Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

oι φίλοι μου οι λύκοι…της στέπας


Βγήκαμε από το Περεκόπ κακοδιάθετοι, πεινασμένοι σαν λύκοι και μισώντας ολόκληρο τον κόσμο.
Για δώδεκα ώρες είχαμε πασχίσει μάταια, μ’ όλες τις ικανότητες που διαθέταμε, να κλέψουμε κάτι ή να βγάλουμε κανένα φράγκο· κι όταν βεβαιωθήκαμε πω δε θα καταφέρναμε ούτε το ένα ούτε τ’ άλλο, αποφασίσαμε να τραβήξουμε πιο κάτω. Που; Αδιάφορο, απλώς παρακάτω.
   Ήμασταν έτοιμοι από κάθε άποψη να συνεχίσουμε να προχωρούμε το μονοπάτι της ζωής, όπως βαδίζαμε εδώ και καιρό. Αυτό το είχαμε αποφασίσει σιωπηλά ο καθένας μας κι η απόφασή μας αντανακλούσε καθαρά στη σκυθρωπή λάμψη των πειναλέων ματιών μας.
Ήμασταν τρεις. Είχαμε γνωριστεί πρόσφατα, όταν συναντηθήκαμε τυχαία στη Χεσόνα, σ’ ένα καπηλειό στην όχθη του Δνείπερου.
   Ο ένας ήταν στρατιώτης από κάποιο σιδηροδρομικό τάγμα, κι έπειτα, μάστορης σιδηροδρόμων· ένας γεροδεμένος κοκκινοτρίχης με ψυχρά γκρίζα μάτια. Ήξερε γερμανικά και ήταν πάρα πολύ κατατοπισμένος γύρω από τη ζωή των φυλακών.
Άνθρωποι σαν και μας αγαπούν να λένε πολλά για το παρελθόν τους, έχοντας πάντα λόγους λιγότερο ή περισσότερο σοβαρούς και γι’ αυτό πιστεύαμε ο ένας τον άλλο, ή, τουλάχιστον, δείχναμε ότι τον πιστεύουμε, γιατί ο καθένας μας δεν πολυπίστευε ούτε τον εαυτό του τον ίδιο.
   Όταν ο δεύτερος σύντροφός μας, ένας ισχνός και κοντούλης ανθρωπάκος με χείλια λεπτά που τα είχε πάντα σφιγμένα, με ύφος σκεπτικό έλεγε για τον εαυτό του πως ήταν κάποτε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, εγώ κι ο στρατιώτης το δεχόμαστε σαν γεγονός. Στο κάτω κάτω το ίδιο μας έκανε αν υπήρξε ποτέ του φοιτητής, αστυνομικός ή κλέφτης.
   Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι από τη στιγμή της γνωριμίας μας ήταν ίσος μαζί μας: πεινούσε, τον παρακολουθούσε η αστυνομία, στις πόλεις και τον υποπτεύονταν οι χωρικοί σαν βρισκόταν σε χωριό, μισούσε και τους μεν και τους δε με το μίσος ενός κυνηγημένου και πεινασμένου ζώου κι ονειρευόταν μια παγκόσμια εκδίκηση ενάντια σε όλους και σε όλα· με άλλα λόγια κι από τη θέση που κατείχε ανάμεσα στους βασιλιάδες της φύσης και τους κυρίαρχους της ζωής και, γενικά, από τη διάθεσή του, ήταν όμοιος με μας.
   Ο τρίτος ήμουν εγώ. Από τη μετριοφροσύνη που με διακρίνει από γεννησιμιού μου, δε θ’ αναφέρω ούτε λέξη για τα προτερήματά μου και, καθώς δε θέλω να φανώ αγενής, θ’ αποσιωπήσω τα ελαττώματά μου. Μα για να δώσω έστω και κάποιο στοιχείο για το χαρακτήρα μου, θα σας πω ότι πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου καλύτερο από τους άλλους και συνεχίζω να πρεσβεύω το ίδιο και τη σήμερον ημέρα.

image: Three hobos play cards while riding inside a railroad box car. c1907.
text: Από τη συλλογή "Ο βάλτος και άλλα ρώσικα διηγήματα", και από το διήγημα "Στη Στέπα" του Μαξίμ Γκόρκυ, μετάφραση Κίρα Σίνου, εκδόσεις Γλάρος 1988. 
music: Gravel road – Sad Days (Junior Kimbrough cover), Gravel road CD, Self Release 2004.