Τη μέρα που ο σερίφης έφερε τον Γκούντγουιν στην πόλη, στη φυλακή ήταν κλεισμένος ένας νέγρος δολοφόνος που είχε σκοτώσει τη γυναίκα του· της είχε κόψει το λαιμό με ξυράφι κι εκείνη, με το κεφάλι της να κρέμεται ολοένα και περισσότερο προς τα πίσω και με τον αφρισμένο της λαιμό να ξερνά αιμάτινο πίδακα, είχε κατορθώσει παρόλα αυτά να πεταχτεί έξω από την πόρτα της καλύβας και να κάμει άλλες έξι ή επτά δρασκελιές στο ήσυχο, φεγγαρόλουστο σοκάκι.
Αυτός ο νέγρος έγερνε στο παράθυρο τα βράδια και τραγουδούσε. Κάτω από το παράθυρο, στα κάγκελα του περίβολου, μετά το βραδινό φαγητό μαζεύονταν μερικοί νέγροι –με νοικοκυρεμένα, σκιτζήδικα κοστούμια, με ποτισμένες από τον ιδρώτα φόρμες και με τους ώμους τους ν’ ακουμπάν ο ένας τον άλλον- κι ένωναν τις φωνές τους με του δολοφόνου, τραγουδώντας νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια, ενώ οι λευκοί στην αρχή βράδυναν τα βήματά τους και μετά σταματούσαν τελείως μες στο σκοτάδι το θολερό, το σχεδόν καλοκαιριάτικο, για ν’ ακούσουν εκείνους, που ήταν βέβαιοι ότι θα πεθάνουν, και εκείνον που ήταν κιόλας νεκρός, να τραγουδούν για τις αιώνιες μονές και τον αποσταμό τους· ή ίσως, στις παύσεις ανάμεσα στα τραγούδια, για ν’ ακούσουν εκείνη την πλούσια, ανείπωτη φωνή που αναδυόταν από το έρεβος των πτυχών του ίσκιου που έριχνε η καρυδιά, η επονομαζόμενη και ουράνια, σκεπάζοντας σαν δίχτυ το φανοστάτη το γωνιακό, να ολολύζει με συντριβή: «Τέσσερεις μερούλς ακόμ! Και ύστερις θα φαν τον πιο καλό βαρύτονο στο Βόρειο Μισισίπι!»
Πότε πότε τον έβλεπες να γέρνει στο παράθυρο και κατά την διάρκεια της μέρας, τραγουδώντας μονάχος του τότε, ενώ σε λίγο άρχιζαν να σκαλώνουν στα κάγκελα διάφοροι γαβριάδες και νεγράκια που κουβαλούσαν καλάθια για θελήματα· και οι λευκοί, αραδιασμένοι σε σεζλόνγκ μπροστά στο βρώμικο από μηχανέλαια, ντουβάρι του αντικριστού γκαράζ αφουκραζόταν με τις μασέλες τους ασάλευτες. «Μια μέρ’ ακόμ! Και ύστερις ξεγράψτε της πουτάνας το παιδί. Χε χε· θέση δεν έχ’ για σένα στον Παράδεισο! Χε χε· μήτε στην κόλαση δεν έχει θέσ’ για σένα; Χε χε· θέση δεν έχ’ για σένα στη φυλάκα!»
image: Από την ταινία του Charles Laughton, The Night of the Hunter (1955)
text: William Faulkner – Sanctuary (1931), στα ελληνικά: Άδυτο, μετάφραση Τάσος
Δαρβέρης-Κώστας Νικολαϊδης, εκδόσεις Μέδουσα, 1993.
music: Rykarda Parasol – Lonesome Place, Our Hearts First Meet CD, Three Ring Records,
2006.