Το Adelaide,
ο δεύτερος ως τώρα δίσκος των Bad Luck City,
χάθηκε κάπου μέσα στον ορυμαγδό κυκλοφοριών εκείνον τον καιρό (2008), αυτού του
είδους της γοτθικής Americana,
που για την μεγάλη διάδοσή του στα πέρατα της γης, υπεύθυνος σε μεγάλο
βαθμό είναι ο συμπολίτης (βλέπε Denver)
των Bad Luck City,
David Eugene Edwards.
Αν και οι λεγάμενοι είναι φορές που τους ακούς να λοξοακούν
(όπως λέμε λοξοκοιτούν) και προς τον γνωστό δηλωμένο παγκόσμια πια, Αυστραλό φιλέλληνα,
που έχει σπείρει τους κακούς του σπόρους ανά την οικουμένη, και όλο και ανθίζουν…ονόματα
δεν χρειάζεται να λέμε.
To Stealth που επιλέγω από εκεί μέσα, είναι το αγαπημένο
μου τραγούδι από τα 8 δικά τους, συν την διασκευή στο The Night Before του
Lee Hazelwood που
ανοίγει τον δίσκο, και συνάμα μπάζει και τον πιο ανυποψίαστο στο νόημα, για το
τι ακριβώς γίνεται εκεί μέσα.
Στα πεντέμιση λειψά λεπτά του, με τις νυχτερινές σκονισμένες
απ’ την έρημο κιθάρες, το μοναχικό βιολί της σκιάς στην στέγη, τον αργό με τις
ξαφνικές επιταχύνσεις, σαν κάτι να κινείται κρυφά και απειλητικά, ρυθμό, και
την βαθιά θλιμμένη ή θυμωμένη, φωνή του
τραγουδιστή, συμπυκνώνει όλη την προηγούμενη και επόμενη νύχτα της κακότυχης πόλης, που υμνούν
στο Adelaide οι Bad Luck City.
Την νύχτα που εντάξει, όλοι γνωρίζουν ότι είναι σκοτεινή, μα
καμιά φορά γίνεται τόσο φωτεινή έτσι που απλώνεται σαν φασματικό πέπλο κάτω
απ’ την γεμάτη σελήνη, που μπορεί και κάνει τα πλάσματα που ζωντανεύουν μέσα
της να τρελαίνονται από μοναξιά, όπως κάτω απ’ τα κτίρια που κρύβουν το
φεγγάρι κοιτούν με γουρλωμένα μάτια προς αυτό, δαιμόνια αόρατα προσεύχονται
σιωπηλά, ουρλιάζουν στον ουρανό, τεντώνουν με αγωνία τ’ αυτιά τους στον αέρα,
και πηγαίνουν όπου ακούν απάντηση.