“We're caught in a trap
I can't walk out”
Suspicious Minds, Elvis.
Η υπόθεση, όπως την ονόμαζε ο Νυχτερίδας, είν’ αλήθεια τέλειωσε άσχημα, αλλά πριν σας πω
ΠΟΣΟ άσχημα, το καλύτερο είναι να πιάσουμε και να ξετυλίξουμε το νήμα απ’ την αρχή... Να λοιπόν πως άρχισε:
Δουλειά δεν είχα
εκείνον τον καιρό, την έβγαζα με κανένα μεροκάματο του ποδαριού, μπόλικη
υπομονή και οικονομία, και ακόμη περισσότερα ζυμαρικά και όσπρια, έτσι, είχα περάσει
να δω τον Ελάιτζα που λέτε, που ελαιοχρωματιστής γαρ, καθόταν και τα έξυνε κι
αυτός σχεδόν ολόκληρο τον χειμώνα, σε ένα δώμα που του είχε μείνει κληρονομιά
από μια θειά του, θεούσα, ένα γιαπί που εδώ και κάμποσα χρόνια αποκαλούσε «το
ακίνητό μου», και το μαστόρευε και το ξαναμαστόρευε και όλο αυτό γιαπί έμενε,
όταν, αφού πασίχαρης μου είπε ότι με έψαχνε, και ότι είχα φτάσει πάνω στην κατάλληλη
ώρα, θαρρείς και είχα πέσει θεόσταλτος εξ ουρανού σαν μάννα, κι αφού έβαλε το Mystery
Train να παίξει στο πικάπ, όντας
μέγας θαυμαστής του Έλβις από τότε που τον ήξερα, όταν ακόμη φορούσε κοντά
παντελονάκια, μου πρόσφερε ένα κουτάκι φτηνή, χλιαρή μπίρα, κι ανακατεύοντας αργά,
όπως μόνο ο καλός ο μάστορας ξέρει, ένα κυπελλάκι με λαδομπογιά, έριξε την
ιδέα.
Του είχε μιλήσει
λέει, ο ίδιος ο Βασιλιάς το περασμένο βράδυ, το μακρύ βράδυ, ως την γκρίζα αυγή,
του είχε μιλήσει με πάθος και αλήθεια για τα πάντα, ολόκληρη την λαμπρή διαδρομή
απ’ το κοίτα-εκεί-πέρα-το-Τούπελο,
τυλιγμένο σ’ ένα
μαύρο σύννεφο, κάποιος θα περπατήσει στο Τούπελο, το Θηρίο καταφτάνει, η σπορά
έγινε, τον Βέρνον και τη Γκλάντυς Λαβ, το Μέμφις, τις Συνάξεις του Θεού, το
συνεργείο και το φορτηγό, ως τα στούντιο του Σαμ Φίλιπς, την έλευση του
συνταγματάρχη, τη δόξα και τη δύναμη, το θρυλικό κούρεμα του στρατού, την Πρισίλα
και τη Λίζα Μαρί, τα στούντιο του Χόλιγουντ, το Λας Βέγκας και τη Χαβάη, την
Γκρέισλαντ, την κατάθλιψη, τα χάπια, τον υποτιθέμενο θάνατό του, την προσωπική
του ανάσταση κι ανάληψη, τη ζωή στ’
αστέρια τη ζωή εν τάφω και τη ζωή ινκόγκνιτο, την αέναη συγκομιδή.
Όχι, όχι, δεν τον
είχε πάρει τηλέφωνο, αν και σίγουρα θα μπορούσε, όμως... πως να μου το πει... ήταν
μια συνομιλία μυστική, υπερβατική, με κάποιο τρόπο μαγική, μεταφυσική, αλλά δεν
έπαυε λέει, να είναι πραγματική, συγκλονιστική όπως η Επί του όρους ομιλία, θα
έλεγε –ο Ελάιτζα- αν δεν κινδύνευε να χαρακτηριστεί ιερόσυλος από τους
κακεντρεχείς, ελπίζοντας να μην ανήκω σ’ αυτούς, και να μην προδώσω την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε αυτή την στιγμή
εκμυστηρευμένος ένα τόσο σημαντικό ζήτημα.
Δεν είχα καμία
τέτοια πρόθεση τον διαβεβαίωσα, και άρχισε σιγά-σιγά να μπαίνει στο ψητό με
περίσσιο ενθουσιασμό.
