…Κι
ένα κόκκινο φεγγάρι ανατέλλει στον ουρανό (release me from your wire dagger
moon) και μου δείχνει τον δρόμο για το σπίτι, κακός οιωνός έλεγε παλιά μια
γριά, μάγισσα τη φωνάζανε, και από τη μια το θέμα είναι ότι σπίτι κινδυνεύεις
να βρεθείς μόνος με τον εαυτό σου, και από την άλλη γιατί να γυρίσω σπίτι αφού
μπορώ να πάω οπουδήποτε αλλού;
Και
μπορώ να βρω χιλιάδες λόγους που θα έπρεπε να βρίσκομαι αλλού. Μα και πάλι αυτό
το οπουδήποτε αλλού, τι διαφορά έχει αφού κάθε μέρος είναι ίδιο με το προηγούμενο;
Ναι,
υπάρχουν πολλά ωραία μέρη να πας, αλλά ξέρεις κάτι, θα είναι κι αυτά γεμάτα με
μαλάκες. Αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο, επειδή δεν μπορώ να περιμένω
κι άλλη μια μέρα, αυτή την οποιαδήποτε άλλη μέρα, ήρθε η ώρα απόψε να ξεκινήσω
να πολεμώ την τελευταία μάχη μου.
Εδώ
σε θέλω τυχοδιώκτη μου· μην είσαι μπουχέσας τελικά κι εσύ; Μην είσαι αγαπούλης
και τόσο μα τόσο γλύκας; Λόγια, λόγια, όλα είναι δρόμος που καταλήγει σε χοντρό
πορτοφόλι και ζεστό κρεβάτι;
Όχι,
αυτή η υπόθεση δεν θα τελειώσει απόψε με μένα να σέρνω δειλά το κουρασμένο
σαρκίο μου ως την πόρτα του σπιτιού, να την περνώ σκυφτός και απογοητευμένος
πάλι να πέφτω στο κρεβάτι.
Και
σαν κάποιον που βαρέθηκε να είναι ή να τον νομίζουν δειλό, σαν κάποιον που
ποτέ του δε βρήκε ή δε χρειάστηκε να βρει το θάρρος και το κουράγιο μέσα του,
δεν είχε την ευκαιρία να μετρήσει αν τον βαστούν τα κότσια του, τώρα τα βρίσκω
μαζεμένα και γερά και κάνω το πρώτο βήμα να ανοίξω ολομόναχος μέσα στο
σκοτάδι, όπως πρέπει να γίνεται, τον δρόμο για τη νύχτα, τουλάχιστον να παλέψω
σαν άντρας ξέροντας από πριν ότι θα τις φάω, αλλά τουλάχιστον να προσπαθήσω να
φτάσω μαχόμενος και τραγουδώντας εκεί που είναι, αν είναι, να φτάσω, σε εκείνο
το σημείο που δεν υπάρχει επιστροφή… ως την άκρη της νύχτας, ως την άκρη του
κόσμου.
I
run all nite
To
make up for my sins
I
stood up tight
To
the screaming siren
The
world is looking
For
a truth to prove
It’s
only windmills
’till
they start to move
At
a nite like this
What
can you do but run
It’ll
make no difference
What
you’ll come to find
Does
it matter?
Do
I really can?
Tonite
I’m fighting
My last stand
text
& music: Ένα απόσπασμα μέσα από το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου
«Εκεί που ο λυκοκτόνος ανθίζει», εκδόσεις orphan drugs, 2015, επηρεασμένο τόσο, σε σημείο να κλείνει με τους στίχους του Fightin’ My
Last Stand των Hydes
από τον δίσκο τους Self Preservation Instinct Zero που –
επιτέλους- μόλις κυκλοφόρησε από την Rumble Skunk records.
Με άλλα λόγια και συμπληρώνοντας, αυθαδέστατα, τον Robert Louis Stevenson: Η μουσική
όπως το μυθιστόρημα, πρέπει να αντανακλά την ποίηση των γεγονότων...
Ο Βαλπαράιζο, δεν ήταν ούτε όμορφος ούτε κι άσχημος, ούτε
ψηλός ούτε κοντός, μονάχα λεπτός, ξερακιανός, με μια μύτη γαμψή σαν ινδιάνος chief, δεν ήταν χριστιανός,
μήτε μωαμεθανός, ούτε και ανήκε κανενός, όλους ίδιους έβρισκε τους ανθρώπους, σ’
όσους κι αν πήγε τόπους, είχε πάντα εκείνη τη λάμψη στα μάτια του, και
κάπου-κάπου, δηλαδή εδώ που τα λέμε, μεταξύ μας, συχνά-πυκνά, στα μάτια των
άλλων, πέρναγε για τρελός...
