Η αλλάχτρια
Μια σαρακοφαγωμένη γριά, που σαν την έβλεπα έφευγα –κάνοντας, χώρίς να ξέρω γιατί, το σταυρό μου-, απ’ άλλο σοκάκι κι ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά τικ-τακ.
Στο ντάμι της πηγαίναμε καμιά φορά σιγά-σιγά μη μας πάρει
μυρουδιά και κοιτάζαμε με φόβο από ένα φεγγίτη.
Λέγανε τα μουρά πως έκανε συντροφιά με νεκροκέφαλα και κουβέντιαζε με βρυκόλακες.
Τέτοιο πράμα όμως η φόβους δεν μ’ αφήκε ποτέ να δω. Ξέρω μόνο πως το ντάμι της μύριζε λιβάνι άσχημα, έτσι που νόμιζες πως είχε πάντα λείψανο μέσα, και πως ούλα τα ρούχα της μυρίζαν θανατίλες, γιατί τα ‘χε παρμένα από τις πεθαμένες γυναίκες, που κάθε τόσο φωνάζανε ν’ αλλάξει.
Αυτή ήταν η δουλειά της.
Σαν πέθαινε κανένας τη φωνάζανε γρήγορα-γρήγορα. Τη στέλνανε κι από πριν χαμπάρι σαν ψυχομαχούσε κανένας. Σαν κανένας «κακνευότανε» (λένε πως γίνεται έτσι σαν μιλήσεις του άρρωστου την ώρα που ψυχομαχά και πως τότες το ψυχομάχημά του βαστά βδομάδες. Μόνο σαν διαβάσουν δώδεκα φορές το ‘χτωήχι αναπαύεται), σαν κακνευότανε λοιπόν κανένας, η αλλάχτρια απάντεχε μέρες και καθότανε στο φεγγίτη της περιμένοντας πότε θα ‘ρχότανε το χαμπάρι.
Σαν η ώρα ερχότανε, η αλλάχτρια έβαζε τη «φνίκα» της κι έτρεχε σερπετή-σερπετή.
Σφαλιότανε μοναχή με τον πεθαμένον σ’ έναν οντά κι άρχιζε κει πέρα.
Πρώτα-πρώτα του σφαλούσε τα μάτια. Του έδενε ύστερα το σαγόνι με μια μουστούκα, για να μην έχει ανοιχτό το στόμα του, του σταύρωνε τα χέρια πριν ξυλιάσουν, κι ύστερα ξεγυμνωμένον του έπλενε το σώμα με κρασί, βουτώντας σ’ αυτό ένα μπαμπάκι, και του περνούσε το σάβανο απ’ το λαιμό. Όσο κρασί πέρσευε το ‘παιρνε σπίτι της ύστερα, και μέσα σε μια μπουχτσαδιά έπαιρνε τα ρούχα που φορούσε την τελευταία στιγμή ο νεκρός κι έφευγε σερπετή-σερπετή κι ευχαριστημένη και πάγαινε να κάτσει στο φεγγίτη της, περιμένοντας να την ξαναφωνάξουν για άλλον.
Την αλλάχτρια τη λέγανε Μυρσινιώ. Τον άντρα της τον λέγανε Βασίλη, κι ήτανε νεκροθάφτης στη Αγιά Γαλατιανή.
Άλλος πάλι αυτός. Πετούσε τα καύκαλα των πεθαμένων που ξέχωνε σαν να ‘τανε κολοκύθες και τραβούσε μανέδες σαν έσκαβε κανέναν λάκκο.
Ξερακιανός κι αυτός σαν τη γυναίκα του τη Μυρσινιώ, μακρύς σαν το φτυάρι που έβγαζε τα χώματα απ’ τους λάκκους. Κρύος σαν φίδι.
Αυτός δεν μύριζε λιβάνι σαν περνούσε απ’ το σοκάκι. Μύριζε χώμα και βρωμούσε κόκαλα.
