Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Liar's Trial & The Church of Abject Sorrow




Η φοβερή διασκευή των Love & Death Suicide Club στο Tomorrow, You'll Be Diggin Your Own Hole των The Church of Abject Sorrow εκτός του ότι μ’ έκανε να ρίξω ακόμη μια ματιά στο πάντως και πάντα άδειο πορτοφόλι μου μήπως περισσεύουν τίποτα λεφτά να τ’ αρπάξω και να πάω να βγάλω έναν δίσκο στους Love & Suicide, η διασκευή αυτή έλεγα, μου υπενθύμισε να βάλω ν’ ακούσω ύστερα από καιρό το Blessed Sacrament, τον έναν και μοναδικό δίσκο των The Church of Abject Sorrow που αν θυμάμαι καλά –θυμάμαι, το τσέκαρα- τον είχα βάλει από τους πρώτους μέσα στην λίστα με τα καλύτερα του σωτηρίου έτους του 2010. Εκείνο τον καιρό τους είχα κάνει και μια παρουσίαση στο tranzistor, μάλλον λίγο καιρό πριν ανοίξω το μαγαζί (το orphan-drugs), όπου ενθουσιασμένος και ακούγοντας τον δίσκο ολονυχτίς έγραφα τα εξής:

The Church of Abject Sorrow
Blessed Sacrament
Vigilante Abortion Records
2010

«Ένας περιπλανώμενος αλκοολικός, αυτοαποκαλούμενος «αιδεσιμότατος», ο Reverend Eepie Acod, που έχει καταφέρει να αποτύχει ακόμη και στο να αυτοκτονήσει, μαζί με τους δύο μοναδικούς πιστούς της νεοϊδρυθείσας εκκλησίας του δεν είναι και τόσο υποσχόμενη παρέα πόσο μάλλον μπάντα έτσι?
Άσε που είναι να φοβάται κανείς με όλους αυτούς τους παλαβούς ορεσιβίους   Αμερικανούς που βλέπουν στ’ αλήθεια το τέλος των ημερών να ζυγώνει και γυαλίζει το μάτι τους.

Επειδή όμως από την εποχή του Reverend Horton Heat έχω μια αδυναμία σε όλους τους Reverends, επειδή το Sackcloth and ashes είναι και για μένα δίσκος ναυαγίου σε έρημο νησί κι έτσι, επειδή το αγαπημένο μου κομμάτι από Godspeed είναι αυτό που ξεκινάει με τον τρελοπροφήτη  που τα χώνει, το East Hastings, και επειδή μικρός πρέπει να ‘μουνα τόσο βαρεμένος που την έβρισκα διαβάζοντας την Αποκάλυψη του Ιωάννη μετά το σχολείο, αντί των μαθημάτων της τετάρτης δημοτικού, τους κυνηγάω – η με κυνηγάνε- κάτι τέτοιους δίσκους.

Σαν κι αυτόν που θα μπορούσε να ‘χει γράψει παλιότερα ο Mike Ness αν διάβαζε τα βράδια της φυλακής την Βίβλο, η ακόμη και ο Van Zandt αν προσπαθούσε έτσι να την παλέψει με τα δαιμόνια που τον κυνηγούσαν, όπως ακριβώς ξεκίνησαν κάτι παιδιά που κάποτε χτυπούσαν τατουάζ των GBH για να καλύπτουν τις τρύπες στα χέρια τους, και τώρα ησυχάζουν στο Όρος.

Αντ’ αυτών ο κλήρος πέφτει στον αιδεσιμότατο Eepie Acod, που έρχεται με την γοερή γεμάτη γρέζι φωνή του, να θρηνήσει έκπτωτους αγγέλους και έρωτες, να απειλήσει θεούς και δαίμονες, και να ψυχανεμιστεί στην παράνοια του δρόμου τις εσχατιές του χρόνου.

