Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Hugo Race Fatalists + ΝΑΝΟΙ @ Block33 29/3/13


Γράφω λίγο γρήγορα και απρόσεκτα αυτές τις γραμμές μπας και προλάβω να προειδοποιήσω κανέναν απρόσεκτο αναγνώστη εκεί κάτω στην Αθήνα που έχει πάρει αψήφιστα ότι ο Hugo Race με τους Fatalists του θα βρίσκονται στην πόλη του, (στο Drugstore) για δύο μάλιστα βραδιές απόψε Σάββατο, και αύριο Κυριακή.
Όσον αφορά την χθεσινή τους εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη, τα 12 ευρώ που κόστιζε το εισιτήριο στην προπώληση θα έλεγα ότι άξιζαν τον κόπο ακόμη και αν έβλεπα μόνο τους δικούς μας Νάνους και τους Sacri Cuori που έπαιξαν κάποια δικά τους κομμάτια πριν μεταμορφωθούν εκεί γύρω στα μεσάνυχτα σε Fatalists για να συνοδέψουν τον Hugo Race.
Οι ΝΑΝΟΙ από την πρώτη τους συναυλία στο Καπάνι που είχα την τύχη να δω, πριν κανα δεκαπέντε χρόνια (θέλω να γράψω κάποτε κάτι για αυτήν), με πολλές νομίζω αλλαγές στην σύνθεση τους από τότε, όποτε τους πετυχαίνω όλο αυτό το διάστημα μου φαίνονται όλο και καλύτεροι. Όσο για την κιθάρα του Ασκληπιού, τα λόγια περιττεύουν.
Οι Sacri Cuori από την άλλη με το Μορικονικό μεσογειακό surfο-κάτι-άλλο που παίζουν ήταν ότι έπρεπε για να προϋπαντήσουν στην σκηνή τον Hugo.
Φοβεροί μουσικοί και οι τρεις τους, αλάνθαστος και γεμάτος φαντασία ντράμερ, αγέλαστος και άρχοντας του ρυθμού μπασίστας, και ο με όλη την σημασία της λέξης κιθαρίστας, απέδειξαν αν μη τι άλλο πόσο τυχερός είναι ο αγαπητός Hugo που τους έχει για μπάντα του.
Όταν πια μετά από ένα τελευταίο δικό τους, ο Link Wray συναντά τον Nino Rota κομμάτι, ανέβηκε και ο Hugo στην σκηνή, και ξεκίνησαν να παίζουν το Dopefiends, συνειδητοποίησα πόσο τυχερός ήμουν κι εγώ, που έκλεινε τόσο όμορφα μια εβδομάδα που ξεκίνησε με νοσοκομεία και καρδιογραφήματα.
Έτσι με μια συναυλία που όμοιά της είχα να θυμηθώ χρόνια, με την ερχόμενη από την μεγάλη του rock and roll σχολή φωνή του Hugo να τραγουδάει και να λέει τις ωραίες ιστορίες του όπως προλόγιζε τα κομμάτια, τα δίχως πένες δάχτυλα αυτού και του Ιταλού κιθαρίστα να ερωτοτροπούν με τις χορδές, και τους δύο ρυθμοκράτες να γεμίζουν τον ήχο έτσι που ούτε μια big band δεν θα μπορούσε να το κάνει… 
Very sweet feelings tonight in Thessaloniki, very sweet feelings είπε σε κάποια παύση ο Hugo και ήταν σαν να μίλησε εκ μέρους της ταλαιπωρημένης τελευταία καρδιάς μου. Από τα βάθη λοιπόν αυτής ένα μεγάλο ευχαριστώ, στον Hugo, τους Sacri Cuori και τους Νάνους…Σας αφήνω τώρα αγαπητά μου παιδιά, πάω να κάνω μια επανεξέταση και μαζί μια ανακατάταξη στην μνήμη μου για να προσθέσω το χθεσινό, στο τοπ 10 των καλύτερων live που έχω δει. 

more orphan race

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

this ain't rock 'n' roll


Suralin…σουραύλια…σουραλίν…μαστουραλίν…Αχ Suralin…αν όλο το A General Dogsbody ήταν κάπως έτσι…και τι δεν θα ‘δινα…Bright Black Morning Light…το βλέπω...σε νιώθω Σουραλίν μου… 

bandcamp

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

slow down take a look (take two)


It is only with the heart
One can see
Rightly
You know this world is movin
Just a little bit too fast
You 've got to slow it down
Slow it down
And if you let your heart be your guide
I believe you 're gonna do alright
Slow down
Take a look

