Οι μέρες που πέρασαν, αυτές οι τελευταίες αλλά και οι πρώτες
του έτους, όπου ο χρόνος με την βοήθεια της φαντασίας μας ισορροπεί για λίγο σε
ένα μέρος που θα μπορούσε να είναι ένας επιβατικός σταθμός χρονικών αναχωρήσεων
και αφίξεων, είναι ότι πρέπει για ν’ αφήσει κανείς λίγο πίσω του τα επίκαιρα,
μουσικά στην προκειμένη περίπτωση πεπραγμένα, άλλωστε ξεμπερδέψαμε όλοι με τις
λίστες μας λες και ο χρόνος δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει (ο παλιός) και να
έρθει (ο καινούργιος) δίχως αυτές, να αφήσει έλεγα όμως, για λίγο πίσω του τα
επίκαιρα και να σκαλίσει προς τα πίσω δίσκους και τραγούδια, ειδικά τέτοια που
από γεννησιμιού τους φαίνεται να πηγαίνουν πάντα ενάντια στην κάθε μέρα…
Παρόμοιος είναι και ο πρώτος και ομότιτλος δίσκος των Hungry Ghosts (1999),
ένα άλμπουμ που το βάζω –όχι συχνά, δεν είναι για συχνή χρήση αυτοί οι δίσκοι-
να παίζει ολόκληρο όχι γιατί δεν έχει κομμάτια που ξεχωρίζουν, ούτε για την μετά-ροκ
«κινηματογραφική ατμόσφαιρα», μα γιατί μόνο έτσι μπορείς να νιώσεις τα
πεινασμένα φαντάσματα να βγαίνουν μέσα απ’ τις νότες και να σε τυλίγουν
ολοκληρωτικά στο άσπρο σεντόνι τους, και κατ’ επέκταση στον μυστηριώδη αιθέριο
κόσμο τους.
Δεν γνωρίζω ποιος κρύβεται πίσω από την δημιουργία του φοβερού εξωφύλλου, πάντως υπεύθυνοι για τα του πενταγράμμου είναι οι Tom Howden στο βιολί, Jason Boneham στην κιθάρα, με την βοήθεια των Steve Boyle στα κρουστά, Peter Knight στη τρομπέτα, και RHS κιθάρα και φαρφίσα.
Δεν γνωρίζω ποιος κρύβεται πίσω από την δημιουργία του φοβερού εξωφύλλου, πάντως υπεύθυνοι για τα του πενταγράμμου είναι οι Tom Howden στο βιολί, Jason Boneham στην κιθάρα, με την βοήθεια των Steve Boyle στα κρουστά, Peter Knight στη τρομπέτα, και RHS κιθάρα και φαρφίσα.
Επίτηδες άφησα τελευταίο τον John Brooks γνωστότερο
σαν J.P. Shilo βασικό συνθέτη, κιθαρίστα, στην
ανάγκη ακορντεονίστα, σκηνοθέτη και γενικά τεχνίτη πολλών άλλων τεχνών, και
κάτοικο έρημων σπιτιών, όπως και τους γνωστούς και μη εξαιρετέους Lindsay Gravina και
Rowland S.Howard, μηχανικός ήχου και
παραγωγός αντίστοιχα σ’ αυτόν τον δίσκο.
Στον επόμενο και τελευταίο μέχρι σήμερα, μιας και διέλυσαν
σχεδόν αμέσως μετά την κυκλοφορία του, αλλά ξαναδημιουργήθηκαν το 2012, το Alone, Alone του 2001
την θέση του παραγωγού είχε καταλάβει ο Steve Shelley.
Το Peak που διαλέγω, είναι μια ερωτική συνομιλία ανάμεσα στις δύο
κιθάρες, με εμβόλιμες παρεμβολές από τους υπόλοιπους, δηλαδή κάποια κρουστά,
βιολί και φαρφίσα (?), που από το πρώτο από τα έξι σχεδόν λεπτά του, μέχρι την
κορύφωση του όσο πλησιάζει το τέλος, σε παίρνει και σε σηκώνει σε μέρη που ούτε
7 (που κατεβάζει μονοκοπανιά ο τύπος στο κλιπ) ούτε 17 ποτήρια αλκοολούχου ή
όποιου άλλου υγρού μπορούν να σε πάνε.
Με την σημείωση ότι για 2-3 από τους συντελεστές του θα τα
ξαναπούμε πολύ σύντομα σας αφήνω και για απόψε…