Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Η Εκκλησία του Έλβις (Κεφάλαιο ΙΙΙ)


«Φίλε, αν και μοχθήσαμε πολύ κι αγωνιστήκαμε ακόμη περισσότερο, ως τώρα, όπως βλέπεις, επικρατεί στασιμότητα στην υπόθεση. Πως να το πω... βαλτώσαμε, συμφωνείς;».

Συμφώνησα.

«Το σκέφτηκα καλά...». Έκανε μια μεγάλη παύση, τόση που ήμουν σίγουρος, κι ανυπομονούσα ότι θα μου προτείνει να το διαλύσουμε οριστικά.
«Κοίτα... η υπόθεση είναι μυστική με την αρχαία έννοια... είναι ένα χρέος που έχω... που έχουμε... ιερό... χρέος σε μας τους ίδιους, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο...».

Κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω, σε κείνες τις συνθήκες, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο.

«Δεν θέλω να την κοντύνω, να την εκχυδαΐσω... καταλαβαίνεις... να τη φτηνύνω με διαφήμιση, να την ευτελίσω με υποκρισία και δημόσιες σχέσεις, με κόσμο που έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να νιώσει».

Μουχχχούου.

«Εμείς χρειαζόμαστε προσύλητους σαν κι αυτούς που ήρθαν ήδη, που βρήκαν τον δρόμο ψηλαφητά μέσα στη νύχτα του κόσμου, ανθρώπους που δεν θέλουν να είναι ένα ακόμη τούβλο στον τοίχο, μα πάλλονται από επιθυμία να γίνουν οι ίδιοι μια ρωγμή απ’ όπου θα εισχωρήσει το άπλετο φως, στον μακάβριο τοίχο του ζόφου που μας περικλείει».

Τι να πω... ότι και να πω τώρα, ότι και να έλεγα εκείνη τη στιγμή θα ήταν λίγο, και δεν νομίζω να βρεθεί κάποιος από τους αναγνώστες που θα διαφωνήσει.
Συνεχίζω όμως την εξιστόρηση... αιδεσιμότατος σπίκινγκ:

«Αυτό που μας λείπει, γιατί σε όλα είμαστε άψογοι απέναντι στην πίστη και τον Βασιλιά, απέναντι στις ενδόμυχες βουλές του, στον πανίσχυρο, μα σπλαχνικό Νόμο του, αυτό που μας λείπει, άκου με που σου λέω μαν, είναι οι γυναίκες!

Είμαστε σαν καψιμί που να πάρει! Θυμίζουμε ώρες-ώρες κωλομπάτσελορ πάρτι... πιφ... το σκεφτόμουν απ’ την αρχή αλλά με τον πυρετό της προετοιμασίας κι ύστερα με τις εβδομαδιαίες ανάγκες της λειτουργίας, το αμέλησα... δε βοηθάς κι εσύ λίγο... μόνο δίσκους ξέρεις ν’ αλλάζεις, και να πίνεις μπίρες!», με επέπληξε κοιτώντας με αυστηρά, και μαζεύτηκα σαν δαρμένο σκυλί.

Αιδεσιμότατος είναι αυτός... ποτέ δεν ξέρεις τι κακό μπορεί να σε βρει ξαφνικά από κάτι τέτοιους τύπους...η Ιστορία όπως σίγουρα γνωρίζουν οι φιλομαθείς, βρίθει ανάλογων στυγερών περιστατικών... 

Έτσι μου ήρθε να πεταχτώ πάνω και να βαρέσω μια τρανταχτή προσχή! να σειστεί ο ναός... να ξελαρυγγιαστώ σε ένα «Μάλιστα κύριε Αιδεσιμότατε, διατάξτε!».
Κρατήθηκα όμως... δεν ξέρω πως θα το έπαιρνε... είναι και μυστήριος...

«Έχουμε ανάγκη το θηλυκό στοιχείο, και ποιος δεν το έχει, σκέψου λίγο και τον Βασιλιά... Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε και επειγόντως γκόμενες στο ποίμνιο... και όλα θα πάνε καλά μετά... διάολε, άκουσέ με... γιατί κανείς δεν μ’ ακούει; έχω τόσο κουραστεί… εκπέμπω ένα σήμα… ακούει κανείς; ακούστε γαμώτο τον παππού και δεν θα χάσετε! ... το έχω μελετήσει, ξέρω γω... νομίζω τελικά ότι μόνο ο Νυχτερίδας με καταλαβαίνει».   

Και έτσι μια όμορφη, καλοκαιρινή και προπαντός, μοιραία βραδιά, έσκασαν μύτη οι γκόμενες...