Με τον Βαλπαράιζο λοιπόν, γνωριζόμασταν κι ήμασταν φίλοι
από μικρά παιδιά, από τη πρώτη δημοτικού, όταν είχε έρθει στο σχολείο μας στο
χωριό, στην Κάτω Πουτσουνάρα. Αυτός ήταν από την Άνω που έστεκε σκαρφαλωμένη
και σχεδόν ερημωμένη μετά τον εμφύλιο πάνω στο βουνό, και όπου δεν υπήρχε
σχολείο.
Πατέρα δεν είχε γνωρίσει, λεχώνα ήταν η μάνα του όταν τον
πλάκωσε το τραχτέρ στο χωράφι, κι έτσι έμεινε μοναχοπαίδι, και μαζί με δύο δίδυμες
και ένα αγόρι, γειτονάκι του, τα μοναδικά παιδιά του χωριού.
Μέτριος μαθητής, μέτριος κοριτσοκατακτητής, αλλά πρώτος
στις κοπάνες και στις παιδικές διαβολιές, ατρόμητος σε όλα και... «ίσως αυτό το
τελευταίο χαρακτηριστικό του, να ήταν το μόνο που προμήνυε ότι κάποτε θα
γινόταν εξέχον, και μπορούμε να πούμε σημαίνον μέλος, της απανταχού και διαχρονικής
αδελφότητας των τυχοδιωκτών παραμυθάδων, στης οποίας τον λόγο είναι αδύνατον να
ξεχωρίσεις που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει το ψέμα, και το ανάποδο
φυσικά» πετάχτηκε από την γωνιά του μονολογώντας ο Λα Τους λες και διάβαζε τις
σκέψεις μου.
Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και τρία ποτήρια είχαν κάνει
επίσης ως δια μαγείας την εμφάνισή τους στο τραπέζι.
«Ψηλέ... άιντε... αιωνία του η μνήμη του Βαλπαράιζο, ζωή
σε λόγου μας» έκανε την πρόποση ο Λα Τους χύνοντας παράλληλα το περιεχόμενου
του τρίτου, ορφανού ποτηριού, στο πάτωμα.
«Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε Λα Τους... υγεία και σε σας
Δον Ταρκίνιο και Φιοντόρ Τιμοφέιτς», ύψωσα το ποτήρι μου στη μεριά των γάτων
του Λα Τους που στο μεταξύ, επιστρέφοντας από την απογευματινή τους
κεραμιδότσαρκα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους μέσα στο δωμάτιο...
«Ψηλέ... μάζεψε τα σέα μας και πάμε να κάτσουμε μπαλκόνι,
τώρα που πέφτει ο ήλιος και θα βγάλει αεράκι... έλα κι εσύ Δον Ταρκίνιο, κι εσύ
Φιοντόρ Τιμοφέιτς... ελάτε παιδιά μου, όλοι μαζί... ας υψώσουμε τα ποτήρια μας
ανάμεσα στα ερείπια... ας τα υψώσουμε όχι προς το μέλλον, μα προς το παρελθόν!»
είπε ο Λα Τους , έχοντας πάρει το ύφος εν έκσταση ποιητή...
Ο ήλιος έδυε ματώνοντας τα σύννεφα, τις μούρες μας και
την άσπρη ποδιά του Δον Ταρκίνιο που έκατσε στο χαλάκι παρέα με το φιλαράκι του
τον Φιοντόρ, και με μισόκλειστα μάτια κοιτούσαν εκστατικά, σαν Αιγυπτιακές
Σφίγγες, τον πορφυρό δίσκο να χάνεται στον ορίζοντα.
Ένας θόλος από φώτα, μηχανικούς θορύβους και ανθρώπινους
ήχους αιωρούνταν πάνω από την πόλη.
Εμείς όμως τον αγνοούσαμε επιδεικτικά, και αγναντεύαμε σκεφτικοί και σιωπηλοί προς τη Δύση, εκεί που
μίλια μακριά φώλιαζε σαν ξεπουπουλιασμένο κοράκι, ανάμεσα στους δίδυμους
λόφους, υφασμένη με τον ιστό της αράχνης, η έρημη εδώ και χρόνια Άνω
Πουτσουνάρα.
Μια φιδίσια γλώσσα καπνού αναδυόταν από το χέρι που
κρατούσε το τσιγάρο του ο Λα Τους, που είχε ξαναπιάσει να μονολογεί κάτι δικά
του, ακατάλυπτα, μα μέσα από τις φράσεις του, όπως κάτω από το μολύβι του
σκιτσογράφου, έπαιρνε σάρκα και οστά, όλο και πιο καθαρά η μορφή του Βαλπαράιζο...
Του μικρού Μήτσου, να πηδάει ουρλιάζοντας σαν αγρίμι, ενδεδυμένος
μόνο το σώβρακο του, από την ύψους δέκα μέτρων και βάλε, γέφυρα του ποταμού,
μέσα στα θολά νερά του. Πριν τον ακολουθήσουμε κι εμείς, εγώ κι ο Λα Τους, στο
πρώτο μας καλοκαιρινό μπάνιο... Τετάρτη του δημοτικού θα ήταν...
Του Μήτσου που χάζευε με τις ώρες μέσα στην τάξη τον Μέγα
Άτλα, τον παγκόσμιο χάρτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της πρώτης γυμνασίου.
Ίσως γι’ αυτό να έμεινε μετεξεταστέος εκείνη τη χρονιά.
Από εκείνον τον χάρτη του κόλλησε και το να πάει κάποτε,
«όταν μεγαλώσει» όχι στο Βαλπαραΐσο όπως ήταν το σωστό, μα στο Βαλπαράιζο όπως συνήθιζε
να το προφέρει... τον γήτεψε το όνομα, κάτι έλεγε τον καλούσε από κει μακριά, η
εμμονή του με τον καιρό έγινε σχεδόν μυστικιστική ... και όπως όλοι θα πρέπει
να ξέρουμε πια, οι ιδέες μοιάζουν πολύ με τις ψείρες... άμα σου κολλήσουν...
καλά ξεμπερδέματα... στην καλύτερη περίπτωση σου μένει αμανάτι ένα, μπορεί και
νόστιμο, παρατσούκλι. Στη χειρότερη... βρίσκουν το χέρι σου να κολυμπάει μόνο
του...
Στο γυμνάσιο όμως είχαμε μείνει... με τον Μήτσο χάρτες να
χαζεύει, αλλά και να τραγουδάει, "Walkin' through the city lookin' oh
so pretty I've just got to find my way", με χάλια προφορά είναι αλήθεια, προφορά Άνω Πουτσουνάρας θα μπορούσαμε να
πούμε αν ήμασταν κακεντρεχείς, αλλά όπως και να ‘χει... μαγκάκι στους δρόμους της
πόλης, στην πρώτη μας κοπάνα... οι τρεις μας μαζί με το γυφτάκι τον Ζαμπέλο... καλή
του ώρα όπου κι αν κλωθογυρίζει...
Έπειτα, λίγο αργότερα, και με τη βούλα εφηβεία πια, να σπαταλάει
μαζί μας σε ένα βράδυ, σε μια Παρασκευή, κάθε Παρασκευή, κερνώντας ρακές και
φαγητά και μετά πάλι ποτά, όλο το βδομαδιάτικο που έπαιρνε από το ξυλουργείο
όπου δούλευε... αυτός τα παράτησε τα γράμματα στο λύκειο... εγώ κι ο Λα Τους
συνεχίζαμε και εις ανώτερα...
Και λίγο αργότερα, λίγο πριν τα εικοστά του γενέθλια, να μας
χαιρετάει δήθεν μελοδραματικά από μακριά, κουνώντας στον αέρα σαν μαντίλι, το
ναυτικό του φυλλάδιο, και να περνάει την είσοδο του λιμανιού τρεκλίζοντας από
το ποτό, ψάχνοντας να βρει τον σωστό ντόκο, για να ξεκινήσει το πρώτο του
ταξίδι.
Η πρώτη κάρτα από το Ριο Ντε Τζανέιρο η δεύτερη από το
Πούντα Αρένας και η τρίτη από που αλλού... από το Βαλπαραΐσο... ακολούθησαν
πολλές, σχεδόν από κάθε άκρη, κάθε θάλασσα και κάθε λιμάνι του κόσμου... από το
Βλαδιβοστόκ μέχρι την Τουαράνγκα, από το Κέιπ Τάουν μέχρι το Μόλντε κι από το Βανκούβερ
μέχρι το Κάμπο Ντε Όρνος...
