...Είναι ολοφάνερο, ανήκα πάντα σε κατώτερη γενιά. Η εξέγερση
μου είναι άγνωστη. Η γενιά μου δεν ξεσηκώθηκε ποτέ παρά μόνο για να λεηλατήσει:
όπως οι λύκοι που αρπάζουν ξένο θήραμα.
Απ’ αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και το πάθος της
ιεροσυλίας· - αχ! και όλες τις διαστροφές, το θυμό, τη λαγνεία – εξαίσια, η
λαγνεία- και κυρίως το ψέμα και την τεμπελιά…
Μα που την βρήκε η γλώσσα μου τόση πανουργία, να
υπερασπίζεται και να συντηρεί ως τώρα την τεμπελιά μου; Δε προσπάθησα να ζήσω
ούτε καν από το κορμί μου· σκέτο κοπρόσκυλο, επιβίωσα παντού…
Ποιος ήμουνα τον περασμένο αιώνα; μόνο στο σήμερα αναγνωρίζω
τον εαυτό μου. Ούτε τυχοδιώκτες πια ούτε τυχοδιωκτικοί πόλεμοι. Τα επισκίασαν
όλα οι παρακατιανοί – ο λαός, όπως λένε, ο ορθός λόγος, το έθνος, και η
επιστήμη.
Ο κόσμος πάει μπροστά! Δεν περιστρέφεται λοιπόν;
Από ποιο ψέμα να πιαστώ; - Πάνω σε ποιο αίμα να βαδίσω;
«Τα παρατάς ή συνεχίζεις; Ε, λοιπόν, συνεχίζεις. Πηγαίνεις
χωρίς να ξέρεις που και γιατί· να χώνεσαι παντού, να ‘σαι μέσα σε όλα. Όταν
είσαι πτώμα, δεν σε ξανασκοτώνουν»
Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και ήμουν τόσο παραιτημένος,
που όσοι με συνάντησαν μάλλον δεν με
είδαν.
« Παπάδες, προφεσόροι, αφεντικά, κάνετε λάθος που με
παραδίδετε στη δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σ’ αυτόν τον λαό· ποτέ μου δεν υπήρξα
χριστιανός· τη γενιά μου τη βασάνιζαν κι εκείνη τραγουδούσε· δεν ξέρω από
νόμους· δεν έχω ηθική, είμαι πρωτόγονος: κάνετε λάθος…»
Ναι, κλείνω τα μάτια μου στο δικό σας φως. Είμαι κτήνος,
είμαι αράπης. Μα θα μπορούσα να σωθώ. Ενώ εσείς οι μανιακοί, οι αιμοβόροι, οι
τσιφούτηδες, είστε λευκοί αράπηδες. Έμπορα, είσαι αράπης· δικαστή, είσαι
αράπης· αυτοκράτορα γερο-ψωριάρη, είσαι αράπης: ήπιες ποτό ατελώνιστο απ’ το
εργαστήρι του Σατανά. Αυτόν τον λαό τον κυβερνάει ο πυρετός και ο καρκίνος. Οι
ανάπηροι και οι γέροι είναι τόσο ευλαβείς, που εκλιπαρούν να σιγοβράζουν στην
κόλαση…
Γρήγορα! Υπάρχουν άλλες ζωές; - Οι πλούσιοι δεν μπορούν να κοιμηθούν.
Μπορείς πάντα να αποκτήσεις πλούτη. Μόνο με το θείο έρωτα αποκτάς το κλειδί της
γνώσης. Διαπιστώνω πως η φύση είναι απλώς ένα θέατρο καλοσύνης. Αντίο χίμαιρες,
ιδανικά, πλάνες.
- Αρκετά!...Μου γέμισαν το κεφάλι με ψευτιές, μαγεία,
ψευτοαρώματα, μουσικούλες. -…Μην πλησιάζετε. Σίγουρα μυρίζω καμένη σάρκα…ας
είμαστε φειδωλοί, όπως η θάλασσα…
Μου λείπει το κουράγιο να δοθώ στον θάνατο, και γίνομαι
γεροντοκόρη!
Φάρσα δίχως τέλος! Θα βάλω τα κλάματα με την αφέλειά μου. Η
ζωή είναι μια φάρσα που πρέπει όλοι να παίξουμε.
text: Ενα μικρό κολάζ από το -αν είναι να έχει κάποιος ένα μόνο βιβλίο στο σπίτι του ας είναι αυτό- ποίημα του Arthur Rimbaud – Une Saison en Enfer, στα ελληνικά, Μια εποχή στην κόλαση, μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2008.
music: Το The Seventh Seal του Scott Walker απο τους In the Nursery και το άλμπουμ Anatomy of A Poet, Third Mind Records 1994.