Λένε πως ξέχωνε τη νύχτα τους πεθαμένους κι έκλεβε ό,τι είχαν απάνω τους, και πως πολλές φορές τους έστελνε στον άλλο κόσμο χωρίς παπούτσια.
Λένε κιόλας πως μια φορά υποψιασθήκανε και ξεχώσαν μια νειαροθαμμένη νεκρή. Τη βρήκανε με κομμένο το δαχτύλι που φορούσε δαχτυλίδι.
Τότες τον Βασίλη τον διώξανε και πήγε να μαραζώσει απ’ τον καμό του, που δεν άνοιγε λάκκους και δεν πετούσε και τα καύκαλα έτσι σαν να ‘τανε κολοκύθες.
Τον ξαναπήρανε ύστερα γιατί κλαύθηκε η Μυρσινιώ κι οι κόρες του.
Τ’ αντρόγυνο δούλευε καλά και τα περνούσε φίνα.
Κάτι έβγαινε κάθε μέρα. Όσο κονιάκ κι όσες πίτες περσεύανε απ’ το νεκροταφείο η Βασίλ’ς τα κουβαλούσε σπίτι του το βράδυ. Έφερνε κι η Μυρσινιώ όσο κρασί πέρσευε απ’ το πλύσιμο των πεθαμένων, και το βράδυ κουρασμένοι κι οι δύο απ’ τη δουλειά καθότανε και το κουτσοπίνανε.
Τότες η Βασίλ’ς τραβούσε μανέδες μερακλίδικους κι η Μυρσινιώ έπινε εις υγείαν του, λέγοντας «καλές δουλειές».
image: The Gravedigger by myconius
text: Το αφήγημα «Η αλλάχτρια» μέσα από το βιβλίο του Αθανάσιου Θ. Γκράβαλη (1890-1974) «Της Ματζουράνενας το χάλασμα, και άλλα αφηγήματα» σε επιλογή-επιμέλεια Ε.Χ. Γονατά, εκδόσεις Στιγμή, σειρά Ασυνήθιστες Ιστορίες 1988.
music: 16 Horsepower – Heel on the shovel, Sackcloth ‘n’ Ashes CD, A&M 1996.
Λέγανε τα μουρά πως έκανε συντροφιά με νεκροκέφαλα και κουβέντιαζε με βρυκόλακες.
Τέτοιο πράμα όμως η φόβους δεν μ’ αφήκε ποτέ να δω. Ξέρω μόνο πως το ντάμι της μύριζε λιβάνι άσχημα, έτσι που νόμιζες πως είχε πάντα λείψανο μέσα, και πως ούλα τα ρούχα της μυρίζαν θανατίλες, γιατί τα ‘χε παρμένα από τις πεθαμένες γυναίκες, που κάθε τόσο φωνάζανε ν’ αλλάξει.
Αυτή ήταν η δουλειά της.
Σαν πέθαινε κανένας τη φωνάζανε γρήγορα-γρήγορα. Τη στέλνανε κι από πριν χαμπάρι σαν ψυχομαχούσε κανένας. Σαν κανένας «κακνευότανε» (λένε πως γίνεται έτσι σαν μιλήσεις του άρρωστου την ώρα που ψυχομαχά και πως τότες το ψυχομάχημά του βαστά βδομάδες. Μόνο σαν διαβάσουν δώδεκα φορές το ‘χτωήχι αναπαύεται), σαν κακνευότανε λοιπόν κανένας, η αλλάχτρια απάντεχε μέρες και καθότανε στο φεγγίτη της περιμένοντας πότε θα ‘ρχότανε το χαμπάρι.
Σαν η ώρα ερχότανε, η αλλάχτρια έβαζε τη «φνίκα» της κι έτρεχε σερπετή-σερπετή.
Σφαλιότανε μοναχή με τον πεθαμένον σ’ έναν οντά κι άρχιζε κει πέρα.
