Καπνίζω…Καπνίζω απελπισμένα, έντονα. Πάντα!
Πάντα! Πάντα! Πάντα!
Επιθύμησα να σκεφτώ, να γράψω, να τραγουδήσω…
Αλλά ο δαίμονας μου κοιμάται.
Κοιμάται στο σκοτεινό λυκόφως
από αυτήν την ψυχή μου.*
Είναι φορές που έχω ανάγκη να αναπολήσω τους ωραίους χθεσινούς νεκρούς, και τους σημερινούς, και εκείνους που θα φέρει το αύριο.
Πάντα! Πάντα! Πάντα!
Επιθύμησα να σκεφτώ, να γράψω, να τραγουδήσω…
Αλλά ο δαίμονας μου κοιμάται.
Κοιμάται στο σκοτεινό λυκόφως
από αυτήν την ψυχή μου.*
Είναι φορές που έχω ανάγκη να αναπολήσω τους ωραίους χθεσινούς νεκρούς, και τους σημερινούς, και εκείνους που θα φέρει το αύριο.
Κι άλλες που πεθυμώ την πιο κοφτερή κιθάρα του rock and roll που η χορδές της στάζουν
αίμα, το δικό μου, και εκείνη την φωνή της ανέκφραστης θλίψης, πεθυμώ το
ομορφότερο τραγούδι αυτής της μουσικής, την μύγα στο γάλα, πεθυμώ το πλανόδιο
σαν τη ζωή, φάντασμα της ακτής…
Όχι δεν χρειάζομαι άλλους βραχνούς βάρδους του έρωτα, ούτε άλλους μεθυσμένους ποιητές και τροβαδούρους. Φτάνει με τα νυχτερινά τα σαλιαρίσματα, τα κακαρίσματα, τις φτηνές καρικατούρες που μετράνε τ’ αστέρια. Χρειάζομαι αυτούς που ανάβουν το κερί και από τις δύο μεριές ταυτόχρονα.
Θέλω να σε ρωτήσω αν είδες κάποιο καλό όνειρο τελευταία, και να μου απαντήσεις «ναι», χωρίς ξεφωνητά, χωρίς τίποτα το θηλυκό.
Και έπειτα…όλον τον χάρτινο ουρανό, τρύπες να τον γεμίσεις. Πένθιμες τρύπες, να χάσκουν στο κελί μας.
Σβήσε, σβήσε! ρεψιά της Μοίρας, μικρό κομμάτι φως, ζωής λίγης φλόγα. Εκεί στην θέση σου να πας, εκεί να καταλήξεις…στην νύχτα.
Μου είναι βλαπτικό σαν το τσιγάρο, ποτέ δεν θα το χορτάσω. Ευεργετικό σαν την coca cola, που πάει με όλα, εγώ πια δεν ξανανιώνω, και αυτός έχει πάψει να γερνά.
Everything's sacred, and everything's true.
Όχι δεν χρειάζομαι άλλους βραχνούς βάρδους του έρωτα, ούτε άλλους μεθυσμένους ποιητές και τροβαδούρους. Φτάνει με τα νυχτερινά τα σαλιαρίσματα, τα κακαρίσματα, τις φτηνές καρικατούρες που μετράνε τ’ αστέρια. Χρειάζομαι αυτούς που ανάβουν το κερί και από τις δύο μεριές ταυτόχρονα.
Θέλω να σε ρωτήσω αν είδες κάποιο καλό όνειρο τελευταία, και να μου απαντήσεις «ναι», χωρίς ξεφωνητά, χωρίς τίποτα το θηλυκό.
Και όταν σου πω «εντυπωσιακό» και σε ξαναρωτήσω «ποιο?», να μου πεις «αυτό», δείχνοντας την λαβή του πιστολιού.
Ύστερα να σκοπεύσεις ψηλά και να πυροβολήσεις τον Άρη. Πρώτα
πυροβολούμε, και να θυμάστε, οι νεκροί δεν λένε ποτέ ψέματα. (Και ποιος
νομίζεις σκοτίζεται για την αλήθεια?) Και έπειτα…όλον τον χάρτινο ουρανό, τρύπες να τον γεμίσεις. Πένθιμες τρύπες, να χάσκουν στο κελί μας.
Σβήσε, σβήσε! ρεψιά της Μοίρας, μικρό κομμάτι φως, ζωής λίγης φλόγα. Εκεί στην θέση σου να πας, εκεί να καταλήξεις…στην νύχτα.
Μου είναι βλαπτικό σαν το τσιγάρο, ποτέ δεν θα το χορτάσω. Ευεργετικό σαν την coca cola, που πάει με όλα, εγώ πια δεν ξανανιώνω, και αυτός έχει πάψει να γερνά.
Everything's sacred, and everything's true.
Αλλά ο δαίμονας μου, ο δαίμονας
της μαύρης μελαγχολίας, ο δαίμονας της σατανικής χαράς μου, κοιμάται χωρίς φόβο
και τύψη, κοιμάται καταγής σαν το σκυλί.
Με έναν κόμπο φίδια για προσκέφαλό του, μόνος, παντέρμος κάτω από την ασύλληπτη ποίηση του λυκόφωτος, ζωσμένος ολόγυρα από μια φλεγόμενη άβυσσο. Όπως σε ‘κείνο το όνειρο μέσα στο όνειρο, και ξανά στο όνειρο, μόνος, με την ανέκφραστη θλίψη και τον Celine στο πλάι του. Με χαμηλωμένα μάτια, ακούγοντας τα οστά του να μουρμουρίζουν, μέχρι να γίνουν ένα και το αυτό στην μοναχική και απρόσβατη άμμο, ώσπου κι αυτή να γίνει ένα με το άπειρο, και όσο οι σάλιαγκοι θα χαράζουν με σάλιο τις άσπρες πλάκες σε όλα τα νεκροταφεία του κόσμου.
Μη παίρνεις ποτέ τις μετρητοίς την δυστυχία του ανθρώπου. Ρώτησε τον μόνο αν μπορεί να κοιμηθεί. Αν ναι, όλα είναι εντάξει, αυτό αρκεί.
Όμως δεν αρκεί να ‘χεις καημό. Πάνω απ’ όλα πρέπει να μπορέσεις να ξαναρχίσεις την μουσική, να πας να βρεις περισσότερο καημό.
Κι αν δε το ‘ξερες στην αρχή, από τότε, ξοδεύοντας τόσο σάπιο χρόνο και έναν ωκεανό από φως, για κει είχες ξεκινήσει το ταξίδι.
Μέχρι την άκρη της νύχτας θε να φτάσεις, κι ακόμη παρά πέρα στην άκρια των ακριών.
Έξω από το μαύρο, μέσα στον αιθέρα, στον αντικατοπρισμό του διαστήματος, εκεί που από τα νεκρά ραδιόφωνα ακούγεται μια μουσική αποχαιρετισμός για όλα τα δολοφονημένα αστέρια.
Nothing is sacred and nothing is true…
Κάψε τον θρόνο, σκότωσε τον βασιλιά. Exit Everything. Για ποια Ιθάκη μας μιλάνε…
Γυμνός σαν τον Διόνυσο που βρίσκει επιτέλους την ακτή του. Μόνος σαν το φάντασμά της.
Και έρημος σαν τα’ αστέρια που τρεμοσβήνουν όταν τα πυροβολείς.
Από την ερημιά ξεκινά το τραγούδι, και πάλι στην ερημιά θα φτάσει…και που να πάει, σε αυτή τη φάρσα που παίζεται απ’ όλους μας, σ’ έναν κόσμο κάλπικο. Ποιος σκοτίζεται για την αλήθεια? Ο κόσμος μας εγκαταλείπει πολύ πρωτού πάρουμε εμείς δρόμο για πάντα.
Η βελόνα κόκκινη και στο κόκκινο. Τίποτε πια να χαθεί. Τα πάντα νεκρά.