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

making a long story song

Κουλτούρα και για σήμερα στο μπλογκ που προσπαθεί όχι πάντα με επιτυχία, να ισορροπήσει ανάμεσα σ’ αυτήν (την κουλτούρα) και τον χουλιγκανισμό.
Υπεύθυνα του καλλιτεχνικού προγράμματος δύο συγκροτήματα της Νέας Υόρκης από τα τέλη των 60’s.
Πρώτοι θα περάσουν στη σκηνή, οι δεν έχω να προσθέσω τίποτα εγώ ο ταπεινός πάνω στο όνομά τους, Velvet Underground, με τον δεύτερό τους δίσκο White Light/White Heat (1968) όπου στρώνουν το υπνωτικό τους χαλί για να πατήσει πάνω του ο John Cale και να μας αφηγηθεί μονοκοπανιά και μάλλον περισσότερο υπνωτικά, την ασυνήθιστα μεγάλη για τραγούδι, ιστορία ενός πακεταρισμένου –φυσικά- δώρου που έγραψε ο έτερος Καππαδόκης Lou Reed. Μια άλλη φορά ίσως πούμε και για το πώς αυτό το τραγούδι κάμποσα χρόνια αργότερα μπλέχτηκε σε αλλουνού συγγραφέα την ιστορία, και γέννησε ακόμη ένα τραγούδι μιας άλλης μπάντας, αλλά αυτό είναι…μια άλλη άλλη μεγάλη ιστορία. Προς το παρόν εσείς μπορείτε να διαβάσετε το πάθημα του Waldo Jeffers για τον μεγάλο του έρωτα, την Marsha Bronson όπως το κατέγραψε ο Lou Reed εδώ.

Αφού ευχαριστήσω τον φίλο (Νικ!) που μου έδωσε την ιδέα για το Gift, σειρά έχουν οι Insect Trust, και παρακαλώ το χειροκρότημα σας και για αυτούς τους αφανείς συμπολίτες των Velvetμιας που και αυτονών ο άθλος δεν είναι μικρότερος.
Αυτοί λοιπόν καταφέρνουν αφού πρώτα έχουν πάρει τ’ όνομά τους από το Naked Lunch του Burroughs, να το συνδέσουν και με το αδερφό τέρας -δίπλα στον παππού- της μεγάλης λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα, και γνωστό λάτρη των μεγάλων ιστοριών -τόσο που συνήθως οι πεντακόσιες πρώτες σελίδες να είναι απλά το ζέσταμα- (υπερβολές), τον Thomas Pynchon.
Δεν επιλέγουν το αδύνατο, να μελοποιήσουν δηλαδή κάποιο πεζό κομμάτι ενός βιβλίου του, αλλά ένα από αυτά τα τραγουδάκια που όσοι έχετε διαβάσει κάποιο απ’ τα βιβλία του Pynchon σίγουρα θα θυμόσαστε ότι συνηθίζει σε ανύποπτο χρόνο να βάζει τους ήρωές του να τραγουδούν.
Μέσα από τον δεύτερο δίσκο των Insect Trust, το Hoboken Saturday Night (1970) το τραγούδι The Eyes of a New York Woman, σε μουσική δική τους και στίχους μέσα από το πρώτο βιβλίο του Pynchon, το V που αν και δεν το έχω διαβάσει ακόμη δυστυχώς, πιστεύω ότι είναι μέσα στο πνεύμα του (αν αυτό μπορεί να προσδιοριστεί) και θα άρεσε και στον ίδιο όταν (και αν) το άκουσε.
Τους στίχους μαζί με αρκετούς άλλους από τα τραγούδια που ξεπετάγονται είπαμε στο άσχετο σε όλα τα βιβλία του, μπορείτε να τους βρείτε –κάτω κάτω- εδώ


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

a shout in the street

 
      - Η ιστορία, είπε ο Στήβεν, είναι ένας εφιάλτης απ’ όπου προσπαθώ να ξυπνήσω.
  Τα παιδιά από το γήπεδο βγάλανε μια κραυγή. Ένα διαπεραστικό   
  σφύριγμα·γκόλ.
  Τι θα γινόταν αν αυτός ο εφιάλτης σου έδινε μια κλωτσιά στα πισινά;
- Ανεξευρεύνητοι αι βουλαί του Κυρίου, είπε ο Ντήζυ. Όλη η ιστορία οδεύει προς
  ένα μεγάλο τέλος, την αποκάλυψη του Θεού.
  Ο Στήβεν έδειξε το παράθυρο με τον αντιχείρα λέγοντας:
- Αυτό είναι ο Θεός.
  Ζήτωωωω! Ε! Ζήτωωωω! 
- Τι; ρώτησε ο Ντήζυ.  
- Μια κραυγή στο δρόμο, απάντησε ο Στήβεν σηκώνοντας τους ώμους του.

text: James Joyce Ulysses (1922), στα ελληνικά: Οδυσσέας, μετάφραση Σωκράτης Καψάσκης, εκδόσεις Κέδρος 1990. 
music: Slug Guts – Howlin’, Howlin’ Gang LP, Sacred Bones 2011.


Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

in my dreams


Το περίεργο με την διασκευή του In My Dream του παντοτινού ωραίου τρελού Screamin’ Jay Hawkins από τους Earls of Suave είναι ότι πλησιάζει περισσότερο στο «παλαβό» πνεύμα του δημιουργού του, έτσι όπως τον έχουμε όλοι στο μυαλό απ’ ότι το πρωτότυπο. Κι αυτό γιατί ενώ ο Screamin’ Jay επιλέγει να αφηγηθεί τους ερωτικούς φόβους που αναστατώνουν το όνειρό του, σχετικά ήρεμα και νωχελικά για τα στάνταρ τα δικά του, αφήνοντας πίσω τις ακρότητες του I Put A Spell On You, που πιθανόν να έκαναν τα πράγματα σχετικά με την λεγάμενη, χειρότερα, οι Earls of Suave με τον Bal Croce –σαν Marquis De Suave- των Sting-Rays μπροστά στο μικρόφωνο, αλλά και τον Mark Hosking, επίσης πρώην Sting-Ray, και νυν και αεί Flaming Star, στην κιθάρα, μαζί με όλη την υπόλοιπη παρέα των Flaming Stars και την κάβα της –φυσικά- παρούσα (Max Decharne, Paul Dempsey, Joe Whitney, Johnny Tub Johnson), εκτελούν το In My Dreams (ναι αυτοί βλέπουν πολλά όνειρα, εξού και το s στο τέλος), όπως περίπου θα περίμενε να το ακούσει κανείς από τον άνθρωπο που απείλησε θεούς και δαίμονες τόσο ανατριχιαστικά πειστικά στο I Put a Spell on You….άντε και με λίγο (?) παρανοημένο Elvis στην ατμόσφαιρα.
Πράγμα φυσιολογικό αν σκεφτεί κανείς ότι πέρα από τους σεσημασμένους τρελούς του rock and roll με το προσωνύμιο Screamin’ μπροστά (Jay Hawkins και Lord Sutch) είναι μετρημένες οι περιπτώσεις που τους συναγωνίζονται στη (ωραία είπαμε) παλαβομάρα, και μια απ’ αυτές είναι σίγουρα οι άξιοι απόγονοί τους Sting-Rays, του Μαρκησίου Bal Croce, μαζί με όλα τα παρακλάδια τους, όπως οι Bananamen, οι Ug and the Cavemen, και βέβαια οι Earls of Suave.
Από το 1965 λοιπόν και τον δίσκο The Night and Day of Screamin’ Jay Hawkins το πρωτότυπο, και από το 1994 και το ομώνυμο δεύτερο single των Earls Of Suave, η διασκευή…Είχε προηγηθεί το επίσης επτάϊντσο A Cheat, ενώ την ίδια χρονιά με το In My Dreams είχε βγει και ο μοναδικός δίσκος αυτής της ιεράς συμμαχίας των Sting-Rays με τους Flaming Stars, αποτελούμενος κυρίως από διασκευές, με τον αναμενόμενο γι’ αυτούς τους τύπους τίτλο: The Basement Bar At The Heartbreak…Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα επανέρθω τόσο με τον ScreaminJay όσο και με κάποια απ’ τις πολλές τρέλες που έχουν σκαρώσει οι Sting-Rays…ως τότε ‘σεις ψάχτε το…


Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Little Green Fairy - A Light House In The Darkness

Self Released
2013

Αφήστε απ’ έξω το κακό εξώφυλλο – γραφίστα αγόρι μου γκαραζοψυχεδέλεια είπαμε, όχι γκαραζοφατμαγκιούλ-, αφήστε έξω και τις δύο άτοπες και αχρείαστες διασκευές στο I Believe in Miracles και το I Wont Let It Happen των Ramones, τι μας μένει?
Μας μένουν 7 δικά τους τραγούδια…αφαιρούμε τα 4 απ’ αυτά όχι γιατί είναι άσχημα, κάθε άλλο, ίσως σε άλλες εποχές να την έβγαζα όλη την μέρα ακούγοντας αυτόν τον δίσκο ολόκληρο και μουσκεύοντας μέσα στο –δρύινο παρακαλώ- βαρέλι μου, παίρνοντας το απολαυστικό παρατεταμένο μπάνιο μου μέσα στο παλιωμένο και ειδικό για την επιδερμίδα μείγμα από γράσο και λυσεργικό οξύ που θα είχε παρασκευάσει ο γκουρού μου ο Γουλουμούλου Γκάουγκερ, ο οποίος παρεμπιπτόντως θα κρεμόταν από το μούσι του στο ταβάνι κοιτάζοντας με βλοσυρός, και θα κατέβαινε από κει σαν αράχνη -επ’ ουδενί άλλον λόγο, παρά μόνο- για να κάνει τούμπα τον δίσκο στο πικ απ.
Επειδή όμως έχει καιρό που ο Γουλουμούλου το έσκασε παίρνοντας μαζί και το βαρέλι με το μείγμα, κι εγώ απ΄ την στεναχώρια μου δεν είμαι για πολλά πολλά, κρατάω και ακούω ξεροσφύρι και στεγνός το Ive Never See The Light, το Seven Gates Of Hell, και το Burning Soul, λαμπρά δείγματα και τα τρία τους, το πώς μπορούν οι Γαλάτες να αφομοιώνουν τις διδαχές του απόκρυφου Κατά Roky Erickson Ευαγγελίου…το έχουν αποδείξει άλλωστε και στο παρελθόν όταν στα χνάρια του Roky, έγραψαν το Κατά Μάρκον Enbatta Ευαγγελίου…Vietnam Veterans εντ σταφ…γιου νοου…


