Όταν –το 2009- ο Todd Sampson κάτω απ’ το όνομα The Mountain Apple Epidemic είχε
κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ Thin and Pale του είχα κάνει μια παρουσίαση στο transistor.gr όπου έγραφα
τα εξής:
«Ας φανταστούμε τον Eugene να αφήνει έστω για λίγο κατά μέρος
την Βίβλο, να σταματά τις συνεχείς περιοδείες και την επαφή του με το πλήθος, και
να παίρνει τον δρόμο για τις Μεγάλες Λίμνες του Βορρά, με μοναδικές του
αποσκευές την κιθάρα, το μπάντζο του, ένα καλάμι ψαρέματος και δύο βιβλία. Το Walden του Thoreau και το
The Education of little
tree του Forest Carter.
Φτάνοντας εκεί περνά τον καιρό του ψαρεύοντας και
διαβάζοντας κάτω από το φως της μέρας, γρατζουνώντας τις χορδές το σούρουπο,
και ακούγοντας τις ιστορίες που ψιθυρίζουν τα δένδρα τις νύχτες.
Μόνη του συντροφιά τα ινδιάνικα πνεύματα που τόσο αγαπά, και
τα φαντάσματα που έρχονται από τα παλιά γύρω από την φωτιά για να κουβεντιάσουν
στο τρεμάμενο φως, ενόσω η καταιγίδα θα ξεπλένει μακριά ψεύτικους ήχους και εικόνες,
και θα ξαναδίνει την αθωότητα στο αυτί για να μπορεί να την ακούσει και να την
θαυμάσει όπως πραγματικά είναι, σαν την μουσική του Αιόλου.
Ύστερα από καιρό, φορτωμένος τα λιγοστά μπαγάζια του, αλλά και μια ντουζίνα σχεδόν νέα
τραγούδια, μουρμουρίζοντας τους στίχους του Poor pilgrim of sorrow, θα πάρει τον δρόμο της επιστροφής, όντας
ένας αγνός θλιμμένος προσκυνητής όπως όταν πρωτοξεκινούσε.
Ευθεία για το σπίτι
και το μικρό του στούντιο, όπου θα μπορέσει να τραγουδήσει την αλήθεια του,
αλλά και να την ηχογραφήσει για να την ακούσουν όσο γίνεται περισσότεροι.
Και σαν να φοβάται
ότι οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη παρουσία θα του χαλάσει την μαγιά και την
μαγεία, εκτός από την φωνή (που αφήνει κι αυτή με την σειρά της κατά μέρος τους
θεατρινισμούς των τελευταίων δίσκων) την κιθάρα και το μπάντζο, πιάνει και το
μπάσο, όπως και τα πλήκτρα για να δώσει κάποιες φορές τον απαραίτητο όγκο που
ακούγεται υπόκωφα, όπως οι μακρινές βροντές που αναγγέλλουν την καταιγίδα.
Όταν πια τελειώνει
η ηχογράφηση και ακούει το αποτέλεσμα, βγαίνει έξω κοιτάει ψηλά στον ουρανό
νεύοντας του, ευχαριστώντας τον έτσι για την πολύτιμη βοήθειά του σ’ αυτόν, τον
καλύτερο του δίσκο εδώ και αρκετά χρόνια.»
Αυτόν τον καιρό ακούω
συχνά την δεύτερη δουλειά του, που έχει ανεβάσει στο δίκτυο κάτω απ’ τον –προσωρινό υποθέτω- τίτλο “Mixtape” και δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω τίποτε άλλο,
εκτός του ότι αν ξανάγραφα από την αρχή το κείμενο θα έχωνα σίγουρα κάπου και
το όνομα του Neil Young, μαζί ίσως μ’ αυτό του Eddie Vedder.