Όσο για μένα…χρειάζομαι την πίστη, για να πιστεύω σ’ αυτό. Τίποτε άλλο.
Μόνο το τελευταίο τετράστιχο από το Nothin’ του Townes Van Zandt, τραγούδι που επέλεξε και Howard στον στερνό του δίσκο για να μας χαιρετήσει.
Με έναν κόμπο φίδια για προσκέφαλό του, μόνος, παντέρμος κάτω από την ασύλληπτη ποίηση του λυκόφωτος, ζωσμένος ολόγυρα από μια φλεγόμενη άβυσσο. Όπως σε ‘κείνο το όνειρο μέσα στο όνειρο, και ξανά στο όνειρο, μόνος, με την ανέκφραστη θλίψη και τον Celine στο πλάι του. Με χαμηλωμένα μάτια, ακούγοντας τα οστά του να μουρμουρίζουν, μέχρι να γίνουν ένα και το αυτό στην μοναχική και απρόσβατη άμμο, ώσπου κι αυτή να γίνει ένα με το άπειρο, και όσο οι σάλιαγκοι θα χαράζουν με σάλιο τις άσπρες πλάκες σε όλα τα νεκροταφεία του κόσμου.
Μη παίρνεις ποτέ τις μετρητοίς την δυστυχία του ανθρώπου. Ρώτησε τον μόνο αν μπορεί να κοιμηθεί. Αν ναι, όλα είναι εντάξει, αυτό αρκεί.
Όμως δεν αρκεί να ‘χεις καημό. Πάνω απ’ όλα πρέπει να μπορέσεις να ξαναρχίσεις την μουσική, να πας να βρεις περισσότερο καημό.
Κι αν δε το ‘ξερες στην αρχή, από τότε, ξοδεύοντας τόσο σάπιο χρόνο και έναν ωκεανό από φως, για κει είχες ξεκινήσει το ταξίδι.
Μέχρι την άκρη της νύχτας θε να φτάσεις, κι ακόμη παρά πέρα στην άκρια των ακριών.
Έξω από το μαύρο, μέσα στον αιθέρα, στον αντικατοπρισμό του διαστήματος, εκεί που από τα νεκρά ραδιόφωνα ακούγεται μια μουσική αποχαιρετισμός για όλα τα δολοφονημένα αστέρια.
Nothing is sacred and nothing is true…
Κάψε τον θρόνο, σκότωσε τον βασιλιά. Exit Everything. Για ποια Ιθάκη μας μιλάνε…
Γυμνός σαν τον Διόνυσο που βρίσκει επιτέλους την ακτή του. Μόνος σαν το φάντασμά της.
Και έρημος σαν τα’ αστέρια που τρεμοσβήνουν όταν τα πυροβολείς.
Από την ερημιά ξεκινά το τραγούδι, και πάλι στην ερημιά θα φτάσει…και που να πάει, σε αυτή τη φάρσα που παίζεται απ’ όλους μας, σ’ έναν κόσμο κάλπικο. Ποιος σκοτίζεται για την αλήθεια? Ο κόσμος μας εγκαταλείπει πολύ πρωτού πάρουμε εμείς δρόμο για πάντα.
Η βελόνα κόκκινη και στο κόκκινο. Τίποτε πια να χαθεί. Τα πάντα νεκρά.
Όσο για μένα…χρειάζομαι την πίστη, για να πιστεύω σ’ αυτό. Τίποτε άλλο.
Μόνο το τελευταίο τετράστιχο από το Nothin’ του Townes Van Zandt, τραγούδι που επέλεξε και Howard στον στερνό του δίσκο για να μας χαιρετήσει.
Sorrow and solitude
these are the precious things
and the only words
that are worth rememberin'
these are the precious things
and the only words
that are worth rememberin'
Για τον Rowland S. Howard, 24 October 1959 – 30 December 2009
*Η εισαγωγή από τον Χορό στο Λυκόφως, του Renzo Novatore, μετάφραση στα ελληνικά: ΣΥΜΒΑΝΤΑ