Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

El Hombre Invisible


Για σήμερα το πολυπληθές πλήρωμα του orphan drugs μου είχε ετοιμάσει κάποιο άλλο πόστ – το προτελευταίο πριν πάρουμε τον καλοκαιρινό πούλο- αλλά αφού μου έδωσε την πάσα ο Μπαντίνης δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…

Κατά έναν περίεργο τρόπο ο μόνος θάνατος, εκτός του κοντινών μου ανθρώπων, που θυμάμαι σχεδόν ακριβώς που ήμουνα και τι έκανα είναι αυτός του παππού…Πως οι Αμερικάνοι θυμούνται και αφηγούνται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που βρίσκονταν και τι έτρωγαν στις 11 Σεπτέμβρη του 2001 έτσι κι εγώ. Σαν από τότε να με στοιχειώνει…
2 Αυγούστου του 1997 λοιπόν, στο πλοίο Θεσσαλονίκη-Ηράκλειο (ναι την εποχή πριν την ισχυρή Ελλάδα υπήρχαν ακόμη και τέτοια δρομολόγια) με τελικό προορισμό την Γαύδο. Έχουμε αναγνωριστεί με μια ματιά και δυο κουβέντες από το πρωί με τον τύπο που κάθονταν δίπλα, πίναμε μπύρες, καπνίζαμε και μιλάγαμε για punk, garage, «ανεξάρτητη σκηνή» όπως την λέγαμε ακόμη, και άλλα ωραία…Ακούγαμε τρίτο πρόγραμμα από ένα μικρό τρανζιστοράκι που κουβαλούσε, νερό πολύ ολόγυρα, ο ήλιος να καίει, και κάπου λίγο μετά την Εύβοια, ο εκφωνητής μας αναγγέλλει την είδηση, ότι ο El Hombre Invisible την έκανε μακριά αυτή την φορά, εκεί απ’ όπου δεν ξαναγυρνάνε…«Τι θα γίνουμε άμα πεθάνουμε? Θα είσαι νεκρός αυτό είν’ όλο. Μερικοί είναι μαλάκες, άλλοι δεν είναι, αυτό είναι το θέμα. Κατάλαβες?»*

Όταν πρωτοδιαβάζει κανείς τις παρακάτω γραμμές χωρίς να έχει μελετήσει το έργο του παππού, έχοντας συνήθως στο μυαλό του το Junky και μόνο, ίσως να του φανούν παράξενες…Αν ψάξει όμως πίσω από τον ιό των λέξεων μοιάζουν απόλυτα ταιριαστές…

[Η τελευταία εγραφή στο ημερολόγιό του ήταν στις 30 Ιουλίου. Με δυσανάγνωστα γράμματα ενός χεριού παραμορφωμένου από την αρθρίτιδα είχε γράψει: «Αγάπη? Τι είναι? Το πιο φυσικό παυσίπονο που υπάρχει. ΑΓΑΠΗ.»]**

*Από την εισαγωγή του «Απολυμαντής!» μετάφραση Νίκος Μπαλής εκδόσεις Απόπειρα, 1992
** Από την βιογραφία «Ουίλιαμ Μπάροουζ, El Hombre Invisible» του Μπάρρυ Μάϊλς, μετάφραση Γιώργος Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα, 2008.

Για το τέλος Kurt Cobain, William S. Burroughs – The Priest They Called Him: