Από τις Σέρρες, μια πόλη που ενώ μας έχει δώσει πολλά και
σεβαστά δείγματα «ανεκτίμητων ακροατών» δεν κατάφερε ποτέ να ισοφαρίσει αυτή
την επίδοση και σε επίπεδο συγκροτημάτων, μας έρχονται οι smallhourssociety.
Έχοντας ένα καλό άλμπουμ το rest your wings/the
skies await πίσω στα 2006, και μετά από μια ανεξήγητη παύση εργασιών (εκτός κι
αν μου διαφεύγει κάτι), τουλάχιστον δισκογραφικά για μια δεκαετία, επανέρχονται
αυτές τις μέρες με τη κυκλοφορία ενός single με τα κομμάτια No Relapse και Hunting.
Στο πρώτο, η χρήση
του ακορντεόν σε συνδυασμό με τα πρώιμα wiperικά σπασίματα στον ρυθμό δικαιώνει τη πρωτιά των Wipersκαι
16Horsepowerστη καταγραφή των επιρροών τους, ενώ το Huntingείναι
ένα φοβερό μετά-Punkχιτάκι με ερωτεύσιμες κιθάρες και ένα ανάλογο πιανάκι στο τέλος, προορισμένο να
κατακτήσει τις playlists σταθμών και ακροατών.
Αγαπητοί small hours society, καλώς ήλθατε πίσω, καλή επιτυχία στη νέα σας αρχή,
και ελπίζω να μην έχουμε νέα σας ξανά, το 2026!
Εδώ δεν θα μιλήσουμε για τον LinkWrayπου
μάθαμε από τους Cramps,
με τον ασύλληπτο, μοναδικό κι αξέχαστο, διεστραμμένο ήχο της κιθάρας του, με τα
μαύρα ρούχα και το μεγάλο τσουλούφι, τη φιγούρα που στη προσπάθειά μας να μιμηθούμε
καταλήξαμε να μας αποκαλούν κλόουν ροκαμπίλι.
Δεν θα μιλήσουμε ούτε για τον κιθαρίστα που με τα ακόρντα
του Rumbleστα 1958 άλλαξε την πορεία του RockandRoll.
Αν και, ακόμη και τότε, στα 1971, τη χρονιά που μας
ενδιαφέρει σ’ αυτό το κείμενο, ήταν (και παρέμεινε ως το τέλος, εκεί στις 5
Νοέμβρη του 2005) εκείνος ο ίδιος Link, το φτωχόπαιδο από τη Βόρεια Καρολίνα, ο μισός Ινδιάνος Shawnee, ο βετεράνος της
Κορέας, ο φυματικός με το ένα πλεμόνι που σε πείσμα των γιατρών τραγουδούσε ακόμη.
Τραγουδά και παίζει ακόμη…και μέσα απ’ τον τάφο του.
Μόνο που τότε, στην αυγή μιας ακόμη δεκαετίας, της τέταρτης,
είχε δει πλέον κι αυτός με τη σειρά του τη γραμμή σκιάς στον ορίζοντα, και όπως
όλοι γνωρίζουν, η σκιά γνωρίζει καλύτερα.
Είναι ο LinkWrayπου πέρα απ’ όλα αυτά, ας μη ξεχνάμε ότι έχει περάσει (και)
από πάνω του μια συγκλονιστική δεκαετία όπως αυτή του ’60, ένας σαραντάρης (και
κάτι) πλέον Link, που επιστρέφει
στη δισκογραφία έπειτα από αρκετά άγονα χρόνια, με έναν δίσκο- γιορτή.
Μια γιορτή που λαμβάνει χώρα σε μια φάρμα στο Accokeekτου
Maryland, και πέρα από
τα δύο αδέρφια του και τους υπόλοιπους τρεις μουσικούς, μοιάζει σαν να έχουν
χωρέσει εκεί μέσα, αλλά και έξω στην αυλή όπου είναι στημένα τα ηχεία της
κιθάρας του Link, σύσσωμοι
οι κάτοικοι της φανταστικής Φωκνερικής πολιτείας της Yoknapatawpha.