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Naked Prey


Απόψε λέω να πάμε μια βόλτα, μη ρωτάς για πού, μόνο άρπαξε μια πέτρα και πέταξε την όσο πιο μακριά μπορείς, μετά απλά σήκω και προχώρα μπροστά, η απάντηση δεν πλανιέται στον άνεμο, η απάντηση βρίσκεται σ’ αυτή την ίδια σου την κίνηση.
Ούτε να σκεφτείς πιο είναι το τίμημα, όποιο και να είναι θα το πληρώσεις, εσύ δεν έλεγες πάντοτε «μακάρι να υπήρχε κάποιος που να μπορούσες να του πεις: πάμε να φύγουμε από εδώ?»
Σε κείνες τις μέρες που τελικά μπορεί να μύριζαν κρασί και τριαντάφυλλα, αλλά κάπου από κάτω, απ' το υπόγειο, ερχόταν και έσμιγε μια μυρωδιά νωπού κρέατος και σκληρού οινοπνεύματος.

Το ότι ο Van Christian υπήρξε ντράμερ των Serfers, της μπάντας δηλαδή που ξεκίνησε από το Tucson της Αριζόνα και λίγο αργότερα με κάποιες αλλαγές στην σύνθεσή της έγινε γνωστή σαν Green On Red, αντί να εξηγεί ίσως μπερδεύει τα πράγματα. Αντίθετα η παρουσία του Dave Seger, κιθαρίστα των Naked Prey, στην σύνθεση των Giant Sandworms που λίγο αργότερα έκοψαν το worms και έγιναν απλά Giant Sand, όπως και του ντραμερ Tom Larkins στα τύμπανα των τελευταίων, νομίζω είναι περισσότερο διαφωτιστική.
Κι αυτό γιατί οι Naked Prey (άραγε πήραν τα’ όνομά τους απ’ την ομώνυμη ταινία?) πριν το ρίξουν κι αυτοί στην δύση της καριέρας τους στη country και το blues, είχαν επίσης μικρή σχέση μουσικά με το paisley underground όπου πολλές φορές μάλλον λόγο των φίλων τους τσουβαλιάζονται, και σίγουρα πολύ μεγαλύτερη με το θυελλώδες desert rock των πρώτων δίσκων των Giant Sand.
Αλλά και πάλι…πώς να χωρέσει εκεί ένας δίσκος σαν το Under the Blue Marlin? Αυτό δεν είναι θύελλα, αυτό είναι ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο, σημάδι στον ουρανό και προμήνυμα, ότι έρχεται η μέρα…της κρίσεως.
Πριν πάμε εκεί όμως να πούμε για τα προεόρτια, τον ομώνυμο πρώτο τους δίσκο σε παραγωγή του Dan Stuart και στην εταιρία Down There του Steve Wynn, όπου ξεκινούσε με το…desert hip hop του Flesh on The Wall, και έπειτα έριχνε μερικές προειδοποιητικές βολές για το τι έμελε να ακολουθήσει στον επόμενο, με κομμάτια σαν το The Story Never Ends και βέβαια το δεν χωράει πουθενά No Place to Be