Και με το Black Moon να είναι μαζί με το 3 shades of black του Hank Williams III τα καλύτερα καμπόικα κομμάτια που άκουσα τα τελευταία χρόνια, το Parasite μια επιτομή ανάμεσα στους Builders and the butchers και τους…Explosions in the sky(^%$&^&^$^#$^**()@!), τις Munlyκες θανατερές  γκοθοαμερικανιές των Irony of faith και Waitinfor the world to end, δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα σ’ αυτά τα δέκα κομμάτια του Blessed Sacrament.
Καλός ο αιδεσιμότατος…»

Αυτές τις μέρες που τους έψαξα ξανά ανακάλυψα ότι ο…τέως αιδεσιμότατος υπογράφει πλέον με το κανονικό του όνομα σαν Bryan Kroes, έχει μαζί του πάντα τον έτερο κιθαρίστα των Abject Sorrow τον Chris Johnson, είχε και τον ντραμερ τους αλλά του έφυγε και πήρε άλλον ενώ πρόσθεσε και μπασίστα και…εγένετο  Liars Trial,
 Η νέα του μπάντα δηλαδή, που πέρυσι κυκλοφόρησε και το πρώτο της CD με τίτλο Cowboys from Hell όπου τα τέσσερα από τα επτά συνολικά κομμάτια είναι…διασκευές σε κομμάτια του Blessed Sacrament…τι διασκευές όμως…κάντε ένα κόπο και ακούστε το Black Moon και το Parasite (αλλά και τα καινούργια σαν το Heavy Stone) που έτσι κι αλλιώς κομματάρες ήταν, και μετά αποφασίστε αν άξιζε να αφήσει πίσω το παπαδιλίκι ο αγαπητός Bryan, να κόψει λίγο την ταχύτητα όχι όμως και το ποτό, να αρχίσει να τραγουδάει λιγότερο οργισμένα (όχι πάντα, ο πάνκης μέσα του είναι ακόμη ζωντανός) και περισσότερο όμως θλιμμένα, και τελικά…να με ξανακάνει να ακούω τα τραγούδια του συνεχόμενα και να μην θέλω ούτε να δω ξανά ζωντανό τον Eugene την άλλη βδομάδα, ούτε να ακούσω τίποτε άλλο απ’ αυτά τα πολύ western αμερικάνικα γιατί θα μου φανεί πολύ λίγο μετά από τις μεθυσμένες ελεγείες τούτων εδώ των  desperados

This band is just as comfortable pounding out anthems to a basement of charged street punks as it is wailing that lonesome sound to a honky-tonk full of good ol' boys. Liar's Trial could be the other thing what made Milwaukee famous...if the whiskey don't kill em


  