Και μιας που
ανέφερε την ομιλία στο όρος, συνέχισε με συνωμοτικό ύφος, θυμήθηκε λέει τον
Χάπγκουντ, που στην ερώτηση του δικαστή, για το ποιος είναι ο λόγος που ένας
άνθρωπος με τα δικά του προσόντα –γιος βιομηχάνου και απόφοιτος του Χάρβαρντ μεταξύ
των άλλων- έγινε σοσιαλιστής, ο Χάπγκουντ λοιπόν απάντησε:
«Ο λόγος; Μα εξαιτίας της “Επί του όρους ομιλίας”, φυσικά, κύριε», έτσι και αυτός είπε ο Ελάιτζα,
μεταμορφώθηκε εκ βάθρων, από το προηγούμενο βράδυ που άκουσε αυτή την αποκαλυπτική
μα γλυκιά ομιλία του Βασιλιά, που την έκλεισε λέει, με το Love Me Tender
ερμηνευμένο ακαπέλα, σχεδόν
ψιθυριστά στο αυτί του...
Στο τέλος, ήταν
Εκείνος που το είχε προτείνει, και τώρα αυτός, ο φίλος μου, με έχριζε τιμητικά μάρτυρα,
σύντροφο, συνένοχο και συνέταιρο:
Να ιδρύσουμε λέει
την πρώτη στην Ελλάδα, και δη στην Θεσσαλονίκη, Εκκλησία του Έλβις! Και μη
γελάς ρε μαλάκα! συνέτισε την αυθάδειά μου, μαλώνοντας με.
«Να ψάξουμε να
βρούμε και να φέρουμε κοντά μας, αυτό το 4% ,ίσως και παραπάνω, που σίγουρα θα
υπάρχει και εδώ, όπως στην Αμερική, όπως σε ολόκληρο τον κόσμο και το σύμπαν, που
δεν έχει χάσει την πίστη του, και συνεχίζει να μαρτυρεί ακόμη, όπως κι εγώ,
όπως κι εσύ, ακόμη και μέσα στη φωτιά, ότι ο Βασιλιάς είναι ζωντανός γαμώτο! Ούτε πέθανε ποτέ κι ούτε ξεχάστηκε!
Κι όχι μόνο αυτό, όχι μόνο, αλλά όπως και το παιδί του,
το ροκ εν ρολ, δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ! Ας το βάλουν καλά στο μυαλό τους
όλοι αυτό...
Είναι πολύ περισσότερα στην εικόνα άνθρωπε μου, απ’ όσα
πιάνει το μάτι!» δήλωσε ορθά κοφτά ανεμίζοντας απειλητικά στον αέρα την
σφιγμένη του γροθιά, με μια ανησυχητική γυαλάδα, σαν να τον συντάρασσε ένα κύμα
διαλείποντα πυρετού, στο δικό του μάτι.
Ο Σμόκι, η γκρι γάτα του, νιαούρισε
παραπονιάρικα, ο Ελάιτζα όμως απτόητος...
«Αυτό το 4% είναι
η μαγιά - εδώ άλλοι, ονόματα ας μη πούμε, από το 3.5% έγιναν πρωθυπουργοί! – με
τις κατάλληλες συνθήκες, και ποιες καταλληλότερες απ’ ότι οι σημερινές εδώ που τα λέμε, συνθήκες
πόλωσης και αναταραχής, συνθήκες βρασμού ψυχής, με τον ουρανό κόκκινο να μας
στέλνει ανησυχαστικά προμηνύματα, συνθήκες όπου αυτό το χαμηλό, εκ
πρώτης όψεως είναι η αλήθεια ποσοστό, μπορεί γρήγορα να γίνει άνεμος σαρωτικός,
που θα πάρει και θα σηκώσει, που θα φουντώσει την σπίθα σε πυρκαγιά, πυρκαγιά μιας μεγάλης πορείας
προς τον λαό, κι από κει, χέρι με χέρι και όλοι μαζί, σε μια λυτρωτική πορεία προς
τα μυθικά Ηλύσια Πεδία»...
Είχε αρχίσει να
ιδρώνει, να εξάπτεται στα σοβαρά τώρα... και συνέχισε:
«Γάμα την
επικαιρότητα! γάμα την πραγματικότητα! Γάμα τα όλα!
Φωνές αρχαίες μας
καλούν, από τα βάθη του χρόνου μας γνέφουν, τα άστρα τις ζωές μας γνέθουν, οι
μηχανές την ζωή μας αλέθουν, και μεις έχουμε μονάχα πέντε δευτερόλεπτα!