Εκεί όπου οι γιάνκιδες όπως και όλοι οι άλλοι, έχουν μεν
θέση αλλά όχι λόγο, μιας που αυτός ανήκει αποκλειστικά στους βάναυσους, σκληρούς,
ξεροκέφαλους μα κάποιες φορές και αγνούς λευκούς άποικους, αλλά φυσικά και τους
καταφρονημένους, σημαδεμένους από το βαθύ, ανεπούλωτο τραύμα της σκλαβιάς νέγρους, και
βέβαια τους αποδεκατισμένους ινδιάνους που αφού τους ξερίζωσαν με τη βία την
επαφή τους με το Μεγάλο Πνεύμα , φρόντισαν να τους το αντικαταστήσουν με το
οινόπνευμα.
Μια γιορτή τελικά από και για τον μεγάλο Νότο και τις φυλές
του.
Με κιθάρες, μπάσο, μαντολίνο, πιάνο και όργανο, ντραμς και
διάφορα αυτοσχέδια κρουστά, κι έναν Linkνα τραγουδά, συχνά με τη χορωδιακή
συνοδεία των υπόλοιπων συντελεστών, και ν’ ακούγεται σαν ξαναγεννημένος.
Τραγούδια γεννημένα κι αυτά ξανά και στον αιώνα, από τα Blues, τη Country, τα Gospel, τη Soul, το Rock ‘n’ Roll, τη
Folk των βουνίσιων και
τις μουσικές των βάλτων.
Ένας δίσκος ποτισμένος (μ’ αρέσει να φαντάζομαι) με παράνομα
αποσταγμένο καλαμποκίσιο ουίσκι στη παλιά καλύβα του βουνού, και ηχογραφημένος
από τον Ray Vernon, αδερφό του Link,
στο θρυλικό πλέον όνομα και πράμα ThreeTrackShack, το αυτοσχέδιο δηλαδή στούντιο, που ο ίδιος ο Linkκατασκεύασε
από ένα…κοτέτσι.
Δέκα κομμάτια, όλα πρωτότυπες συνθέσεις του Wray, αλλά και μερικές του SteveVerroca, συμπαραγωγού και
μαζί με τον άλλον αδελφό του Link,
DougWrayντράμερ
του δίσκου, συν τη διασκευή στο Τail Dragger του WillieDixonπου
κλείνει το άλμπουμ.
Σε όποιον ακούσει με ανοιχτά αυτιά και καρδιά, ακόμη και
σήμερα, δεν φαντάζουν καθόλου υπερβολικές οι συγκρίσεις με τους Bandή
τους RollingStonesτης εποχής, (είναι και ο τρόπος που τραγουδά ο Wray), δεν ακούγονται
υπερβολικοί ακόμη και εκείνοι που λένε ότι πρόκειται για ένα ExileonMainStreetδίχως
το super-rockκύρος, ή ακόμη και οι άλλοι
που το τραβάνε ακόμη περισσότερο και ισχυρίζονται ότι απλά είναι ο δίσκος που
οι Stonesδεν κατάφεραν να ηχογραφήσουν ποτέ.
Όπως και να έχει, και αυτό το άλμπουμ όπως και όλα του LinkWray, δεν είναι τίποτε άλλο
από μουσική που τρυπάει ευθεία και αλάνθαστα σώμα και ψυχή, σαν ινδιάνικο
βέλος.
Η για να θυμηθούμε κλείνοντας τα λόγια του Αρχηγού Σηάτλ (Chief
Sealth) για τη Μεγάλη Νύχτα των Ινδιάνων:
«Όταν ο τελευταίος ερυθρόδερμος εξαφανιστεί από την
επιφάνεια αυτής της Γης και η ανάμνηση των δικών μου θα έχει γίνει μύθος
ανάμεσα στους λευκούς ανθρώπους, αυτές οι όχθες θα μυρμηγκιάζουν από τους
αόρατους νεκρούς της φυλής μου και, όταν τα παιδιά των παιδιών σας θα νομίζουν
πως είναι μόνα μέσα στους κάμπους, μέσα στα μαγαζιά,, μέσα στα εργαστήρια,
στους δρόμους ή στη σιωπή αδιαπέραστων δασών, δεν θα είναι όπως νομίζουν. Τη
νύχτα, όταν στα χωριά μας και στις πόλεις μας θ’ απλώνεται σιωπή και σεις θα
τις νομίζετε έρημες, οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι από πλήθη νεκρών που θα
επιστρέφουν στα ωραία μέρη που κατείχαν άλλοτε και ακόμα συνεχίζουν ν’ αγαπούν.