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

i'm diggin' you a shallow grave

  Η αλλάχτρια 

Μια σαρακοφαγωμένη γριά, που σαν την έβλεπα έφευγα –κάνοντας, χώρίς να ξέρω γιατί, το σταυρό μου-, απ’ άλλο σοκάκι κι ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά τικ-τακ.
  Στο ντάμι της πηγαίναμε καμιά φορά σιγά-σιγά μη μας πάρει μυρουδιά και κοιτάζαμε με φόβο από ένα φεγγίτη.
  Λέγανε τα μουρά πως έκανε συντροφιά με νεκροκέφαλα και κουβέντιαζε με βρυκόλακες.
  Τέτοιο πράμα όμως η φόβους δεν μ’ αφήκε ποτέ να δω. Ξέρω μόνο πως το ντάμι της μύριζε λιβάνι άσχημα, έτσι που νόμιζες πως είχε πάντα λείψανο μέσα, και πως ούλα τα ρούχα της μυρίζαν θανατίλες, γιατί τα ‘χε παρμένα από τις πεθαμένες γυναίκες, που κάθε τόσο φωνάζανε ν’ αλλάξει.
  Αυτή ήταν η δουλειά της.
  Σαν πέθαινε κανένας τη φωνάζανε γρήγορα-γρήγορα. Τη στέλνανε κι από πριν χαμπάρι σαν ψυχομαχούσε κανένας. Σαν κανένας «κακνευότανε» (λένε πως γίνεται έτσι σαν μιλήσεις του άρρωστου την ώρα που ψυχομαχά και πως τότες το ψυχομάχημά του βαστά βδομάδες. Μόνο σαν διαβάσουν δώδεκα φορές το ‘χτωήχι αναπαύεται), σαν κακνευότανε λοιπόν κανένας, η αλλάχτρια απάντεχε μέρες και καθότανε στο φεγγίτη της περιμένοντας πότε θα ‘ρχότανε το χαμπάρι.
  Σαν η ώρα ερχότανε, η αλλάχτρια έβαζε τη «φνίκα» της κι έτρεχε σερπετή-σερπετή.
  Σφαλιότανε μοναχή με τον πεθαμένον σ’ έναν οντά κι άρχιζε κει πέρα.
  Πρώτα-πρώτα του σφαλούσε τα μάτια. Του έδενε ύστερα το σαγόνι με μια μουστούκα, για να μην έχει ανοιχτό το στόμα του, του σταύρωνε τα χέρια πριν ξυλιάσουν, κι ύστερα ξεγυμνωμένον του έπλενε το σώμα με κρασί, βουτώντας σ’ αυτό ένα μπαμπάκι, και του περνούσε το σάβανο απ’ το λαιμό. Όσο κρασί πέρσευε το ‘παιρνε σπίτι της ύστερα, και μέσα σε μια μπουχτσαδιά έπαιρνε τα ρούχα που φορούσε την τελευταία στιγμή ο νεκρός κι έφευγε σερπετή-σερπετή κι ευχαριστημένη και πάγαινε να κάτσει στο φεγγίτη της, περιμένοντας να την ξαναφωνάξουν για άλλον.
  Την αλλάχτρια τη λέγανε Μυρσινιώ. Τον άντρα της τον λέγανε Βασίλη, κι ήτανε νεκροθάφτης στη Αγιά Γαλατιανή.
  Άλλος πάλι αυτός. Πετούσε τα καύκαλα των πεθαμένων που ξέχωνε σαν να ‘τανε κολοκύθες και τραβούσε μανέδες σαν έσκαβε κανέναν λάκκο.
  Ξερακιανός κι αυτός σαν τη γυναίκα του τη Μυρσινιώ, μακρύς σαν το φτυάρι που έβγαζε τα χώματα απ’ τους λάκκους. Κρύος σαν φίδι.
  Αυτός δεν μύριζε λιβάνι σαν περνούσε απ’ το σοκάκι. Μύριζε χώμα και βρωμούσε κόκαλα.
  Λένε πως ξέχωνε τη νύχτα τους πεθαμένους κι έκλεβε ό,τι είχαν απάνω τους, και πως πολλές φορές τους έστελνε στον άλλο κόσμο χωρίς παπούτσια.
  Λένε κιόλας πως μια φορά υποψιασθήκανε και ξεχώσαν μια νειαροθαμμένη νεκρή. Τη βρήκανε με κομμένο το δαχτύλι που φορούσε δαχτυλίδι.
  Τότες τον Βασίλη τον διώξανε και πήγε να μαραζώσει απ’ τον καμό του, που δεν άνοιγε λάκκους και δεν πετούσε και τα καύκαλα έτσι σαν να ‘τανε κολοκύθες.
  Τον ξαναπήρανε ύστερα γιατί κλαύθηκε η Μυρσινιώ κι οι κόρες του.
  Τ’ αντρόγυνο δούλευε καλά και τα περνούσε φίνα.
  Κάτι έβγαινε κάθε μέρα. Όσο κονιάκ κι όσες πίτες περσεύανε απ’ το νεκροταφείο η Βασίλ’ς τα κουβαλούσε σπίτι του το βράδυ. Έφερνε κι η Μυρσινιώ όσο κρασί πέρσευε απ’ το πλύσιμο των πεθαμένων, και το βράδυ κουρασμένοι κι οι δύο απ’ τη δουλειά καθότανε και το κουτσοπίνανε.
  Τότες η Βασίλ’ς τραβούσε μανέδες μερακλίδικους κι η Μυρσινιώ έπινε εις υγείαν του, λέγοντας «καλές δουλειές». 