Πρώτα-πρώτα του σφαλούσε τα μάτια. Του έδενε ύστερα το σαγόνι με μια μουστούκα, για να μην έχει ανοιχτό το στόμα του, του σταύρωνε τα χέρια πριν ξυλιάσουν, κι ύστερα ξεγυμνωμένον του έπλενε το σώμα με κρασί, βουτώντας σ’ αυτό ένα μπαμπάκι, και του περνούσε το σάβανο απ’ το λαιμό. Όσο κρασί πέρσευε το ‘παιρνε σπίτι της ύστερα, και μέσα σε μια μπουχτσαδιά έπαιρνε τα ρούχα που φορούσε την τελευταία στιγμή ο νεκρός κι έφευγε σερπετή-σερπετή κι ευχαριστημένη και πάγαινε να κάτσει στο φεγγίτη της, περιμένοντας να την ξαναφωνάξουν για άλλον.
Την αλλάχτρια τη λέγανε Μυρσινιώ. Τον άντρα της τον λέγανε Βασίλη, κι ήτανε νεκροθάφτης στη Αγιά Γαλατιανή.
Άλλος πάλι αυτός. Πετούσε τα καύκαλα των πεθαμένων που ξέχωνε σαν να ‘τανε κολοκύθες και τραβούσε μανέδες σαν έσκαβε κανέναν λάκκο.
Ξερακιανός κι αυτός σαν τη γυναίκα του τη Μυρσινιώ, μακρύς σαν το φτυάρι που έβγαζε τα χώματα απ’ τους λάκκους. Κρύος σαν φίδι.
Αυτός δεν μύριζε λιβάνι σαν περνούσε απ’ το σοκάκι. Μύριζε χώμα και βρωμούσε κόκαλα.
Λένε πως ξέχωνε τη νύχτα τους πεθαμένους κι έκλεβε ό,τι είχαν απάνω τους, και πως πολλές φορές τους έστελνε στον άλλο κόσμο χωρίς παπούτσια.
Λένε κιόλας πως μια φορά υποψιασθήκανε και ξεχώσαν μια νειαροθαμμένη νεκρή. Τη βρήκανε με κομμένο το δαχτύλι που φορούσε δαχτυλίδι.
Τότες τον Βασίλη τον διώξανε και πήγε να μαραζώσει απ’ τον καμό του, που δεν άνοιγε λάκκους και δεν πετούσε και τα καύκαλα έτσι σαν να ‘τανε κολοκύθες.
Τον ξαναπήρανε ύστερα γιατί κλαύθηκε η Μυρσινιώ κι οι κόρες του.
Τ’ αντρόγυνο δούλευε καλά και τα περνούσε φίνα.
Κάτι έβγαινε κάθε μέρα. Όσο κονιάκ κι όσες πίτες περσεύανε απ’ το νεκροταφείο η Βασίλ’ς τα κουβαλούσε σπίτι του το βράδυ. Έφερνε κι η Μυρσινιώ όσο κρασί πέρσευε απ’ το πλύσιμο των πεθαμένων, και το βράδυ κουρασμένοι κι οι δύο απ’ τη δουλειά καθότανε και το κουτσοπίνανε.
Τότες η Βασίλ’ς τραβούσε μανέδες μερακλίδικους κι η Μυρσινιώ έπινε εις υγείαν του, λέγοντας «καλές δουλειές».
image: The Gravedigger by myconius
text: Το αφήγημα «Η αλλάχτρια» μέσα από το βιβλίο του Αθανάσιου Θ. Γκράβαλη (1890-1974) «Της Ματζουράνενας το χάλασμα, και άλλα αφηγήματα» σε επιλογή-επιμέλεια Ε.Χ. Γονατά, εκδόσεις Στιγμή, σειρά Ασυνήθιστες Ιστορίες 1988.
music: 16 Horsepower – Heel on the shovel, Sackcloth ‘n’ Ashes CD, A&M 1996.