Jeffrey Lee Pierce
27 June 1958 – 31 March 1996
In Memoriam
Πολύ πριν η αμερικάνικη σκηνή γεμίσει με διάφορους τύπους και τύπισσες που αρπίζουν σε μια ακουστική κιθάρα την μαλθακότητά τους κερδίζοντας χρήμα, βραβεία, και διεθνή αναγνώριση, πριν από το διαφημιστικό σκηνικό της τεκίλα και του μαριάτσι, πριν την Americana, το internet, το myspace, πριν απ’ όλα αυτά λοιπόν, και παράλληλα με την σύγχρονη Αμερική, έζησε, τραγούδησε, και κάηκε μαζί με τους δαίμονές του ο Jeffrey Lee Pierce. Και λέγοντας παράλληλα εννοώ ότι ο Lee έζησε μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, σε μια Αμερική όπου φιγούρες παλιές από τα χρόνια της κατάκτησης της Δύσης, ανυπότακτοι φυγάδες και ληστές, περιπλανώμενα φαντάσματα, αλκοολικοί απατεώνες κήρυκες με το πιστόλι κριμένο μέσα στις κομμένες σελίδες της Βίβλου, πνεύματα ινδιάνων, στοιχειωμένα τρένα, φασματικές slide νότες, βραχνοί bluesmen σε μεταμεσονύκτια σκοτεινά και σκονισμένα σταυροδρόμια, ήταν πράγματα που στα μάτια του μπορούσες ακόμη να δεις, να ακούσεις, να αγγίξεις. Που ακόμη δεν είχαν χαθεί στην ομίχλη της ιστορίας, διωγμένα και τρομαγμένα από το βουητό και τα φώτα των υπερσύγχρονων μηχανών. Δέκα χρόνια μετά τον ξαφνικό μα κάπου, αναμενόμενο θάνατό του, ας θυμηθούμε λίγα πράγματα για αυτή την καταραμένη ψυχή που σίγουρα πλανιέται ακόμη πάνω από τις έρημους του νότου, τα βουνά του βορά, και της φωταγωγημένες μεγαλουπόλεις του L.A. του Miami, και του Las Vegas.
Στο σύντομο, πολυτάραχο, και βασανισμένο βίο του, Ramblin’ Jeffrey Lee πρόλαβε να ηχογραφήσει μερικούς από τους πλέον ψυχωμένους και πυρωμένους δίσκους, που βγήκαν ποτέ, σαν φαντάσματα σεργιάνι, στους μακρινούς αυτοκινητόδρομους του rock n roll. Δίσκοι βγαλμένοι μέσα από τον διαρκή πυρετό της τρέλας, σαν τους τρεις πρώτους των Gun Club, μα ακόμη και επόμενοι σαν το Pastoral hide and seek η και τα τελευταία προσωπικά του όπως το Wildweed, γεμάτοι από πίστη και άρνηση, αγάπη και απώλεια, αλκοόλ, ναρκωτικά και αρρωστημένους έρωτες, μύθο και σκληρή πραγματικότητα. Δίσκοι που από το εξώφυλλο ακόμη, σου δίνουν να καταλάβεις ότι εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά, και το παιχνίδι ξεκινά και τελειώνει με τη φωτιά. Λέξεις όπως Blues (και η μαύρη μουσική στο σύνολό της, μη ξεχνάμε την αγάπη του για την reggae, και την διασκευή στο The creator has a master plan του μεγάλου Pharoah Sanders), Country, Rockabilly, εδώ δεν ακούγονται σαν κάτι ρετρό, που κάποιος πιουρίστας προσπαθεί να τις αναβιώσει «παίζοντας όπως πρέπει». Εδώ η μουσική γδέρνει και πονάει τα αυτιά, και η φωνή κηρύττει τον λόγο –ίδιο και απαράλλαχτο-όλων των καταραμένων ανά τους αιώνες. Δέκα χρόνια μετά, και με την ψυχραιμία της απόστασης, αυτή η μουσική και ο δημιουργός της μπορούν και βρίσκουν την σωστή θέση τους, ενός ακόμη κρίκου σε μια αόρατη αλυσίδα. Από τον Robert Johnson στον Hank Williams, από τον Gershwin στον Coltrane, και από τον Jerry Lee στον Jeffrey Lee. Όμως αν η αφετηρία είναι ένα σκοτεινό σταυροδρόμι όπου λαμβάνει χώρα μια ανίερη συναλλαγή, όπου ο ένας εκ των πρωταγωνιστών φεύγει με την ψυχή του άλλου στην τσέπη του, τότε ο τελικός προορισμός, όταν φτάνει η ώρα του λογαριασμού, δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου η και περισσότερο σκοτεινός και αποτρόπαιος.
Τόσο που η γυναικεία μορφή στο εξώφυλλο του Mother Juno κλείνει τα μάτια της από τρόμο, έχοντας δίπλα της μια μπουκάλα και το παρανοημένο πρόσωπο του οδηγού που κοιτά σαν υπνωτισμένος ευθεία μπροστά . Ευθεία για την συνάντηση με το μεγάλο πνεύμα η (το πιθανότερο) με τον διάολο τον ίδιο.