image: The Gravedigger by myconius 
text: Το αφήγημα «Η αλλάχτρια» μέσα από το βιβλίο του Αθανάσιου Θ. Γκράβαλη (1890-1974) «Της Ματζουράνενας το χάλασμα, και άλλα αφηγήματα» σε επιλογή-επιμέλεια Ε.Χ. Γονατά, εκδόσεις Στιγμή, σειρά Ασυνήθιστες Ιστορίες 1988. 
music: 16 Horsepower – Heel on the shovel, Sackcloth ‘n’ Ashes CD, A&M 1996.

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Orchestra Of Skin And Bone - Sometimes



Ο Νορβηγός στην καταγωγή και Αυστραλός σε όλα τα υπόλοιπα IanOllieOlsen ξεκίνησε την μουσική του πορεία παίζοντας κιθάρα στους Reals, ένα από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού punk σχήματα της Μελβούρνης στα τέλη των 70’s. Για την ιστορία οι Boys Next Door ήταν το πιο γνωστό από τα υπόλοιπα.
Μετά την αποχώρηση του από τους Reals, έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τους Young Charlatans του Rowland S. Howard πριν σχηματίσει τους Whirlywirld, όπου άφησε πίσω τις χορδές και έπιασε τα πλήκτρα το μικρόφωνο και τα πνευστά, μαζί και το νήμα των σπουδών του που είχε αφήσει τα χρόνια του punk, και που δεν ήταν άλλο από την ηλεκτρονική μουσική, η οποία από αυτό το σημείο μέχρι και σήμερα, σε διάφορες εκφάνσεις της από την πειραματική μέχρι το acid house είναι το μουσικό είδος που τον απασχολεί. Του λόγου το αληθές μπορεί να το επιβεβαιώσει όποιος έχει την όρεξη και το κουράγιο να ψάξει και να βρει τις αρκετές δεκάδες δουλειές που εμπλέκεται κάτω από, και με σχεδόν αντίστοιχο αριθμό ονομάτων.
Ανάμεσα σ’ αυτές περίοπτη θέση κατέχει ένας δίσκος που αν και σε κάποιες αναφορές τον συναντάει κανείς να μπαίνει κάτω από την ταμπέλα του post punk, η αλήθεια είναι ότι μικρή σχέση έχει με ότι έχει ο πολύς κόσμος στο μυαλό για τέτοιο, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη αυτό το «πειραματικό» μπορεί να λειτουργήσει και σαν ακροατοδιώκτης, οπότε το καλύτερο είναι να ακούσει ο καθένας τα οκτώ κομμάτια του και βγάλει τα συμπεράσματα και να βάλει τις ταμπέλες που θέλει ο ίδιος. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι Crime & The City Solution με το λεγόμενο και “art punk” τους, θα ήταν ένας καλός οδηγός.
Εγώ ως γνωστός στα πέριξ φυγόπονος, επέλεξα να κάνω ειδική μνεία στο πιο «βατό» μάλλον κομμάτι του ομότιτλου (ή και άτιτλου για άλλους) μοναδικού δίσκου των The Orchestra Of Skin And Bone από το 1986 (ακολούθησε μια κασέτα με ακυκλοφόρητο υλικό), το Sometimes που λίγο αργότερα το διασκεύασε παρέα με τον συγχωρεμένο τον Michael Hutchence (INXS για τους ξεχασιάρηδες) στο επίσης βραχύβιο των δυό τους σχήμα, που είχε το όνομα Max-Q.
Στο Sometimes λοιπόν, βρίσκουμε τους Orchestra Of Skin And Bone να ακροβατούν και στο τέλος να ισορροπούν, ανάμεσα στον ήχο των Bad Seeds τα χρόνια που δεν έγραφαν μόνο ωραία τραγούδια αλλά μαζί μ’ αυτά έγδερναν ηχεία, αυτιά και άλλα υλικά και άυλα αγαθά, και στην (κάτι από) Jazz μη με ρωτάτε τι και πως, δεν κατέχω, ενώ στο τέλος το επικίνδυνο νούμερο κλείνει πανηγυρικά η…Μπάντα της Φλώρινας.