Και τώρα μπορούμε να περάσουμε στο κυρίως πιάτο, όπου όμως θέλει προσοχή μιας και πρόκειται για ωμοφαγία, οπότε τα ευαίσθητα στομάχια καλά θα είναι να αποχωρήσουν, και το όνομα αυτού…Under The Blue Marlin.
Ένας δίσκος που ακούγεται λες και ο διάολος συγκέντρωσε τέσσερις απ’ το σινάφι του, ή μάλλον πέντε αν βάλουμε μέσα και τον παραγωγό, και δικαίως όπως θα δούμε παρακάτω όπου θα μάθουμε το όνομά του, συγκέντρωσε πέντε λοιπόν απ' το σινάφι του για ένα τελευταίο γλέντι.
Μια πεντάδα απένταρη που κατεβαίνει αγκαλιασμένη ένα ένα τα σκαλιά για την πιο βαθιά και πιο καυτή τρύπα της κόλασης τραγουδώντας, και αυτό της το τραγούδι τυχαίνει να είναι το εναρκτήριο του δίσκου, το The Ride. Θα καεί το πελεκούδι απόψε, μαζί του και μεις…τι χαρά...Ain't no use to talkin' about it...I'm gonna burnin' to the ground...to the ground...take me home. 
Στο ενδιάμεσο, μέχρι το τελευταίο τραγούδι, δεν υπάρχει δευτερόλεπτο που να περάσει δίχως η ένταση και η λύσσα να κοπάσουν. Ακόμη και στα αργά bluesy κομμάτια σαν το A Stranger και το Train Whistle, -για να μη μιλήσουμε για το τραγούδιάντασμα της ερήμου How I Felt That Day- η γδαρμένη απ’ τον άνεμο και το ποτό φωνή του Christian, δεν αφήνει ποτέ το πράγμα να κατρακυλήσει σε ένα ακόμη rock μελό, και όσον αφορά την με ακόμη περισσότερο γρέζι κιθάρα του Seger, αλλά και του Christian που του κρατάει τ’ ακόρντα, μιας που όπως καταλάβατε είχε αφήσει πίσω του τα ντραμς από καιρό και έπιασε το μικρόφωνο και την κιθάρα, όσο για τις κιθάρες τους, εκεί που λες ηρέμησε το κακό, πέρασε η καταιγίδα, πετάγoνται ξανά και ξανά απ' την τρύπα τους σαν φίδια φαρμακερά μέσα απ' τα ηχεία. 
Η διασκευή τους στο Dirt των Stooges, πέρα του ότι είναι από τις καλύτερες και πλέον πετυχημένες που έχουν γίνει σε κομμάτι αυτής της μπάντας –και είναι πάρα πολλές, αμέτρητες σχεδόν- δείχνει και την ηθική και κιθαριστική διαπαιδαγώγηση των λαμπρών αυτών νέων. Do you feel it? 
Και αφού γεμάτοι ουλές δαγκωνιές και γρατζουνιές, (είχε βγάλει δίσκο ο Μαρκήσιος ο Ντε Σαντ και δεν το είχα πάρει χαμπάρι? απορία αναγνώστη) περήφανα παράσημα της βόλτας που λέγαμε στην αρχή, φτάνουμε στο τέλος του δίσκου, όπου η παρέα κι αυτή με φανερά πάνω της τα σημάδια της μάχης εχμ της βόλτας, έχει αναδυθεί στην επιφάνεια της γης, και χάνεται κάτω απ’ την απονιά του γκρίζου ουρανού, αποχαιρετώντας μας με έναν rock and roll ύμνο χωρίς προηγούμενο, που αν τον είχε γράψει ο Neil Young ή οι Pearl Jam (νομίζω θα μπορούσαν αμφότεροι) ας πούμε, θα τραγουδιόταν και θ' ακουγόταν ακόμη σε στάδια, ραδιόφωνα, μπαρ και μπάνια ανά τον κόσμο. Ναι τέτοιο τραγούδι είναι το What Price for Freedom, ένα από τα πιο αγαπημένα μου.
Πίσω απ’ τη κονσόλα και σε ρόλο θηριοδαμαστή, με καρέκλα και μαστίγιο στα χέρια για να προστατευτεί απ’ τα άγρια θεριά, το σκηνικό συμπληρώνει ο σεσημασμένος και πολύ γνώριμος μας Paul B. Cutler.
Η μόνη ένσταση είναι στο εξώφυλλο. Αυτός ο δίσκος θα έπρεπε να έχει το εξώφυλλο και τον τίτλο του αμέσως επόμενου άλμπουμ τους, του 40 Miles From Nowhere, αλλά αυτά είναι για να γεμίζει η σελίδα με λέξεις…Μιας που είπα για το 40 Miles…κι εδώ τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε…το σκυλί το μαύρο και το άραχνο του εξωφύλλου (από τα καλύτερα που έχω δει τουλάχιστον εγώ, όχι σκυλιά, αλλά εξώφυλλα) θα έπρεπε να συνοδεύεται με ένα προειδοποιητικό στικερ: προσοχή ο σκύλος δαγκώνει, και μάλιστα άσχημα!