Είναι και οι ιστορίες, οι περιγραφές του απ’ το ναυάγιο, το
κολύμπι όλη νύχτα ανάμεσα στα πτερύγια των καρχαριών, στο τέλος ο μόνος επιζών,
να κοιτάζει σαν χαμένος, μαγεμένος, ωσάν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο, από την
ακροθαλασσιά την ανατολή, πάνω σε ένα μικροσκοπικό, κοραλλιογενές νησί του
Ειρηνικού όπου τον ξέβρασαν τα κύματα, μέσα από την καλύβα του ναυαγού, μια
καλύβα φτιαγμένη με σκελετό από παΐδια φάλαινας...
Κι ύστερα πάλι, αλλού... ένα άλλο φεγγάρι, για κάποια
φεγγάρια, κουρέας, νεκροθάφτης κι οδοντίατρος στο νησί του Πάσχα, στο μαγαζάκι
που στέγαζε αυτές και κάμποσες ακόμη, ανομοιογενείς θα λέγαμε, δραστηριότητες, παρέα
και συνέταιροι με τον ιθαγενή, τον Κουζ Μουνή, τον άνθρωπο που τον είχε σώσει
απ’το ερημονήσι... η σκούφια του κρατούσε από τον Χαβανέζο πάλε ποτέ
αρχηγό, Τιρριομπού Μουνή, που εκεί πίσω στα 1779 είχε την τύχη να δοκιμάσει ξεροψημένο,
λίγο από το κρέας του θρυλικού θαλασσοπόρου κάπτεν Τζέιμς Κούκ, κι από τότε
μέσα στην φυλή του οι απόγονοι του θεωρούνταν αν όχι ημίθεοι, τουλάχιστον εις
τον αιώνα ευλογημένοι... έλεγε ο Βαλπαράιζο...
Αλλά του Βαλπαράιζο το πεπρωμένο ήταν ο δρόμος και τα
κύματα... πάλευε μαζί τους, και πάλευε θαρρείς να δει, να βρει, μέσα σ’ αυτόν
τον απέραντο καθρέφτη τη θάλασσας, τον εαυτό του... έτρεχε συνέχεια μπροστά, σαν να
ήθελε να πιάσει τον ορίζοντα, σαν να τον έσπρωχνε ένας κακός άνεμος, ίσως ένας
παγωμένος pampero…
Kανείς δεν ξέρει πως και γιατί, έπειτα από λίγο βρέθηκε
στην άκρη άλλου ωκεανού, στο Τριστάν Ντα Κούνια της Αγίας Ελένης, να σερβίρει
ποτά στο μπαρ Albatross, πριν
μπαρκάρει πάλι ξαφνικά, αφού είχε αποκτήσει και το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό
τατουάζ –η γοργόνα κοντά στην καρδιά που είχε χτυπήσει στο πλοίο, είναι τόσο
κλασσική που κανονικά δεν θα έπρεπε καν να την αναφέρω ούτε σε παρένθεση όπως
κάνω τώρα- στην πλάτη του αυτή τη φορά, ένα δικέφαλο άλμπατρος με τις φτερούγες απλωμένες σε στάση πτήσης, που συναγωνίζονταν στα ίσα τις φαραωνικές
διαστάσεις των τσιγάρων του Λα Τους.
Τον επόμενο χρόνο η σφραγίδα του ταχυδρομείου μαζί και το
χνάρι του Βαλπαράιζο είχε το όνομα του Κούσκο στο Περού, όπου έκανε εξορύξεις
λέει σε ένα παράνομο χρυσωρυχείο, και να ετοιμαζόμαστε για χοντρά φράγκα, του
παραχρόνου όμως έφτασε ένα γράμμα από το Σάο Πάολο, απ’ όπου μας ανακοίνωνε ότι
μόλις τελείωσε την εκμάθηση και ξεκινάει να δουλεύει σαν δάσκαλος Βραζιλιάνικου
Ζίου Ζίτσου, και μετά από ακόμη έναν χρόνο, οι κάρτες ερχόταν κατευθείαν από
την πόλη του πεπρωμένου του ξανά, το Βαλπαραΐσο, εκεί έλεγε φούνταρε την
άγκυρα, από εκεί έρχονταν τα γράμματα που έγραφαν για μεγάλες δουλειές, και
μεγάλη ζωή, γυναίκες, Ινδιάνες, αραπίνες και λευκές, λάγνες ερωτιάρες, ποτά, χορτάρια
και γούστα ακριβά, ντόπιους ναρκέμπορους που πετούσαν τους εχθρούς τους από ελικόπτερα
τις νύχτες στον ωκεανό, άπληστους gringos που καλό θα ήταν να γυρίσουν γρήγορα σπίτι
τους, Ρώσους μαφιόζους που μέσα τους κυλούσε βότκα αντί για αίμα, τι να θυμηθείς
τι να ξεχάσεις, τι πιστέψεις και τι να πετάξεις... το μόνο σίγουρο είναι ότι
όλα του τα γράμματα άρχιζαν με ένα απόλυτα σοβαροφανές «Αγαπητοί και
εντιμότατοι φίλοι μου» και τέλειωναν με τους στίχους ενός από τα πιο αγαπημένα
του τραγούδια... μαζί με τα ισπανικά, το ‘χε μάθει πια φαρσί και το αγγλικό:
"All
the lonely people, Where do they all come from? All the lonely people, Where do
they all belong?" για να
τους επισφραγίσει και πάλι κάθε φορά, έτσι σαν παρασύνθημα, με μια λακωνική,
αλλά μεγαλοπρεπή, βιβλική παρένεση προς εμένα και τον Λα Τους: “Μη φοβού!”