Συμπέρασμα: Sometimes I can’t believe my brain… 

info 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

wake up to the world


Έξω, ήταν ακόμη μισοσκόταδο. Ο ουρανός ήταν πολύ χαμηλός, μ’ ένα μουντό ροδί χρώμα. Ένα τραμ με προσπέρασε – μέσα από την πάχνη των τζαμιών, οι αναμμένοι γλόμποι του διαφαίνονταν σαν ξεχειλωμένα πορτοκάλια.
   Έφερνα στη φαντασία μου το βαγόνι, να τραντάζεται και να τρίζει στον πάγο, την ξινή μυρωδιά απ’ τα βρεγμένα ρούχα, τους ανθρώπους όρθιους, στριμωγμένους, να ξεφυσούν ο ένας στα μούτρα του άλλου τα πηχτά χνότα των σαπισμένων πρωινών αναπνοών τους. Μπροστά μου περπατούσε ένας γέρος κρατώντας ένα μπαστούνι. Κάθε τόσο, σταματούσε, στήριζε την κοιλιά του στο μπαστούνι και έφτυνε για πολύ ώρα, γδέρνοντας το λαιμό του. Τα μάτια του, μόλις σταματούσε για να βήξει, καρφώνονταν στο χιόνι σαν να έβλεπαν κάτι τρομαχτικό. Και κάθε φορά που έβγαζε κάτι πράσινο, εγώ ξεροκατάπινα ασυναίσθητα και είχα την εντύπωση ότι κατάπινα αυτό που εκείνος έφτυνε. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως ο άνθρωπος, πως όλοι οι άνθρωποι, μπορούσαν να εμπνεύσουν μια τόσο απερίγραπτη αηδία σαν αυτή που ένιωθα τούτο το πρωινό.

image: Lung Leg from "Submit to me" a film by Richard Kern
text: M. Ageev – Μια ιστορία με κοκαΐνη, μετάφραση Σοφία Κορνάρου, εκδόσεις Ροές 1995. 
music: The Dark Cellars – Wake Up To The World, Heavy Syrup LP, Alien Cactus Records 1986.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

The Silver Skeleton Band - Snake Highs

Self Released
2013
Ακόμη και μια χιλιοειπωμένη ιστορία αν ειπωθεί από κάποιον που κατέχει αληθινά την τέχνη της αφήγησης μπορεί να σε κάνει να την απολαύσεις σαν να την άκουσες πρώτη φορά... περίπου.

Κάπως έτσι μέσα στον ορυμαγδό από μπάντες που έχουν πολύ ψυχεδελικά ονόματα, εξώφυλλα, όργανα (...μουσικά), χτενίσματα, ρούχα, μπότες, και ότι άλλο, μα όταν φτάνουμε στο ζητούμενο μουσικό μέρος της υπόθεσης, ακούγονται σαν να είναι βγαλμένες όλες από το ίδιο και το ίδιο, μετρίου ύψους και ποιότητας -για να τους χωράει κουτσά στραβά όλους- καλούπι, κάπως έτσι έλεγα, σκάει μια στο τόσο και κάποια μπάντα που μπορεί με την σειρά της να πλιατσικολογεί ανηλεώς μέχρι τελευταίου καντηλιού το αφύλακτο νεκροταφείο του rock and roll, μα το κάνει με τόσο γούστο και στυλ που σε κάνει να ξεχνάς το αποτρόπαιο του πράγματος και να αρχίζεις να κουνάς ρυθμικά τα πόδια σου πάνω σε κείνον τον παλιό, καλυμμένο από υγρασία και μούχλα τάφο. 

