Το Marjory Razorblade είχε έρθει στο σπίτι μαζί με καμιά 30αρία άλλους δίσκους
δανικούς, την μέρα που αποκτήσαμε πικ-απ (το οποίο δουλεύει ακόμη, τριάντα
χρόνια μετά σ’ αυτό ακούω τους δίσκους μου). Είχαμε σκίσει κάτι πλαστικά
γουρουνάκια κουμπαράδες που μαζεύαμε λεφτά από γιορτές και τέτοια που μας έδιναν
γονείς, συγγενείς και λοιπές στοργικές δυνάμεις, χάλασε και ο αδερφός τα
περιστέρια, τα πούλησε, και όλα αυτά έγιναν στερεοφωνικό. Εκτός από την χαρά
την δική μου μπορώ να φανταστώ και πόσο χαρήκαν τα περιστέρια που την έκαναν
για τόπους πιο φιλόξενους, αφού λίγο καιρό πριν, που είχε πάει ο αδερφός
πενταήμερη με είχε αφήσει να τα ταΐζω…ότι έφαγαν έφαγαν την πρώτη μέρα, μετά
τα…ξέχασα και έπεσε πολύ πείνα. Όταν επέστρεψε απ’ την εκδρομή κρεμόταν στα
σύρματα λιμασμένα…
Που ήμουνα? Α στους δίσκους…λοιπόν εκεί μέσα στη τριαντάρα
είχε κλασικό σταφ…Doors,
Black Sabbath, Blind Faith, Family, Traffic, Van Morrison…είχε πάντως και το Rocket to Russia και
το Nevermind the Bollocks…τα
περισσότερα από αυτά φυσικά υπήρχαν στο σπίτι σε κασέτες πάλι από την
ίδια…γάργαρη πηγή (να είναι καλά όπου και να ‘ναι)…μέσα όμως στα άγνωστα ως
τότε σε μένα ονόματα υπήρχε και αυτός ο μυστήριος Εγγλέζος με την
χαρακτηριστική φωνή, ο Kevin Coyne.
Αργότερα ψάχνοντας, διαβάζοντας και προπαντός ακούγοντας, θα καταλάβαινα ότι η
περίπτωσή του θα έπρεπε να ταξινομηθεί στο ράφι με την ένδειξη orphan drugs και πάλι είναι ζήτημα
αν θα είχε βρει μια ταιριαστή στέγη…όχι ότι θα τον ένοιαζαν και όλα αυτά…
Τέλος πάντων, τότε το μόνο που είχε σημασία για μένα ήταν το
blues των
ώριμων κυριών του Eastbourne,
που έβγαινε ρυθμικό, αυθάδικο, και ξεσηκωτικό απ’ τα ηχεία.
Και τώρα πέρα απ’ τον σεβασμό για τον μουσικό (τραγουδιστή
και κιθαρίστα και συνθέτη και ζωγράφο και κινηματογραφιστή και συγγραφέα και...) Kevin Coyne,
πέρα από την νοσταλγία για το είδος του που έχει ξεκληριστεί πια και γέμισε ο
κόσμος τιποτάδες (μουσικούς και γενικά), το μπλουζ είναι που μετράει στο τέλος και (για) πάντα.