Ο λευκός άνθρωπος ποτέ δεν θα είναι μόνος».
Υ.Γ. Ένα ευχαριστώ για ακόμη μια φορά στους Nomads, που ανάμεσα στα πολλά
άλλα (αρκετά από αυτά έχουμε μνημονεύσει συχνά πυκνά στις σελίδες του παρόντος blog) που με τον ηλεκτρικό, δικό τους τρόπο μας δίδαξαν πίσω στα 80’s, ήταν και τoFireandBrimstoneμέσ' από αυτόν τον δίσκο του LinkWray.
Ένα κομμάτι που επέλεξαν να διασκευάσουν το 1989 (την ίδια χρονιά με
τους NevilleBrothersκαι δύο δεκαετίες πριν ο Caveαποφασίσει να κάνει το ίδιο) τη
στιγμή που για σχεδόν όλους τους νεοσύλλεκτους σ’ αυτές τις μουσικές τότε, το
όνομα LinkWrayταυτιζόταν απολύτως και μόνο, με του ρυθμούς των Cramps.
Ένα κομμάτι που αποτέλεσε έναυσμα τουλάχιστον για μένα στο
να ψάξω και ν’ ακούσω αυτόν τον δίσκο σε μια ηλικία που μάλλον δεν ήμουν έτοιμος
να τον εκτιμήσω σωστά. Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως…
Υ.Γ.2 Όσοι από σας δεν έτυχε ως τώρα ν’ ακούσετε αυτό το
άλμπουμ, επιλέξετε να το κάνετε μέσα από το διπλό CDWray’sThreeTrackShackόπου
υπάρχει μαζί με τις υπόλοιπες ηχογραφήσεις του «κοτετσιού» εκείνων των ημερών,
που κυκλοφόρησαν σε δίσκο, τα Mordicai
Jones (επίσης το 1971) και Beans and Fatback (το 1973) και που εδώ πραγματικά και
λόγο διάρκειας, η σύγκριση με το Exileείναι κάτι παραπάνω από εύστοχη, και το αποτέλεσμα…επιτέλους μια φορά σ’
αυτόν τον άδικο και ψεύτη κόσμο, συντριπτικό υπέρ των Ινδιάνων.
Επειδή απόψε βαριέμαι τόσο που άκουσα σχεδόν ολόκληρη τη
δισκογραφία των Bored!,
δύο-τρία τηλεγραφικά λόγια για τους Loobs.
Power Trioαπό Μελβούρνη μεριά, ένα EPως τώρα (κι άλλο ένα στα σκαριά),
τέσσερα κομμάτια, τα μεσαία έτσι κι έτσι, βαράνε καλά πάντως, το τελευταίο, NoShameο
τίτλος πολύ καλό, και το πρώτο, το JohnCandyεξάλεπτο και κάτι με το μισό να
είναι οργανικό, ότι πρέπει να παίξει πίσω από τις εικόνες ενός «αστικού
γουέστερν» !?!? να πούμε…
«Αποδοκιμάζω την κτηνωδία», έλεγε: «Δεν φέρνει αποτέλεσμα.
Αντιθέτως η παρατεταμένη κακομεταχείριση, χωρίς τη χρήση βίας, συντελεί, εφόσον
αυτή ασκείται επιδέξια, στη δημιουργία άγχους και ενός ιδιότυπου αισθήματος
ενοχής. Βεβαίως θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ορισμένους κανόνες, κάποιες
κατευθυντήριες αρχές. Το άτομο δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να αντιληφθεί ότι η
κακομεταχείρισις του είναι μια εσκεμμένη επίθεση ενός εχθρού του ανθρώπινου
είδους με στόχο τη δική του προσωπικότητα. Θα πρέπει αντιθέτως να τον κάνουμε να αισθανθεί ότι οποιαδήποτε μεταχείρισις ή αγωγή του
επιβάλλεται είναι προς όφελός του μια και κάτι (αυτό ουδέποτε το
διευκρινίζουμε) τρομερά σοβαρό του συμβαίνει. Η ασυγκάλυπτη ανάγκη των ελεγχομανών θα πρέπει προσεκτικά να
καλυφθεί κάτω από μια αυθαίρετη και δαιδαλώδη γραφειοκρατία ώστε να μην έλθει
ποτέ το υποκείμενο σε άμεση επαφή με τον εχθρό του».