Οι δύο, η Μπέτυ-Σάρον όπως μας συστήθηκε και η Κορίνα, ήταν αδερφές, σχεδόν δίδυμες, ανιψιές του Νυχτερίδα, του «αρχηγού» των ροκαμπιλάδων.
Γόνοι καλής, πλούσιας μα έντιμης βεβαίως, οικογενείας, και κάτοικοι ακόμη καλύτερης συνοικίας, έκαναν μια εντυπωσιακή εμφάνιση με το φαντεζί ροκαμπίλι στυλάκι τους, μια ανεπανάληπτη υπερπαραγωγή, μια συμβολική αναπαράσταση των γνωστότερων θηλυκών του είδους σε δύο διαφορετικές εκδοχές, ξανθού και μελαχρινού, προσεγμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια, από την κορφή ως τα νύχια, ο ορισμός του φάσιον βίκτιμ σαν να λέμε, και είχαν όμως, μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, στον παλιό στα κόλπα, θείο τους Νυχτερίδα, γιατί αυτός τις είχε μυήσει στη μαγεία του ροκ εν ρολ.

«Κοντά τα σάλια σας και ακόμη περισσότερο, τα χέρια σας» μας είχε προειδοποιήσει ο θειός τους, μαρσάροντας μέσα από τα δόντια του όταν μας ανακοίνωσε την επικείμενη άφιξή τους, και δεν είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να τα μακρύνουμε και τα σάλια μας και τα χέρια μας, βλέποντας την νυχτεριδοντουλάπα που μας απειλούσε, να είναι έτοιμη να πέσει πάνω μας σαν μαύρος ουρανός, και να μας πλακώσει.

Αυτό φυσικά δεν αφορούσε τον αιδεσιμότατο, στον οποίον ο θείος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση, και είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη.
Ο Νυχτερίδας ήταν σίγουρα ο πιο τακτικός και πιο πιστός απόλους, και έκανε αυτή τη θυσία, να καλέσει δηλαδή τις ανιψιές του, μόνο για χάρη του αιδεσιμότατου -που του το είχε θέσει είν αλήθεια, πολύ διακριτικά έπειτα από έμπιστες πληροφορίες που πήρε απ τον Σοφό, όπως έμαθα αργότερα- και της υπόθεσης, στην οποία είχε πιστέψει και αφοσιωθεί, ψυχή τε και σώματι.

Μαζί όμως με τις ανιψιές και προς μεγάλη ευχαρίστηση και τέρψη πασών των πιστών, εμφανίστηκαν η Κίκι και η Φρίκη, που ήταν φίλες τους, αν και αυτές ήταν γοτθικών αποχρώσεων και αποκλίσεων, είχαν πάντως, την ίδια μακρινή απόσταση σε ύψος, του μυαλού από το υπόλοιπο κεφάλι τους.
Πράγμα διόλου παράξενο, μιας και καμία από τις τέσσερις δεν ήταν άνω των είκοσι χρονών. Η μικρότερη δε, ήλπιζα να έχει αφήσει πίσω της, έστω και πρόσφατα, τα δεκαοκτώ.

Αραιά και που, έφερναν μαζί τους και καμιά άλλη από τις πολυάριθμες φίλες τους, αλλά από αυτές, όπως και οι απλοί λάτρεις του ροκ εν ρολ προηγουμένως, καμιά δεν ξαναπάτησε για δεύτερη φορά στο κονάκι μας. «Γιατί άραγε;», είχε την απορία ο αιδεσιμότατος...

Αντιθέτως, οι τέσσερίς τους, έγιναν μόνιμες θαμώνες του ναού τα Σαββατόβραδα, και την αμηχανία της πρώτης φοράς, με τα βηξίματα και τα ξερά και αγχωμένα χάχανα του ανδρικού πληθυσμού, τη διαδέχτηκαν κελαρυστά γέλια, τολμηρές διαχύσεις, χοροί και χαρές Ευαγγελίων, υπό το αυστηρό βλέμμα και την ασταμάτητη επίβλεψη πάντα βέβαια, του κέρβερου Νυχτερίδα, που ήταν όμως, κι αυτός χαρούμενος γιατί βοηθούσε, έβαζε κι ο ίδιος το λιθαράκι του, για την αίσια έκβαση της μεγάλης υπόθεσης.

Ο αιδεσιμότατος δε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας... ο ερχομός των νεαρών υπάρξεων έφερνε έναν αέρα αισιοδοξίας στον ναό, έναν άνεμο αναζωογονητικό, ανοιξιάτικο, μυρωμένο από απόκρυφους ψιθύρους κι υποσχέσεις, προμηνούσε την αναμφίβολη εμφάνιση καλύτερων ημερών, και προπαντός νυκτών, στον ορίζοντα...

Η πυραμίδα του merch είχε αρχίσει ως δια μαγείας να ρολάρει, οι Βεργίνες είχαν αντικατασταθεί με Τζακ Ντάνιελς και Σάουθερν Κόμφορτ, με όλα τα καλούδια μιας βασιλικής ευωχίας. 

