Το ψυχεδελιασμένο κονσέρτο που παρευρέθηκα προσφάτως, πέρα του ότι μου έδωσε την ευκαιρία να ξεθάψω το παλιό μου φράκο που φοράω πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, μου έδωσε μαζί και μια γερή κλοτσιά να σκαλίσω δίσκους και αρχεία με ανάλογο περιεχόμενο. Ψυχεδελικό εννοώ και όχι φρακικό.
Έτσι ξαφνικά γύρισα πίσω στον χρόνο ν’ ακούω 60’s και τα τοιαύτα, μέχρι και στον Alan Watts έφτασα, και κάπου στην αλλαγή για τα 70’s παραστράτησα μέσα στο βαθύ χρονοδάσος, και βγήκα μπρος στο krautξέφωτο όπου βρέθηκα φάτσα κάρτα με το Soundtracks των Can και το αγνώστου ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο εκεί μέσα, που ακούει στο όνομα Mother Sky.
Μετά από δεκατέσσερα και μισό λεπτά συν ένα δευτερόλεπτο αιώρησης, όπου η μόνη λογική σκέψη που έκανα ήταν η ερώτηση στον εαυτό μου γιατί δεν έχω δει ακόμη την ταινία Deep End του Jerzy Skolimowski για την οποία και γράφτηκε το κομμάτι, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο να κάνω πια από το να πηδήξω και πάλι δεκαετία, να φτάσω ιδρωμένος στα 80’s, να τα διανύσω κι αυτά σχεδόν μέχρι το τέλος, να φρενάρω απότομα στο 1988 μόνο και μόνο για να πάρω φόρα όμως, και να συνεχίσω την αιώρηση παρέα πια με τον γκουρού μου (τον πασίγνωστο Γουλουμούλου Γκάουγκερ όπως έχω ξαναγράψει, που τόσο του αρέσει αυτή η μουσική, και ο οποίος μόλις είχε έρθει σπίτι για την καθιερωμένη εβδομαδιαία συνεδρία), υπό τους ήχους του Mother Sky και πάλι, αυτή την φορά στην εκδοχή των Loop, που κρύβονταν μέσα στο EP Black Sun εκείνης της χρονιάς, και που κατά την ταπεινή μου άποψη είναι από αυτές τις διασκευές που λες ότι «ξεπερνάνε το πρότυπο».
Στα μισά όμως των 11 παρά κάτι χρονοτρίχες λεπτών, εκεί που επιδιδόμουν σε ακροβατικές εναέριες κωλοτούμπες υποχρεώθηκα σε αναγκαστική προσγείωση, γιατί η γάτα στην προσπάθειά της να απογειωθεί κι αυτή με κατεύθυνση το σακούλι με τις κροκέτες που αναπαύονταν στον πάγκο της κουζίνας, έριξε το μπουκάλι με το κρασί που μόλις είχα ανοίξει να κεράσω τον Γουλουμούλου γιατί είχε διψάσει.
Ξεκίνησα να μαζεύω τα γυαλιά, αλλά μετά όπως το Mother Sky ξαναέπαιζε απ’ την αρχή, σκέφτηκα να την δω για λίγο Iggy στα νιάτα του, και να κυλιστώ πάνω στα σπασμένα, με την πλάτη πάντα, για να μπορώ να κοιτάζω και τον ουρανό. Ή έστω το ταβάνι.
Έπειτα, αφού ξεπροβόδισα εγκάρδια τον Γουλουμούλου, καταματωμένος μεν, μα απόλυτα ευτυχισμένος, τόσο όσο μπορεί να είναι μόνο η μύγα πάνω στα σκατά, ξεκίνησα να γράφω αυτές τις γραμμές…