text:
Williams S. Burroughs, Naked Lunch, στα ελληνικά: Γυμνό γεύμα, μετάφραση Νίκος Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα. music: Tiger by the Tail – Natural Enemy, Tiger By The Tail
LP, Bang! records 2006.
Από τη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά έρχονταν οι NorthwestCompany, μια garageμπάντα
που ήταν ενεργή την περίοδο ανάμεσα στα 1966 και 1974.
Τα χρόνια εκείνα κατάφεραν και κυκλοφόρησαν εφτά σαρανταπεντάρια,
συν ένα που δεν είδε…τα ράφια του δισκάδικου ποτέ.
Το 2003 ευτύχισαν να δουν να κυκλοφορεί και το πρώτο τους «άλμπουμ»,
όπου τα εισαγωγικά μπαίνουν για τον απλό λόγο ότι στην ουσία πρόκειται για μια
συλλογή όλων τους των επτάιντσων, κάποιων ζωντανών ηχογραφήσεων και μερικών εναλλακτικών
demoεκτελέσεων.
Όλα αυτά μάλλον δεν θα μας απασχολούσαν ποτέ, αν η πρώτη τους ηχογράφηση
δεν ήταν το περίπου μυθικό πλέον singleHardToCryμε το GetAwayFromItAllστη
δεύτερη πλευρά.
Δύο κομμάτια που μαρτυρούν σαφέστατα τις επιρροές τους από
πρώιμους Kinks, Whoκαι
Stones, με τους «γνώστες»
πια να μνημονεύουν τις protometalκιθάρες του HardToCryκαι την άγρια μελαγχολία του GetAwayFromItAll.
Ειδικά το δεύτερο είναι τέτοιας ποιότητας και πάστας κομμάτι
που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από ανάλογα άσματα όπως το GoingAllTheWayτων
Squires ή το Don’tLookBackτων
Remainsγια παράδειγμα, και είναι να απορεί κανείς γιατί μετά από τόσους
αιώνες garageαναβίωσης έχουν βρεθεί μόνο οι Nomads (απ' όσο γνωρίζω) να το
διασκευάσουν.
Εκεί στα 1996 και τον δίσκο TheColdHardFactsofLife, απ’ όπου πρωτοάκουσα το τραγούδι κι εγώ.
Ένα βράδυ της ίδιας χρονιάς όμως, αρκετά μίλια νοτιότερα της Στοκχόλμης
όπου δρούσαν οι Νομάδες, για να μη σας κρατάω σε αγωνιά, στη Θεσσαλονίκη και σε
ένα ιστορικό live, το GetAwayFromItAllγνώρισε
την καλύτερη του εκτέλεση, που ευτυχώς κάποιος φρόντισε να καταγράψει σε βίντεο,
απ’ όπου μπορούμε ακόμη να απολαμβάνουμε τους Hydesνα μεγαλουργούν
πάνω στη σκηνή του εγκλήματος.
Ήταν δώδεκα παρά κάτι βράδυ Κυριακής, όταν οι Driveανέβηκαν
στη σκηνή του Principalκαι ξεκίνησαν να παίζουν το SidewalkStroll.
Η μεγάλη ταλάντωση του χρόνου έφτανε πια στη μέγιστη καμπύλη
της ωθούμενη και από της στοργικές μπουνιές του Αλέξη στο μπάσο του.
Θα ολοκλήρωνε τη πορεία της δύο και κάτι ώρες αργότερα με
τους μεθυσμένους Vibratorsεπί σκηνής να συνοδεύουν τους Driveστη πιο
αλήτικη εκτέλεση του RussianRoulette
που ακούστηκε στον πλανήτη από τη μέρα τουλάχιστον που ο StivBatorsαποφάσισε
να αποδημήσει εις Κύριον…όποιος κι αν ήταν Αυτός για τον συγκεκριμένο.