Πρόσεξε
δεν είν’ αστείο αυτό, κοίτα! όσα τα δάχτυλα του χεριού, μονάχα
πέντε αδερφέ! για να το αντιληφθούμε και να το αποφασίσουμε... ότι ο καιρός έχει φτάσει!
για τα πάντα υπάρχει χρόνος για όλα έρχεται καιρός κάτω απ’ τον ήλιο αδερφέ! έχει φτάσει ο καιρός,
ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, έστω λιγάκι... να τόσο δα, όσο πατάει η γάτα... για
μια... ας είναι και μικρή διάολε... Επανάσταση!
Είναι καιρός... ν’ ακουστεί και να λάμψει επιτέλους! εκείνος
ο πυροβολισμός στο σκοτάδι, που θα αναγγείλει την επιστροφή του Βασιλιά!».
Σίγουρα, φίλε μου, σίγουρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, τον
διαβεβαίωσα βιαστικά, για να κατευνάσω τη μανία του.
Ξεφύσηξε ,
κατέβασε μονοκοπανιά την μπίρα του, και συνέχισε, φανερά πιο ήρεμος τώρα, σαν
να βρήκε ξανά την αυτοκυριαρχία του:
«Μια επανάσταση,
κι ανάσταση! πολιτική, πολιτιστική! θρησκευτική! στο τέλος-τέλος, βαθιά προσωπική... γεμάτη αγάπη, μουσική, και τσουλούφια!
Άλλωστε, ειδικά
για την χώρα μας, υπάρχουν πολύ περισσότεροι και σημαντικότεροι λόγοι να
προσηλυτιστεί κανείς σ’ αυτή
την θρησκεία, αφού μη ξεχνάμε ότι οι πρόσφατες αποκαλύψεις έγκυρων μα κυνηγημένων και
θαμμένων φυσικά και κλασσικά, επιστημόνων και ερευνητών, σχετικά με την υπόγεια
σύνδεση της περιβόητης ομάδας «Ε» και του Έλβις ήταν συνταρακτικές και
αδιαμφισβήτητες, κι ας χλευάστηκαν από τους “σοβαρούς’’, γαμώσπιτους, σκατά στα μούτρα τους, κύκλους του ‘’πολιτικά
ορθού’’».
Παράλληλα, μου
έκλεισε το μάτι, και όταν το ξανάνοιξε με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο νόημα, παράλληλα,
θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε και το πενιχρό μας εισόδημα, από τα κουπόνια
εγγραφής, τις εισφορές αλληλεγγύης, τον δίσκο που θα βγάζουμε κατά την διάρκεια
της ολονύκτιας Σαββατιάτικης λειτουργίας, και το merch που θα μπορούμε να
σπρώχνουμε, συμπλήρωσε, γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον και εφηβικό, παρότι
είχε περάσει τα πενήντα, ενθουσιασμό...
«Φιλαράκι, δε γίνεται
αλλιώς, έχω το Ευαγγέλιο μέσα μου και πρέπει να το πω», ξεκαθάρισε τελεσίδικα.
Ο Σμόκι
επιβεβαίωσε όλα τα παραπάνω, και ταυτόχρονα απαίτησε τις αργοπορημένος κροκέτες
του, με ένα θυμωμένο, αυτή τη φορά, νιαουριτό.
Κάπου εδώ ίσως
και κάμποσο νωρίτερα, θα έπρεπε να είχα στραγγίξει την μπίρα μου, να του είχα
συστήσει τον παλιό μου ψυχίατρο, τον Δόκτορα Λουγκόζι, που, πως να το κάνουμε, είναι
ο άνθρωπος εγγύηση να πούμε, και να είχα αποχωρίσει διακριτικά.
Κι όμως ενώ
σηκώθηκα, δεν τράβηξα για την εξώπορτα αλλά για το ψυγείο, το άνοιξα, πήρα
ακόμη μια Βεργίνα, επέστρεψα στην καρέκλα, άνοιξα το καπάκι με τον αναπτήρα,
έστριψα κι άλλο τσιγάρο,
το άναψα, χάιδεψα την ουρά του Σμόκι που τριβόταν στα πόδια μου, άκουσα
προσεκτικά μια προφητική, τζούρα του Suspicious Minds που έπαιζε εκείνη την στιγμή στο πικάπ, συγκατένευσα
σιωπηλά, και είπα στον Ελάιτζα να συνεχίσει.
Κι όμως... έμεινα.
Συνεχίζεται...