Τέτοιοι νέοι και ωραίοι τυμβωρύχοι είναι οι Καναδοί The Silver Skeleton Band, και η στοιχειωμένη ιστορία που μας εξιστορούν περνάει πρώτα από τα σαράντα κύματα του αγριεμένου ωκεανού, ακροβατώντας στην κόψη μιας σανίδας του surf που γλύφει με την λεπίδα της το τσουλούφι του Link Wray, συναντά -όπως κόσμος και κοσμάκης τελευταία- τους 13th Floor Elevators αλλά και τους Seeds και τους Calico Wall για το κυρίως μέρος της υπόθεσης, κάνει την έκπληξη εμφανίζοντας έναν μικρό άσσο από το μανίκι μουλιασμένο νύχτες χωρίς φεγγάρι στην heavy ψυχεδέλεια και το πρώιμο hard rock, ενώ οι κύριοι Cale και Reed δεν μένουν για μια ακόμη φορά παραπονεμένοι όπως επίσης φαντάζομαι ούτε ο Lux (ένας είναι ο Lux), για να τελειώσει μέσα σε μια καταιγίδα από ριπές βροχής, αστραπές, κεραυνούς και τριξίματα φερέτρων που ανοίγουν απειλητικά από δρακουλιάριδες των 80's εκδρομείς και αναβιωτές, σαν τους Gravedigger V, τους Fuzztones και βέβαια τους συμπατριώτες τους, αλήστου μνήμης The Worst (Greg Johnson RIP). Η χαρά του βουτηγμένου όταν ήταν μικρός μέσα στη χύτρα του γράσου γκαραζιέρη, και η λαχτάρα του τουρίστα περαστικού από τα μέρη μας χιπστερά δηλαδή...

Το όλο σκηνικό εκτυλίσσεται σε εννέα μέρη-κομμάτια, όπου συμμετέχουν τέσσερεις σκελετοί που παίζουν -καλά, πολύ καλά- όλα όσα θα ζητούσαμε και θα ονειρευόμασταν από δαύτους, μετά από τέτοια συστατική επιστολή, δίχως να φείδονται στις ξυραφιές της κιθάρας ούτε στο πάτημα του fuzz πεταλιού μα ούτε και σ' αυτό των πλήκτρων μιας επίμονης και ανατριχιαστικής farfisa. Τι άλλο να ζητήσει κανείς...

Για τα garage δεδομένα, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και την εποχή που θυμίζει τον Καίσαρα, ο δίσκος πλησιάζει βαθμολογικά το 9, με άλλα λόγια είναι αριστούργημα του είδους, αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι τους περισσότερους αναγνώστες του mic δεν τους ενθουσιάζουν τα γρασόλουτρα ούτε και τα μακάβρια πάρτι θα του βάλω και μια γενική βαθμολογία που θα είναι το: 7

Πρώτη δημοσίευση στο mic.gr

bandcamp 

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

R.I.P Randy Alvey


Έστω και καθυστερημένα, ένα αντίο στον Randy Alvey που πέθανε στις 17 του Μάρτη φέτος, έχοντας το προνόμιο (?) να ανήκει στους ελάχιστους που έχουν σημαδέψει την -υπόγεια έστω- ιστορία του rock and roll με το μοναδικό single που κυκλοφόρησε ποτέ η μπάντα του.
Ήταν στα 1969 όταν σε ένα καφέ του Texas όπου είχαν την βάση τους οι Randy Alvey & Green Fuz ηχογράφησαν το Green Fuz με b-side το There is a land για να χαθούν έπειτα στην λήθη, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Ώσπου…το 1979 το Green Fuz συμπεριλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος τις σειράς των Peebles, για να ακολουθήσει μετά από δύο χρόνια η διασκευή των Cramps στο Psychedelic Jungle μέσα από το οποίο εγώ και πολλοί νομίζω άλλοι, πρωτακούσαμε αυτό το υπέροχο τραγούδι.
Ακολούθησαν πολλές ακόμη διασκευές, με πιο αγαπημένη και πετυχημένη όμως κατά την ταπεινή μου –πάντα- άποψη αυτή των «δικών μας» Melting Ashes που επιλέγω να συνοδέψει το πρωτότυπο…


Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

ritual howls


Πέρυσι τέτοια εποχή ωρυόμουνα σαν αυστηρός σκοτεινιασμένος πάστορας που περιγράφει την επικείμενη για του αμαρτωλούς αιώνια κόλαση, πάνω στον άμβωνα, και έσκιζα τα ιμάτια μου σαν τρελός προφήτης, για να επιστήσω την προσοχή σας μη τυχόν και παραλείψετε από τις λίστες στο τέλος της χρονιάς το πρώτο και ομώνυμο άλμπουμ των Ritual Howls.
Φέτος, πάλι σ’ αυτές τις μέρες του «Άγιου Σεπτέμβρη» έχοντας παρόμοιο σκοπό αλλά διαφορετικό ηπιότερο τρόπο πιστεύω, αφού ακόμη ένας χρόνος φωλιάζει στη φιλόξενη γι’ αυτόν καμπούρα μου, το μόνο που έχω να γράψω για την ώρα είναι η προτροπή να ακούσετε στο soundcloud, τα 4 (από τα 9 συνολικά) τραγούδια του νέου τους δίσκου που τιτλοφορείται Turkish Leather και αναμένεται να κυκλοφορήσει στο τέλος του μήνα από την Felte, να τα ακούσετε λοιπόν προσεκτικά, το velvetικό τουρκοgoth του ομώνυμου τραγουδιού (ιδανικό να προηγείται ή να ακολουθεί ενός…Turkenblues σε κάποια συλλογή), το ρομαντικό -με την ποιητική την έννοια-  βιομηχανικό…πορνό του Taste of You, καθώς, και τα 2 κλασσικά για τα στάνταρ τους μετα-πανκ μυσταγωγικά ουρλιαχτά Zemmoa και Id Rather Not, και να έχετε τον νου σας και στο τέλος του Σεπτέμβρη που θα βγει ο δίσκος, αλλά και στο τέλος του Δεκέμβρη που θα κάνετε τον απολογισμό…για αυτούς ειδικά που φάνηκαν απρόσεκτοι πέρυσι, το δις εξαμαρτήν λένε…


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

so foul a sky


So foul a sky clears not without a storm


image: …
text: William Shakespeare – King John (mid-1590's), Act 4, Scene 2 
music: Closer – Storm, In the market CD, Studio II records, 1998.



Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

River of Snakes - Black Noise

Bro Fidelity Records
2014

Αν έγραφα αυτή τη παρουσίαση αποκλειστικά και μόνο για να την αναρτήσω στο δικό μου μπλογκ το πράγμα θα ήταν πιο εύκολο και από ένα κομμάτι κέικ που λένε... Θα έβαζα μέσα αγριεμένα καγκουρό, αιμοβόρους αλιγάτορες, ίσως κανένα πτερύγιο λευκού καρχαρία, μια πρέζα σκόνη αυστραλέζικης ερήμου, θα έριχνα και τους πανταχού παρόντες και τα πάντα πληρούντες Scientists, θα έκλεινα την κατσαρόλα με το bonus track που δεν υπάρχει στον δίσκο αλλά μπορείτε να το ακούσετε στο soundcloud, τη διασκευή στο Burning Skulls, σύνθεση των Jeremy "Barracuda" Gluck και Rowland S. Howard από εκείνη τη θρυλική σύμπραξη του I Knew Buffalo Bill στα 1987, που όμως οι λεγάμενοι προτιμούν στην εκτέλεση του Howard και της Lydia Lunch μέσα από το Shotgun Wedding του 1991, και θα καθόμουν ήσυχος και αμέριμνος, καπνίζοντας και περιμένοντας στη κουζίνα μου γνωρίζοντας ότι σε λιγότερο από μισή ώρα η παρουσίαση θα ήταν έτοιμη.
Τώρα όμως, εδώ στο Mic όπου ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και ο εκδότης αμείλικτος χρειάζεται να βάλω τα δυνατά μου. 