Οι κραυγές των Drive, των Vibratorsκαι πάνδημου σεληνιασμένου του κοινού αμέσως μετά στο
απολαυστικά ξεκούρδιστο LouieLouie,
ήταν απλά το αντίο που αρμόζει στους ευτυχισμένους και εξευμενισμένους εκείνες
τις στιγμές θεούς του rockandroll,
αλλά και ένα αντίο από και σε καθέναν από μας στον διπλανό του και στους
μουσικούς, για αυτή την υπέροχη βραδιά.
Η μεγάλη, -όπως αποδείχτηκε- όμως ταλάντωση του χρόνου, είχε ξεκινήσει τη
πορεία της μια μέρα πριν όταν αυτή η μεγάλη παρέα αποτελούμενη από τους DarkRags, τα κορίτσια μας και
όλους τους άλλους άγνωστους σε μένα στην αρχή και πλέον φίλους που ακολουθούσαν
με έκανε να νιώθω έπειτα από πολύ καιρό και πάλι σαν ψάρι στο νερό τριγυρνώντας
στους νυχτερινούς δρόμους της πόλης μου.
Χορτασμένοι από καλό φαγητά, μεθυσμένοι από ακόμη καλύτερα
ποτά, μιλώντας για όλα και καταλήγοντας συνέχεια στο LuxInteriorτον
JeffreyLeePierceκαι τον RowlandS. Howard, ο χρόνος πήρε να
παλινδρομεί μπρος πίσω και πάνω κάτω, στον σκουπιδότοπο της μνήμης όπου
βρίσκονται θαμμένα τα πιο ευτυχισμένα μας όνειρα.
Οι SisterMamothτο απόγευμα της Κυριακής ξεκίνησαν ν’ αφήνουν πάνω του (στον
χρόνο πάντα) τη δική τους γρατζουνιά, οι Roundlightsσυνέχισαν να του δίνουν τη
συνηθισμένη τους κλοτσιά, για να έρθουν οι Ragsέπειτα και να τον ποτίσουν με ιδρώτα
και γρήγορο, πυρακτωμένο rockandroll,
τόσο που δε μπορείς να το πιάσεις γιατί θα καείς, οπότε το αφήνεις να φεύγει με
χίλια, και μαζί με τον ιδρώτα να γίνεται ποτάμι φωτεινό στη νύχτα προς την άκρη
της και την αιωνιότητα να κυλάει.
Οι Vibratorsανέλαβαν στη συνέχεια να διώξουν τη πίκρα μου που δε χώρεσε
στη λίστα των Ragsτο FoolForYou(ασυγχώρητοι), και
ποτισμένοι για χρόνια με γαλόνια χλιαρής εγγλέζικης μπύρας, παίζοντας το
μόνο πράγμα που ξέρουν και γουστάρουν, το τίμιο αφοσιωμένο PunkRockδηλαδή,
δε τα κατάφεραν καθόλου άσχημα.