Στο μεταξύ εμείς, ο Λα Τους κι εγώ, μεγαλώναμε σαν όλα τα
κανονικά παιδιά, ήμασταν μόνο λίγο ρεμάλια αλλά και τι μ’ αυτό; στο μεταξύ η μάνα του Μήτσου ύστερα
από έναν ποταμό δακρύων πήγε και πέθανε, συχωρέθηκε, όπως κάνουν αργά ή γρήγορα όλες οι
μανάδες, στο μεταξύ η Κάτω Πουτσουνάρα ερήμωνε από νέους κι αυτή, μας τραβούσαν
τα φώτα της πόλης όπως μια τρίχα σέρνει καράβι στο βουνό, στο μεταξύ οι
επιστροφές του Λύκου, έστω για λίγο στα πάτρια, με τον καιρό έγιναν ακόμη λιγότερες,
ούτε που θυμάμαι πια πότε ήταν η πιο πρόσφατη, ίσως επτά-οκτώ χρόνια πίσω, ο Λα
Τους σίγουρα θα θυμόταν ακριβώς χρονιά, μήνα, ώρα μέχρι και λεπτά, αλλά δεν
ήθελα να διακόψω την συνομιλία του με τα πνεύματα, στο μεταξύ τηλέφωνα και
ιμέιλ ο Βαλπαράιζο δεν τα γούσταρε, τα απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι, και
το ταχυδρομείο λύση ανάγκης ήταν έλεγε, θα προτιμούσε σήματα καπνού και
ταχυδρομικά περιστέρια, έστω έναν τηλέγραφο ρε παιδί μου, όμως στο μεταξύ και οι
κάρτες και τα γράμματα αραίωσαν, το τελευταίο θα έχει δύο με τρία χρόνια, άραγε
τι μπορεί να είχε μεσολαβήσει από τότε;
που αλλού, σε ποιο λιμάνι σε ποια κακόφημη γωνιά, θα μπορούσε να τον έχει
ρίξει το μεγάλο κύμα του χρόνου, τις μέρες που κύλισαν από εκείνο το γλυκό πρωινό
που αποθανατίστηκε στη φωτογραφία που μας είχε στείλει τότε, και όπου φαινόταν
να ποζάρει χαμογελαστός και ευτυχισμένος ξενύχτης, ανάμεσα στους φοίνικες του
Βαλπαραΐσο μαζί με το νέο του συνεταιράκι, όπως λακωνικά έγραφε στο πίσω μέρος,
τον Εμιλιάνο Μαγγελάνες, μια ινδιανόφατσα σαν δρεπανηφόρο δεξί μπακ του παλιού
καλού καιρού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τι θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει
λοιπόν, έτσι ώστε να βρεθεί το χέρι του εκεί όπου βρέθηκε;… όμως και πάλι, στο μεταξύ το
σκοτάδι μας είχε τυλίξει σαν την μπέρτα του Κόμη Δράκουλα... στο μεταξύ ο
Φιοντόρ Τιμοφέιτς νιαούρισε με παράπονο... τον ακολούθησε πάραυτα κι ο Δον
Ταρκίνιο... αυτή η νιαουριστική συμφωνία έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήταν η ώρα του
φαγητού... και στο μεταξύ έπρεπε με τον Λα Τους να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε
το επόμενο πρωινό... να πάμε τελικά ή μήπως όχι στην αστυνομία και το
νεκροτομείο , για να αναγνωρίσουμε από κοντά το Βαλπαραϊζούχο χέρι;