Ευτυχώς όμως ο Raul Sanchez, κιθαρίστας και τραγουδιστής του φιδοπόταμου (με προϋπηρεσία βαρέων και ανθυγιεινών στους Magic Dirt, τους Midnight Woolf και τους The Ape) ήταν πολύ ομιλητικός σε μια παρουσίαση κομμάτι-κομμάτι του δίσκου που βρήκα στο δίκτυο, όπου τα ξερνάει όλα τόσο για τους άμεσους συνεργούς του, όσο και για τους άλλους, αυτούς που εν άγνοιά τους συμμετείχαν στο έγκλημα... τον δίσκο ήθελα να πω.
Στους πρώτους συναντάμε το μοιραίο θηλυκό που ακούει στο όνομα Elissa Rose, παίζει μπάσο αλλά και τραγουδάει καμιά φορά, και παράτησε τους Loveless για χάρη του Raul και της μπάντας του, και τον τυμπανιστή Ben Wrecker (αντικαταστάτη του Glen Evans που απ' ότι καταλαβαίνω παίζει στο άλμπουμ) ο οποίος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στα ποτάμια τα φίδια και τους Hotel Wrecking City Traders. Όσο για τους δεύτερους, εκεί πια γίνεται συνωστισμός. Από τους Ramones (με τον Spector στη κονσόλα και το πιστόλι) και τους Jesus and Mary Chain, στους Wipers και τους Nirvana, και τέλος πάλι πίσω στους αντίποδες με όλη την άγρια κιθαριστική τους ομορφιά και ιστορία.

Αυτό το βαρύ και άγριο χαρμάνι δεν πετυχαίνει και στα εννέα τραγούδια του παρθενικού τους άλμπουμ (έχουν προηγηθεί 2-3 EP's), μιας και ο δρόμος -μαζί και η τέχνη- από την ραμονική pop, στα grunge riffs, κι από κει στη "surf guitar gone to hell" του Howard δεν είναι -σε αντίθεση με τον βίο- και μικρός, άσχετα αν εμείς σαν ακροατές όλ' αυτά τα θεωρούμε "δικά μας", από την άλλη δεν γνωρίζω κανέναν που να έμεινε παραπονεμένος τόσο από μια καλοψημένη μπριζόλα όσο και από την πρόταση για την ακρόαση ενός ψυχωμένου power trio ειδικά με όλες τις παραπάνω επιρροές-αναφορές, ακόμη πιο ειδικά με τέτοιον δεμένο ήχο-θόρυβο και αυτή την cool φωνή (να προσέξει μόνο στα κομμάτια που ανεβάζει αχρείαστα την ένταση), και τέλος ακόμη πιο ειδικά για τους "πιο ειδικούς", που αυτό (το τρίο) έχει την καταγωγή του από την Μελβούρνη. 


Και επειδή δυστυχώς εδώ που είμαι πρέπει να βάλω και βαθμολογία, θα τραβήξω το νούμερο 7.5 που θα μπορούσε να είναι και 8, -σιγά τους πολλούς ωραίους δίσκους με κιθάρες που έχουμε ακούσει φέτος- αλλά πρώτη "κριτική" είναι που στέλνω στο Mic, είπα να φανώ αυστηρός και δύσκολος. 

Πρώτη δημοσίευση στο mic.gr

bandcamp 

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ψεύτης προσκυνητής


Είμαι ένας επιβάτης
που απλά περπατάω
πάνω στο ράγισμά μου
κι όλο ραγίζω και πάω
Είμαι ένας αλήτης
μ’ αρέσει τις νύχτες να μετράω τ’αστέρια
και να παίζω σαν χορδές
των ρούχων μου τα ξέφτια
Είμαι ένας επιβάτης
λαθραίος στου ανέμου το άρμα
ραγίζω και πάω
που θα με βγάλει
Περιπατητής
θα το φωνάζω στα βουνά
αυτά με ακούν
και μου απαντούν
Ψεύτης προσκυνητής
η περιπέτεια και η ανάγκη βλέπεις.

text: saunterer – Από τη λάθος πλευρά, εκδόσεις Απόπειρα 2014. 
music: Beasts of Bourbon – The Low Road, The Low Road LP, Red Eye Records 1991.