Για να φτάσουμε ξανά στην αρχή του τέλους, εκεί όπου ανάμεσα
στο SidewalkStrollκαι το RussianRouletteταλαντεύονταν μέσα σε ηλεκτρικό πυρετό οι χορδές και ο
χρόνος, εκεί όπου όλα μπορούν να συμβούν, οι καράφλες να βγάλουν καινούργια
μακριά μαλλιά και μπούκλες, τα γκρίζα μαλλιά να αποκτήσουν μαύρα τσουλούφια σαν
του LinkWrayστα νιάτα του, η κόρη να χορεύει με τον μπαμπά κι ο γιός με
το ηχείο, ο χεβιμεταλάς να αγκαλιάζει συγκινημένος τον σαικομπιλά για να
τραγουδήσουν μαζί πως θα Riiiiiidethisblacklimo ‘tillI’mgone, ενόσω ο πάνκης κλέβει
και πίνει τις μπύρες τους, μπορεί σκανδαλωδώς να ΜΗΝ ακουστεί το FinalKick, και ανάμεσα σε όλα αυτά
μια μπάντα που μετράει αισίως τριαντατφεύγα χρόνια στη σκηνή μπορεί να
παρουσιάσει καινούργια της τραγούδια σαν το AlwaysTheSunκαι το WhiteKnucklesJamκι
αυτά να είναι μέσα στα πέντε-δέκα καλύτερα κομμάτια που έχει ποτέ γράψει…
Αν ήμουν μουσικός και καταλάβαινα πόση χαρά έδωσα στον κόσμο
όπως οι Driveοι Ragsκαι τα άλλα τα παιδιά χθες βράδυ, θα χοροπηδούσα το επόμενο
πρωί απ’ τη χαρά μου σας λέω…το ίδιο που κάνω και σήμερα δηλαδή όπως βγαίνω παραπατώντας
για δουλειά, ως τίποτε άλλο παρά ένας μικρός άνθρωπος μέσα σε ένα μεγάλο
κυριολεκτικά και μεταφορικά κοινό…
SisterMammoth,
Roundlights, TheLastDrive, Δημήτρης, Τόλης, Λεωνίδας,
Sidny, AlltheDarkRags, Μάριος, Πάνος, Σόφη, Αριστέα,
Λίλα, Άκης, Γιάννης, όλους όσοι ήσασταν χθες στο Principal, σας ευχαριστώ και…εις στο
επανιδείν…όσο το δυνατόν πιο σύντομα!
* Η φωτογραφία είναι παρμένη από εδώ, ενώ τα βίντεο που ακολουθούν από εδώ κι εδώ.
Μια μικρή μνεία στον GeorgePorfiris, που αν και γέννημα θρέμμα της Νέας
Υόρκης, μπασίστας για κάποια φεγγάρια των HeroineShrieksκαι FiveDollarPriest, αλλά και τραγουδιστής στους
BlackFursκαι
το δικό του σχήμα, τους Porfirio,
όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από το επίθετό του, δικαιωματικά καταλαμβάνει
και μια θέση στον ευρύτερο χώρο της «ελληνικού ενδιαφέροντος» έστω, rockσκηνής…
Έφυγε πριν λίγες μέρες έπειτα από ένα βραχυχρόνιο και μοιραίο
όπως αποδείχτηκε πρόβλημα υγείας.
Περισσότερα και ομορφότερα γραμμένα –στα αγγλικά- μπορείτε
να διαβάσετε από τον/την delarueεδώ.
Δρακουλιάρη αναγνώστη μου, ναι σε σένα μιλώ, μη κρύβεσαι
πίσω από τα μαύρα γυαλιά, το ημίψηλο καπέλο ή τον μανδύα, αφού έτσι κι αλλιώς
θα φανερωθείς, όταν θα τρέξεις να κρυφτείς από το πρώτο φως της αυγής.
Μήπως αρνείσαι ότι ακόμη και τώρα ακούς και απολαμβάνεις στα
κλεφτά τους δύο Screamin’
τον JayHawkinsκαι τον LordSuch?
Μήπως ξέχασες τον μεσονύκτιο πυρετό που σε έπιανε όταν
άκουγες τους Cramps,
και μαζί τους άγγλους αδερφούς σαν τους Meteorsτους SunglassesAfterDarkκαι
τους TallBoys?
Όχι όχι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με rockabillypsychosis ούτε με garagedisease, τουλάχιστον στο
μουσικό μέρος, στο στιχουργικό όμως…οι νυχτερίδες κάνουν πάρτι στο καμπαναριό, τα
τέρατα στήνουν χορό στο υπόγειο, ενόσω ένας βαρύτονος εγγλέζος με ύποπτο παρελθόν
στους Midnight Lycan Party ονόματι Paul Baggaley, άδει τα bluesκαι μας
θυμίζει παλιότερες ομιχλώδεις και συννεφιασμένες νύχτες του NickCave.
Όταν πρωτόπιασα στα χέρια μου τον δίσκο -έφτασε εκεί σαν δώρο, και
δίχως πριν να γνωρίζω την ύπαρξή του- και παρά τη Burroughsmania που με
διακατέχει, στάθηκα για λίγο επιφυλακτικός τόσο για την ποιότητα, όσο
και για τη χρησιμότητα του.