Ο πνιγμένος από τα μπουκάλια πιάνεται λέει ο Jim Thompson και μάλλον δεν υπάρχει πιο ταιριαστό soundtrack για να τον διαβάζεις από τους δίσκους των Naked Prey, άντε μαζί με το The Killer inside me των Green on Red…έτσι και ο Van φρόντισε και πιάστηκε από ότι μπουκάλι βρήκε μπροστά του την μοναδική φορά που επισκέφτηκε την πόλη που ζω, και αυτά τα μπουκάλια έτυχε να περιέχουν ούζο, οπότε στην σκηνή του, Αχίλλειον νομίζω το λέγανε το σινεμά που παίξανε, είδαμε τους Naked Prey featuring Van Christian on μπόλικο ούζο, και σε συνδυασμό με τους κλασικούς συναυλιοχαλαστές της εποχής από κάτω, το live απείχε πολύ από αυτό που είχα ονειρευτεί…αλλά ακόμη κι έτσι, Van Christian είναι αυτός, το τραβάει το κακό σαν ήρωας ταινίας απ’ τα παλιά, εδώ τα κατάφερε και μπήκε μέχρι και στην φυλακή αργότερα…
Πριν απ’ αυτό όμως, και μετά τους Naked Prey, είχε ξαναδοκιμάσει μια πιο ήρεμη βόλτα στις αχανείς ερημιές, με τους Friend of Dean Martinez.
Τελευταία όπως έμαθα και σας μαρτύρησα λίγες αναρτήσεις πριν, συμμετέχει ύστερα από πολυυυυύ καιρό σε δίσκο, το Mexico City Blues των2Hurt.
Δεν ξέρω τι μπορεί να δώσει άλλο ο Van σήμερα., πάντως ακόμη και στο ξεψύχισμα των Naked Prey, το Then I Shoot Everyone, στάθηκε τουλάχιστον αξιοπρεπής, και η περίπτωση των Friend of Dean Martinez αμέσως μετά, δείχνει τον δρόμο για το που θα μπορούσε να το πάει. Όπως και να ‘χει είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Βλέπετε αυτός μπόρεσε κάποια στιγμή να φτιάξει έναν τουλάχιστον δίσκο, που να ‘ναι κυριολεκτικά μια γυμνή λεία και μαζί μια γυμνή προσευχή στο ψαλτήρι του rock and roll, και υπάρχει πάντοτε εκεί για όποιον βασανισμένο ή μη την αναζητήσει.
Η ιστορία και η πείρα μας διδάσκουν ότι αυτά μόνο μια φορά σε ολόκληρη την ζωή γίνονται και ειδικά από τους ίδιους δημιουργούς, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, ας μη ζητάμε το αδύνατο.
Σίγουρα όμως ακόμη και σήμερα ο Van δεν ανήκει σε κείνους εκεί που μισούσε ο Jim Thompson, αυτούς  που ονόμαζε ένα μάτσο γεροκλαψιάριδες με δακρυοσακούλες αντί γι’ άντερα. 

Jim Thompson είπα πάλι ε? Ε λοιπόν αυτό είναι ένα απ’ τα καλά των blog, των περιοδικών, των εφημερίδων και λοιπά…ότι μπορείς να κολλάς δίπλα δίπλα τις δικές σου μαλακίες με τα λόγια ενός τύπου σαν τον Jim.
Και να κλείνεις αυτόν τον χαιρετισμό σου προς τον Van The Man Christian, παραφράζοντας πάλι τον Thompson, από το βιβλίο του το Ξεπάστρεμα (The Kill Off, μάλλον αυτός είναι ο πιο ταιριαστός τίτλος για να αντικαταστήσει –φαγώθηκα να το αλλάξω- τον Under the Blue Marlin)…
«H μουσική δεν φεύγει ποτέ, Van. Η μουσική δε φεύγει ποτέ…»
Όποιο κι αν είναι το τίμημα…



Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Der Trinker


Δεν έχω αναφέρει ποτέ ως τώρα ότι στον κάτω όροφο του ιδρύματος διαμένουν κάμποσοι φυματικοί, άλλοτε σύντροφοί μας, σε απομόνωση. Αυτούς τους ταΐζουν κάπως καλύτερα και δεν τους βάζουν να δουλεύουν, ώσπου να πεθάνουν – εννοείται.
Τους έχουν δώσει κάτι κουπάκια για να φτύνουν μέσα. Καθώς οι κανόνες της απομόνωσης δεν είναι ιδιαίτερα αυστηροί και καθώς εγώ ειδικά έχω το ελεύθερο να κυκλοφορώ όπου θέλω μέσα στο κτίριο, δεν μου είναι δύσκολο να ξεκλέβω πότε πότε κανένα κουπάκι. Καταπίνω το περιεχόμενό του, έχω ήδη κατεβάσει δύο τρία και θα συνεχίσω. Α, όλα κι όλα· δεν θέλω να γεράσω εδώ μέσα, δεν θέλω να ψοφήσω σιγά σιγά. Θέλω να επιλέξω εγώ τον θάνατό μου, σαν ελεύθερος άνθρωπος. Είμαι βέβαιος πως έχω ήδη κολλήσει φυματίωση. Έχω συχνά τσιμπήματα στο στέρνο και βήχω πολύ. Αλλά δεν το λέω σε κανέναν, την κρύβω την αρρώστια, θα φτάσει στο τελευταίο στάδιο, να μην μπορούν με τίποτα να με σώσουν. Ύστερα, όταν θα με βάλουν κι εμένα με τους άλλους αρρώστους και θα ‘ναι κοντά η ώρα μου να πεθάνω, θα ζητήσω να δω τον αρχίατρο και θα του πω: «Κύριε αρχίατρε, σας έβαλα σε πολλούς μπελάδες, είμαι βέβαιος πως έχετε θυμώσει πολύ μαζί μου και δεν θα με συγχωρέσετε ποτέ, που με τη συμπεριφορά μου διέψευσα τη γνωμάτευσή σας κι έτσι διασαλεύθηκε εξαιτίας μου η φήμη σας ως ψυχίατρου στα δικαστήρια. Όμως τώρα που είμαι πια κοντά στον θάνατο, δώστε μου τη συγνώμη σας και κάντε μου μια τελευταία χάρη». Κι εκείνος θα με συγχωρήσει γιατί θα είμαι πια ένας μελλοθάνατος, και σ’ έναν μελλοθάνατο δεν αρνείται κανείς καμία χάρη, κι έτσι θα ρωτήσει ποια είναι αυτή η χάρη που ζητάω. Κι εγώ θα του πω: « Κύριε αρχίατρε, πηγαίνετε στο ιατρείο, παρακαλώ, και φτιάξτε εσείς ο ίδιος για χάρη μου ένα ωραίο σναπς με οινόπνευμα και νερό – ένα πορήρι γεμάτο. Όχι δυνατό, να πέσω αμέσως κάτω σαν την άλλη φορά, φτιάξτε το έτσι που να μου μείνει λιγάκι απόλαυση – η τελευταία!».
Κι εκείνος θα μου κάνει το χατίρι, θα μου φέρει το σναπς και θα πιω ξανά, ύστερα από τόσα χρόνια στέρησης, θα αδειάσω το ποτήρι αργά, γουλιά γουλιά, αργά αργά θα γευτώ την ατελείωτη ευτυχία. Θα είμαι πάλι νέος, θα δω την πλάση να ανθίζει, θα δω όλα τα καλοκαίρια μαζί, ωραία τριαντάφυλλα θα δω, κι όλα τα δροσερά κορίτσια της νιότης μου. Μια απ’ όλες θα έρθει κοντά μου, θα γονατίσει, θα γείρει το ωχρό της πρόσωπο στο δικό μου, θα το σκεπάσει με τα σκούρα μαλλιά της. Το άρωμά της θα με μεθύσει, θ’ ακουμπήσει και τα χείλη της στα δικά μου, δεν θα είμαι πια γέρος κι άσχημος, θα είμαι νεός, ωραίος. Θα με τραβήξει η βασίλισσά μου επάνω της, και θα χαθούμε μαζί στη λήθη αυτή, την αιώνια!
  Αν είναι έτσι η τελευταία μου ώρα, τότε θα πω πως ήταν ευλογημένη η ζωή μου ολόκληρη, και δεν ήταν μάταιος ο πόνος. 

image: Honore Daumier – Billiard Players (The Drinker)
text: Hans Fallada Der Trinker (1950), στα ελληνικά: Ο Πότης, μετάφραση Έμη Βαϊκούση, εκδόσεις Κίχλη 2013. 
music: Fats Domino – Blueberry Hill, 7” single, Imperial Records 1956.  

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

make it rain



Για εκείνο το χαμένο συναίσθημα της πληρότητας, αλλά και της γλυκιάς μελαγχολίας από την ενστικτώδη κατανόηση του εύθραυστου και εφήμερου της στιγμής, που ανέδυε η γη μαζί με τη μυρωδιά του χώματος μετά την βροχή…όταν περπατάς πάνω του και είσαι παιδί και μπαίνει η άνοιξη, και όλος αυτός ο κόσμος –ο μικρός ο μέγας- είναι δικός σου.
Για το κενό της φετινής που έρχεται σιγά σιγά, το κενό που πλέουμε μέσα του.
Και για τη μαυρίλα που έχει εγκατασταθεί για τα καλά και δεν λέει να φύγει μέσα στο μυαλό.
Τους φίλους που έχουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κι εγώ έχω ξεμείνει στο πέμπτο, το πιο μακρινό.
Τ’ αδέρφια Reid, τους δύο Σκοτσέζους που ήταν ευτυχισμένοι όταν έβρεχε και το τραγούδησαν ωραία.
Τα τσιγάρο που βράχηκε. Το νερό στο παπούτσι. Τη σταγόνα στο πρόσωπο. Τον δρόμο ποτάμι…ακόμη κι αυτό όμως βγαίνει στη θάλασσα.
Γιατί όλοι κάπου, κάποτε ακούσαμε τα σκυλιά της βροχής να ουρλιάζουν κάτω απ’ τα μαύρα σύννεφα, και είδαμε όλες τις γέφυρες να καίγονται -ή μήπως είμασταν εμείς οι εμπρηστές?-, και νιώσαμε…Stranger in the rain…και σαν βρεγμένες γάτες.
Και βρέχει ακόμη -πάντα- στις φτωχογειτονιές, ψεύτη κόσμε, μα ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται λέγανε στο χωρίο, κι όταν πιάνει να βρέχει και πρέπει να προχωρήσεις, προχώρα ίσα μέσα στην βροχή αφού όσες προφυλάξεις να πάρεις στο τέλος θα βραχείς, λέγανε παλιά, μίλια μακριά και ανατολικά οι Σαμουράι στο Hagakure.
Οι μύγες τσιμπάνε το καλοκαίρι πριν την βροχή, και μου έλεγε ο παππούς «θα βρέξει».
Και το χειμώνα κάθε που είναι να γυρίσει ο καιρός, με γδέρνει μια βαθιά παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου.
Για όλους τους ιθαγενείς του κόσμου που επιμένουν αν χορεύουν τον χορό της βροχής, κρατώντας έτσι, παράδοξο αυτό αλλά αληθινό, τις παλιές φωτιές αναμμένες.
Ενόσω οι φρεσκοξυρισμένοι ατσαλάκωτοι  που μας ορίζουν έχουν ξεχάσει πότε βράχηκαν –όχι στο βρακάκι τους- για τελευταία φορά.
Και εντάξει να ‘σαι στεγνός από ψιλά κι από τσιγάρα, από συναισθήματα όμως?
Μέχρι να βρέξει μη ψάχνεις για καταιγίδες, μη μετράς τις απώλειες μέχρι να έρθει ένας –ο- πόλεμος.
Με κρωγμούς φεύγουν τα πουλιά πάνω στον μαύρο ουρανό, οι άνθρωποι σιωπούν, πονάει το αίμα μου απ’ την αναμονή.
Για όλους τους λόγους που απαριθμεί ο μπαρμπα Τομ, και μπορώ να σου βρω χίλιους άλλους, μικρούς και μεγάλους.
Γιατί –μετά την μεγάλη φωτιά βέβαια- μια βροχή θα μας σώσει…κι ας είναι αυτή σκληρή…
Καλώς να πέσει λοιπόν…
Κάτι ακόμη...μέχρι το τέλος, θα θέλω να μάθω, έχεις δει ποτέ την βροχή?
Make it rain.


Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Marble Orchard - No Way Home

 
Οι Marble Orchard ήταν η συνέχεια των Surf Trio (οι οποίοι μεταξύ μας ήταν...τέσσερις), που άφησαν πίσω τους 5-6 δίσκους, αλλά εγώ τους θυμάμαι για τον πρώτο τους, το Almost Summer που είχε βγει στην Voxx το 1986.
O Ron Klein, φωνή, κιθάρα και βασικός συνθέτης των Surf Trio, στα τέλη των 80’s και μάλλον μετά από μια προσωρινή παύση εργασιών, μιας που ακολούθησαν αρκετές σποραδικές επανεμφανίσεις τους, φόρμαρε τους Marble Orchard.
Υποθέτω πήραν τα’ όνομά τους από το ομώνυμο, δωδέκατο τραγούδι που κλείνει κιόλας και τον δίσκο Cybernetic Dreams Of Pi (1983), των Slickee Boys, (ή μήπως από το ξεχασμένο ψυχο-garage τραγούδι των Graveyard Five από τα 1968?) για να έχουμε και ένα ακόμη σημείο αναφοράς, μαζί με το παρελθόν πάνω στην κόψη του κύματος του Klein, συν του ότι ήταν γέννημα θρέμμα του Όρεγκον, και φυσιολογικά αποτέλεσαν κομμάτι της φοβερής garage σκηνής του Pacific Northwest, δηλαδή μπάντες σαν τους Dead Moon, τους Miracle Workers, και τους Mono Men. Και μη ξεχνάμε ότι εκεί γύρω ήταν και το λημέρι των Wipers

Απ’ όσο γνωρίζω θα πρέπει να έβγαλαν 3 LP και μερικά singles στην βραχύβια πορεία τους, και την επιτυχία τους μπορείτε να την φανταστείτε τώρα που σας λέω ότι δεν βρήκα έστω μια φωτογραφία της μπάντας στο δίκτυο να βάλω για την ανάρτηση. Η μάλλον βρήκα σε κακή ανάλυση το οπισθόφυλλο ενός από τα σινγκλάκια τους που βλέπετε.
Τέλος πάντων είναι σκληρή πάρα πολλές φορές η μοίρα και στο rock and roll
Το καλύτερό τους τραγούδι μαζί και το πιο αγαπημένο μου ήταν και παραμένει το grungy ψυχεδελικό Angel Of The Night από τον δίσκο Agent Invisible (1992), αλλά επειδή αυτό το έχω ήδη παρουσιάσει παλιότερα, είπα να ξεθάψω ένα κομμάτι τους μέσα από το πρώτο νούμερο εκείνης της ωραίας σειράς των επτάϊντσων της Estrus records, Tales From Estrus που έφτασαν μέχρι το νούμερο τρία.
Εκεί λοιπόν, στο Tales from Estrus Vol.1 (1990), ανάμεσα στους Nightkings, τους Ultra 5, και τους Mummies, που μοιράζονται το υπόλοιπο EP, υπάρχει και το No Way Home των Marble Orchard, ένα ωραίο ραμονοτράγουδο, λες και έχει βγει μέσα από το Halfway To Sanity.
Κι αυτό το ριφ στην κιθάρα ε? δολοφονικό…