Γιατί ο Pierce διάλεγε τελικά πάντα να ακολουθεί οποιαδήποτε άλλη οδό εκτός από την μέση. Διαφορετικά θα μπορούσε σήμερα να ζει και να είναι ακόμη ένα σεβάσμιο πρόσωπο της “alternative” κοινότητας (ποιανής?), περιτυλιγμένο με αδιαμφισβήτητο κύρος, όπως ο Nick Cave, ο Steve Wynn, ο Thurston Moore, ο Frank Black…Να μιλά σοβαρά και για τα πάντα σε συνεντεύξεις, να κάνει εορταστικές επανασυνδέσεις, να βγάζει βιβλία, να πουλά ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα με διαφορετική συσκευασία, να χασμουριέται και να χασμουριόμαστε στα κρυφά κι εμείς, ώριμοι όλοι πλέον, και ζώντας μια ζωή γεμάτη «εναλλακτική ποιότητα». Ίσως και να ‘ταν καλύτερα έτσι για όλους και προπαντός για εκείνον. Αυτός όμως προτίμησε να αφεθεί στα χέρια του Δημιουργού, σίγουρος ότι πίσω απ όλα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο σχέδιο. Και μάλλον υπήρξε. Μερικές λέξεις κλειδιά που βοηθούν στο να ξεκινήσουμε να το κατανοούμε είναι:
Fire of love, Miami, Las Vegas Story, Mother Juno…
Κοινότυπο αλλά αληθινό, τέτοιοι δίσκοι δεν βγαίνουν σήμερα…τουλάχιστον όχι κουβαλώντας μέσα τους τόση…ψυχή…ίσως κάποτε στο μέλλον, κάποιος φτιαγμένος από τα ίδια καταραμένα υλικά, να γρατσουνίσει τα ηχεία και να σφίξει τα στομάχια ξανά.
Ο Ramblin’ Jeffrey Lee περιπλανήθηκε σαν ένα ακόμη χαμένο παιδί στις κοιλάδες της ζωής και τις έρημους του θανάτου. Δεν μπορώ να ξέρω αν φοβήθηκε η όχι, σίγουρα όμως έζησε στις πόλεις των θαυμάτων και της αμαρτίας, περπάτησε σε δρόμους κακόφημους και επικίνδυνους, και ότι είδε και έζησε το μετέτρεψε σε νότες και στίχους. Σε τραγούδια σαν το she’s like heroin to me, το my dreams, τα mother of earth, house on highland avenue, nobody’s city, go tell the mountain, για να αναφέρουμε μόνο ελάχιστα. Τραγούδια κραυγές ενός εγκλωβισμένου σε μια πεζή πραγματικότητα πνεύματος, που αναζήτησε μάταια την λύτρωση στην ποίηση, στο rock n roll, τις γυναίκες, στην εκκλησία των Βαπτιστών, στην πρέζα, στον βουδισμό, στο αλκοόλ, στα πνεύματα της φωτιάς. Έχοντας για παρέα πάντα της εμμονές του, και ανθρώπους σαν την μορφή του Kid Kongo Powers, την Blondie, την Poison Ivy, την Lydia Lunch, τον Henry Rollins, τον Burroughs…όλο τον καλό τον κόσμο. Μουσικοί σαν τον Jeffrey Lee νιώθουν συνεχώς μέσα τους τον φονιά να καίγεται για ένα ακόμη φόνο. Και καθώς –νομοτελειακά- αυτός ο φονιάς (μέσα τους και μέσα μας) το ιδανικό θύμα που κυνηγά δεν είναι τελικά κανείς άλλος παρά ο ίδιος του ο εαυτός, είναι ζήτημα χρόνου και τύχης το πόση απ αυτή την φλόγα θα αφήσουν πίσω τους, φωτιά της αφθαρσίας παρακαταθήκη, πριν χαθούν μέσα στη σκόνη και τις στάχτες.
Ramplin’Jeffrey Lee…Haiyo yah!
Άραγε χεις βρει την γαλήνη εκεί πάνω?
Η κάτω?....
Συνάντησες το μεγάλο πνεύμα της φωτιάς?
Βλέπεις τον καρπουζάνθρωπο να χαμογελά ακόμη?
Μίλησες στο βουνό?
Κράτησες ζωντανά τα όνειρά σου?
Η μάνα γη άκουσε τον λυγμό σου επιτέλους?
Δροσίστηκε η φωτιά του έρωτα?
Είχες πίστη, το ξέρω
Μα η γυναίκες και το ουίσκι…
Μη μου πεις καταλαβαίνω
Αιωνιότητα που δεν μπορούσες να περιμένεις…
Και θα ήταν μακρύς ο δρόμος για εκεί πέρα
Χωρίς την μουσική εδώ κάτω
Θαρρώ όμως είσαι πίσω στο σπίτι τώρα
Μετά από τόσους δρόμους
Και τόσα δάκρια
Haiyo yah!
Κάποιοι που είναι ακόμη εδώ, σε θυμούνται και παίζουν κάτι νοτισμένα βράδια για πάρτη σου:
Nomads – Fire of love
Madrugada – Mother of earth
16 Horsepower & Bertand Cantat – Fire spirit
Droogs – Call off your dogs
Oubliettes – My Dreams
Circo Fantasma – The light of the world
Rykarda Parasol – She’s like heroin to me
Mark Lanegan – Carry Home
The White stripes – For the love of Ivy
Alejandro Escovedo – Sex beat
Melvins – Promise me
Earthbound – Jeffrey lee pierce
Και φυσικά η παρέα του We Are Only Riders – The Jeffrey Lee Pierce Sessions.
Πρώτη δημοσίευση στο παλίο tranzistor το 2006, δεύτερη στο νέο tranzistor το 2009, δηλαδή εδώ.