Όμως άρκεσαν τα λειψά οκτώ λεπτά του
εισαγωγικού Burroughs Called The Law για να πειστώ ότι εδώ δεν έχουμε
να κάνουμε με μια ακόμη αρπαχτή που προσπαθεί κι αυτή να εκμεταλλευτεί
το όνομα του "παππού όλων μας".
Η επικοινωνία αμέσως μετά τη
πρώτη ακρόαση με τον ειδικό Μπαροουζολόγο της πόλης, κύριο Ελάιτζα, που
τυχαίνει να είναι και φίλος μου, ήρθε απλά να επικυρώσει με το παραπάνω
αυτή την εντύπωση.
Οι Dub Spencer & Trance Hill είναι φανερό
ότι έκαναν αυτή την ηχογράφηση από καθαρή αγάπη και εκτίμηση στο έργο
του Burroughs, και ότι δούλεψαν με αφοσίωση τη μουσική πάνω στις παλιές
ηχογραφήσεις της φωνής, σαν να ήταν και ο ίδιος μέσα στο στούντιο να
απάγγελνε και να τους καθοδηγούσε εκείνη τη στιγμή.
Κόβοντας και
ράβοντας μέσα από κλασσικές κυκλοφορίες του Burroughs όπως το Nothing
Here But The Recordings, το Break Through In Grey Room και το Call Me
Burroughs, αλλά και κάποιες από τις ηχογραφήσεις του John Giorno, οι
ίδιοι αντιλαμβανόμενοι φυσικά τη δύναμή των λέξεων που είχαν στα χέρια
τους, αρκέστηκαν στο να δημιουργήσουν τη κατάλληλη ρυθμική-υπνωτική
υπόκρουση όπως εύγλωττα διαλαλεί και ο τίτλος, αφήνοντας σε πρώτο πλάνο
τη ραδιενεργή (με την έννοια ότι το υλικό της είναι και θα παραμείνει
ανιχνεύσιμο και ενεργό για πολλά χρόνια αφότου ο γράφων και οι
αναγνώστες θα έχουμε γίνει όλοι σκόνη) φωνή του γέρο-Bill, που ακόμη και
όσο ο ίδιος ήταν ζωντανός έμοιαζε να έρχεται από άλλους κόσμους, να μας
στέλνει μηνύματά από τις Δυτικές Χώρες και τις Πόλεις της Κόκκινης
Νύχτας.
Εγώ έτσι κι αλλιώς βάζω τις αυθεντικές "spoken word"
ηχογραφήσεις συχνά πυκνά και τις ακούω... με ηρεμεί (όπως και τη γάτα
μου που κάθεται δίπλα στο ηχείο και ακούει προσεκτικά) η φωνή του, αν
θέλετε η "ερμηνεία του", που κατά ομολογία του ίδιου σε συνεντεύξεις
του, πρόβαρε και πειραματιζόταν στον τρόπο εκφοράς για ώρες ολόκληρες,
μ' αρέσει να ψάχνω έπειτα στα βιβλία του για να βρω πως μεταφράστηκαν
αυτά που ακούω, και ναι όλα αυτά κάνουν και το βραδυπόρο μυαλό μου καμιά
φορά να σκέφτεται.
Και τώρα που το κάνω αυτό -δηλαδή να
σκέφτομαι- καταλήγω σε ένα ακόμη συμπέρασμα, στο ότι δε νομίζω να έχω
ακούσει πιο χαρακτηριστική φωνή από αυτή του παππού. Υπάρχει περίπτωση
κάποιος που την έχει ακούσει έστω και μια φορά να τη μπερδέψει ή να μη
την αναγνωρίσει?
Για να επανέρθω όμως στον δίσκο και να κλείσω, να
σας πω ότι εκτός από τα αποσπάσματα που ανέφερα λίγο πιο πάνω,
ακούγονται και κομμάτια μέσα από τα Nova Express, Naked Lunch, και The
Cat Inside, ενώ το παίξιμο των μουσικών ξεκινάει μεν απ' το Dub αλλά
μπορεί και φτάνει...παντού. Γιατί πώς να χαρακτηρίσεις κομμάτια σαν το
Last Words of Hassan I Sabbah εκεί προς το τέλος? Dubopsychedelia?!