Στη λειτουργία είχε ενσωματώσει χορευτικές φιγούρες και γκόσπελ στοιχεία, με το κορτισομάνι να του κάνει τα δεύτερα φωνητικά και τους ψαράδες να βαράνε ταμπούρλα, καθώς μάλιστα, εκφωνούσε το πύρινο κήρυγμά του, κουνούσε τα χέρια του στον αέρα με απαράμιλλο στυλ κι αυτοπεποίθηση, λες και απευθυνόταν σε ένα πλήθος χιλιάδων πιστών, που ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να αυτοχειριαστούν ομαδικά με ένα του μόνο νεύμα.

Διάνθιζε τις ατάκες με ένα συχνό, επαναλαμβανόμενο «Μπράδερς εντ σίστερς!» παλλόμενο από πάθος που ξεσήκωνε το εκκλησίασμα, όταν δε έβγαζε την κατακόκκινη ρόμπα του πυγμάχου με την οποία τελευταία, έκανε την εμφάνισή του στην αρχή της λειτουργίας, ήταν πια φανερό ότι είχε ράψει καινούργιο, τσίλικο κουστούμι με μαφιόζικη κάθετη ρίγα, είχε παραγγείλει ζεβρέ πουκάμισο, γραβάτα με ζωγραφιστές νεκροκεφαλές, και λεοπάρ παπούτσια Creepers, ενώ επίσης, είχε περάσει  τις βλεφαρίδες του με άιλάινερ, είχε φορέσει γυαλιά από ταρταρούγα, και ναι, όπως παρατήρησα στο φως της μέρας μια φορά που πέρασα από τον ναό το πρωί να αφήσω κάτι ξηροκάρπια που μου είχε παραγγείλει για την βραδινή λειτουργία, είχε βάψει τα μαλλιά του, και στην θέση της ως χθες κοντοκουρεμένης κόμης του, είχε μόλις αρχίσει να φυτρώνει ένα νιογέννητο τσουλουφάκι... όπως τις παλιές καλές μέρες μααααν.

Ώσπου, έφτασε ένα Σάββατο, που ο αιδεσιμότατος είχε γίνει στα χείλη της Μπέτυς «ο Σωτήρας», στο κήρυγμά του, μαζί με όλα τα προαναφερθέντα εδάφια ιερών βιβλίων, εμφανίστηκαν ξαφνικά αποσπάσματα από τις 120 μέρες στα Σόδομα και το Άσεμνο ημερολόγιο μια νεαράς δεσποινήδος, ο Έλβις στα ηχεία με κάποιον τρόπο ακουγόταν πιο λάγνος κι απ το Μπάρι Γουάιτ, να μα την παναγία, τα φώτα είχαν χαμηλώσει, ο Νυχτερίδας μαζί με την ομήγυρη των χασικλίδων είχε μαστουρώσει κάργα, και είχε νταγκλάρει σε μια γωνιά, συνομιλώντας σιωπηλά με το άπειρο και δείχνοντας σίγουρα ευτυχισμένος, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις νεαρές συλφίδες, που προτιμούσαν την χημεία από την φυσική, και φαινόντουσαν να βρίσκονται σε έκσταση έχοντας σαν υπνωτισμένες, καρφωμένα τα μάτια τους, στον απεσταλμένο του Βασιλιά πίσω απ’ τον άμβωνα, τα βαριά περιστατικά έσφιγγαν τα χείλη τους, κάπνιζαν, φυσούσαν ξεφυσούσαν, o κυρ-Εμπειρίκος και ο Προπό ξερογλείφονταν πιάνοντας που και που τα αχαμνά τους, κι εγώ ίδρωνα σαν χαμάλης πάνω από τα ντέκς, όπου στριφογύριζε το Heartbreak Hotel, έριχνα κλεφτές ματιές στον Σμόκι που μας κοιτούσε ανέγγιχτος, αδιάφορος κι αγέρωχος, καθισμένος πάνω στο ηχείο, και αναρωτιόμουν αν όλο το πράμα θα κατέληγε στο τέλος, σε μια παρτούζα, αντάξια του θρυλικού κοινοβίου των Ya Ho Wa 13.

Όμως δεν κατέληξε εκεί. 

Η βραδιά για όλους, πλην του αιδεσιμότατου και κάποιου εκ των θηλυκών όπως φάνηκε αργότερα, τελείωσε απλά με ξερατά στη λεκάνη του σπιτιού τους, εκεί που τα πρωινά ακούγεται συνήθως η μουρμούρα του Constipation Blues, ή στην καλύτερη περίπτωση, με μια παχιά που λέρωσε τα σεντόνια του κρεβατιού τους.

Κάπου εδώ, το επόμενο πρωί, ίσως και κάμποσο νωρίτερα, θα έπρεπε αν όχι να έχω φωνάξει του μπάτσους, τουλάχιστον να ειδοποιήσω τους γονείς των κοριτσιών και να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, σαν λαγός στο λιβάδι. 

Κι όμως, δε φώναξα κανέναν, δεν ειδοποίησα κανέναν, κι έμεινα και πάλι. 


Συνεχίζεται...