, θα ήταν ένας καλός οδηγός.
Εγώ ως γνωστός στα πέριξ φυγόπονος, επέλεξα να κάνω ειδική μνεία στο πιο «βατό» μάλλον κομμάτι του ομότιτλου (ή και άτιτλου για άλλους) μοναδικού δίσκου των The Orchestra Of Skin And Bone από το 1986 (ακολούθησε μια κασέτα με ακυκλοφόρητο υλικό), το Sometimes που λίγο αργότερα το διασκεύασε παρέα με τον συγχωρεμένο τον Michael Hutchence (INXS για τους ξεχασιάρηδες) στο επίσης βραχύβιο των δυό τους σχήμα, που είχε το όνομα Max-Q.
Στο Sometimes λοιπόν, βρίσκουμε τους Orchestra Of Skin And Bone να ακροβατούν και στο τέλος να ισορροπούν, ανάμεσα στον ήχο των Bad Seeds τα χρόνια που δεν έγραφαν μόνο ωραία τραγούδια αλλά μαζί μ’ αυτά έγδερναν ηχεία, αυτιά και άλλα υλικά και άυλα αγαθά, και στην (κάτι από) Jazz μη με ρωτάτε τι και πως, δεν κατέχω, ενώ στο τέλος το επικίνδυνο νούμερο κλείνει πανηγυρικά η…Μπάντα της Φλώρινας.
Συμπέρασμα: Sometimes I can’t believe my brain…
info
Μετά την αποχώρηση του από τους Reals, έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τους Young Charlatans του Rowland S. Howard πριν σχηματίσει τους Whirlywirld, όπου άφησε πίσω τις χορδές και έπιασε τα πλήκτρα το μικρόφωνο και τα πνευστά, μαζί και το νήμα των σπουδών του που είχε αφήσει τα χρόνια του punk, και που δεν ήταν άλλο από την ηλεκτρονική μουσική, η οποία από αυτό το σημείο μέχρι και σήμερα, σε διάφορες εκφάνσεις της από την πειραματική μέχρι το acid house είναι το μουσικό είδος που τον απασχολεί. Του λόγου το αληθές μπορεί να το επιβεβαιώσει όποιος έχει την όρεξη και το κουράγιο να ψάξει και να βρει τις αρκετές δεκάδες δουλειές που εμπλέκεται κάτω από, και με σχεδόν αντίστοιχο αριθμό ονομάτων.
Ανάμεσα σ’ αυτές περίοπτη θέση κατέχει ένας δίσκος που αν και σε κάποιες αναφορές τον συναντάει κανείς να μπαίνει κάτω από την ταμπέλα του post punk, η αλήθεια είναι ότι μικρή σχέση έχει με ότι έχει ο πολύς κόσμος στο μυαλό για τέτοιο, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη αυτό το «πειραματικό» μπορεί να λειτουργήσει και σαν ακροατοδιώκτης, οπότε το καλύτερο είναι να ακούσει ο καθένας τα οκτώ κομμάτια του και βγάλει τα συμπεράσματα και να βάλει τις ταμπέλες που θέλει ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι Crime & The City Solution με το λεγόμενο και “art punk” τους, θα ήταν ένας καλός οδηγός.
Εγώ ως γνωστός στα πέριξ φυγόπονος, επέλεξα να κάνω ειδική μνεία στο πιο «βατό» μάλλον κομμάτι του ομότιτλου (ή και άτιτλου για άλλους) μοναδικού δίσκου των The Orchestra Of Skin And Bone από το 1986 (ακολούθησε μια κασέτα με ακυκλοφόρητο υλικό), το Sometimes που λίγο αργότερα το διασκεύασε παρέα με τον συγχωρεμένο τον Michael Hutchence (INXS για τους ξεχασιάρηδες) στο επίσης βραχύβιο των δυό τους σχήμα, που είχε το όνομα Max-Q.
Στο Sometimes λοιπόν, βρίσκουμε τους Orchestra Of Skin And Bone να ακροβατούν και στο τέλος να ισορροπούν, ανάμεσα στον ήχο των Bad Seeds τα χρόνια που δεν έγραφαν μόνο ωραία τραγούδια αλλά μαζί μ’ αυτά έγδερναν ηχεία, αυτιά και άλλα υλικά και άυλα αγαθά, και στην (κάτι από) Jazz μη με ρωτάτε τι και πως, δεν κατέχω, ενώ στο τέλος το επικίνδυνο νούμερο κλείνει πανηγυρικά η…Μπάντα της Φλώρινας.
Συμπέρασμα: Sometimes I can’t believe my brain…
info