Το σίγουρο είναι πάντως ότι φωνή και νότες κολλάνε (σ)το μυαλό ακριβώς σαν ιός απ' το διάστημα... Oiga Amigos!
Πως ίσως! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. Μήπως και νομίζεις ότι η
ανθρωπότητα δεν είναι μια σκέτη ντροπή?
-Όμως κι αυτός ο μουσικός είναι επίσης μέρος της
ανθρωπότητας…
-Άκου, Μάρτιν, είπε εκείνη ενόσω έριχνε τον καφέ στα
φλιτζάνια, αυτοί είναι που υποφέρουν για τους υπόλοιπους. Και οι υπόλοιποι δεν
είναι παρά αυτοί που επωφελούνται, κρετίνοι και πουτάνας γιοί, κατάλαβες?
Έφερε τον καφέ.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι
έμεινε σκεπτική. Ύστερα ξανάβαλε για ένα λεπτό τον δίσκο:
-Άκου, άκου αυτό.
Ακούστηκαν ξανά τα μέτρα του πρώτου μέρους.
-Καταλαβαίνεις, Μάρτιν πόσο χρειάστηκε να υποφέρει ο
κόσμος για να γίνει τέτοια μουσική?
text:
Από το «Περί ηρώων και τάφων» του ErnestoSabato, μετάφραση Μανώλης Παπαδολαμπάκης,
εκδόσεις Εξάντας 1986.
music: Wipers
– When It’s Over, Youth of America LP, Park Ave. 1981.
Όσοι βρέθηκαν χθες στο δάσος του Σειχ Σου για να πιάσουν τον
Μάη, είχαν ταυτόχρονα μια μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν τον ογκόλιθο της
αυστραλέζικης σκηνής με τις ελληνικές ρίζες Frankσε ένα αξέχαστο jamμε συνοδεία
εκλεκτά μέλη της εγχώριας blogοσκηνής,
συμπεριλαμβανομένου και τούτου εδώ.
Το σχήμα πλαισίωσε και ο ? Panένας
σύγχρονος SydBarrettπου παρά το άπειρο και πηγαίο ταλέντο του απέχει συνειδητά
εδώ και χρόνια από οποιαδήποτε δραστηριότητα και προβολή, ειδικά στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης.
Το εφήμερο αυτό supergroupόπως κάθε garageμπάντα
που σέβεται τον εαυτό της βαφτίστηκε εν τάχει TheeVerginiansέχοντας
ως πηγή έμπνευσης τι άλλο; τις κάσες με τις μπύρες Βεργίνα που συνηθίζει και
συνεχίζει να παίρνει μαζί του όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ο γνωστός και μη
εξαιρετέος RanxXerox.
Δυστυχώς όλο το οπτικοακουστικό υλικό που τραβήχτηκε από το eventπου
κυριολεκτικά μάγεψε τα πλήθη, καταστράφηκε στο τέλος της ημέρας κατ’ απαίτηση
του Frank που
ισχυρίστηκε ότι θα υπήρχε πρόβλημα με την μεγάλη αυστραλέζικη εταιρία που έχει
πρόσφατα υπογράψει, αλλά και του ? Panπου για ακόμη μια φορά θέλησε να
παραμείνει στην επικουρική του αφάνεια.
Έτσι εδώ σας παρουσιάζω τη μοναδική φωτογραφία που σώθηκε έστω
και άσχημα παραμορφωμένη τη τελευταία στιγμή εν άγνοια των δύο προαναφερθέντων,
και για να έχει η ανάρτηση νότες σας παραθέτω μαζί την διασκευή του ExecutionDayτου
SpencerP. Jones(βλέπε μια παλαιότερη ανάρτηση εδώ) από τον Gentle Ben and his Sensitive Side που
μπορεί να μη πλησιάζει στο ελάχιστο την crooner
ερμηνεία, και το πάθος του Frank όπως αυτά εκδηλώθηκαν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινού
χθες, αλλά σαν υποκατάστατο την κάνει
τη δουλειά της.