Θα πρέπει να έχετε καταλάβει όσοι ήσαστε τακτικοί εδώ μέσα, αν
μη τι άλλο από την λασπουριά που γεμίζουν τα ψηφιακά σας παπούτσια αρκετές
φορές κατά την επίσκεψή σας, ότι με τον βάλτο, Swamp αγγλιστί
υπάρχει μια πολύ στενή σχέση, την οποία δεν είναι του παρόντος να αναλύσω
περεταίρω.
Για σήμερα θα αρκεστώ να γράψω λίγες γραμμές για ένα από τα πρώτα τραγούδια που ακουστήκαν στην ολονύκτια γιορτή που ακολούθησε την επικύρωση αυτής της σχέσης.
Έτυχε να ανοίγει μια κασέτα με τραγούδια των Byrds που έπεσε στα χέρια μου κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και μιας και δεν τους είχα ξανακούσει αυτό το τραγούδι ήταν και η πρώτη μου επαφή με την μουσική τους, κι ας ήταν παρμένο μέσα από το Untitled του 1970, της τελευταίας δηλαδή και λιγότερο φημισμένης περιόδου τους.
Με τον καιρό νομίζω θα πρέπει να άκουσα σταδιακά όλους τους δίσκους τους, αλλά σε κανέναν, ακόμη και σ’ αυτούς που θεωρούνται οι κορυφαίοι τους, δεν βρήκα κάποια άλλο όχι να μου αρέσει, προς θεού, τέτοια ήταν και είναι δεκάδες, μα να ρίξει απ’ την κορυφή της προσωπικής λίστας με τα αγαπημένα των Byrds (και όχι μόνο) το Lover of The Bayou.
Mια ιστορία συνυπογεγραμμένη θαρρείς από τους Faulkner, Caldwell και Bierce, αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι σύνθεση των Roger McGuinn (…) και Jacques Levy (στα credits και του πασίγνωστου Dylanικού Hurricane μεταξύ άλλων) που βρομοκοπάει στάσιμα νερά, παράνομο καλαμποκίσιο ουίσκι, ανάσα αλιγάτορα, δέρμα φιδιού, και αίμα νυχτερίδας, ο ρυθμός ακολουθεί κατά πόδας με ορθάνοιχτα τα τεράστια σαγόνια του, και η ερμηνεία του McGuinn ενσαρκώνει άξια και αληθινά τον εραστή του βάλτου. Με λίγα λόγια αμερικανιά θανάτου.
Για τα πολλά και ενδιαφέροντα ιστορικά του δίσκου γενικά αλλά και του τραγουδιού ειδικά υπάρχει έχουμε πει πάντα το wikipedia, εγώ απλά να σημειώσω πριν κλείσω τις τρεις πολύ καλές όλες τους διασκευές που έχω πετύχει, και που και μόνο για αυτή τους την επιλογή οι διασκευάζοντες κέρδισαν πολλούς πόντους στο μπλοκάκι όπου κρατώ σημειώσεις για τις επιδόσεις τους διαχρονικά.
Πρώτη –μπορεί και καλύτερη- αυτή του Mark Vet Enbatta στον μοναδικό μέχρι στιγμής δίσκο όπου υπογράφει μόνο με το όνομά του, το Hidden Passions του 1988, δεύτερη νότια και ωραία αυτή των Mudcrutch, που με ηγέτη τον Tom Petty εφορμούν από το σωστό μέρος για αυτού του είδους την μουσική, δηλαδή το Gainsville της Florida, από τον μοναδικό επίσης και ομότιτλο δίσκο τους, του 2008 (κι ας δημιουργήθηκαν το 1970), και τρίτη δεκάλεπτη, ανηλεής μαζί και πιο πρόσφατη αυτή που υπήρχε μέσα στον περσυνό δίσκο επιστροφή των Chrome Cranks, Ain’t No Lies in Blood.
Τα λέμε παιδιά, φεύγω τώρα, πάω να ελέγξω τις παγίδες μη μου τις σκίσουν πάλι οι αρουραίοι!
Για σήμερα θα αρκεστώ να γράψω λίγες γραμμές για ένα από τα πρώτα τραγούδια που ακουστήκαν στην ολονύκτια γιορτή που ακολούθησε την επικύρωση αυτής της σχέσης.
Έτυχε να ανοίγει μια κασέτα με τραγούδια των Byrds που έπεσε στα χέρια μου κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και μιας και δεν τους είχα ξανακούσει αυτό το τραγούδι ήταν και η πρώτη μου επαφή με την μουσική τους, κι ας ήταν παρμένο μέσα από το Untitled του 1970, της τελευταίας δηλαδή και λιγότερο φημισμένης περιόδου τους.
Με τον καιρό νομίζω θα πρέπει να άκουσα σταδιακά όλους τους δίσκους τους, αλλά σε κανέναν, ακόμη και σ’ αυτούς που θεωρούνται οι κορυφαίοι τους, δεν βρήκα κάποια άλλο όχι να μου αρέσει, προς θεού, τέτοια ήταν και είναι δεκάδες, μα να ρίξει απ’ την κορυφή της προσωπικής λίστας με τα αγαπημένα των Byrds (και όχι μόνο) το Lover of The Bayou.
Mια ιστορία συνυπογεγραμμένη θαρρείς από τους Faulkner, Caldwell και Bierce, αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι σύνθεση των Roger McGuinn (…) και Jacques Levy (στα credits και του πασίγνωστου Dylanικού Hurricane μεταξύ άλλων) που βρομοκοπάει στάσιμα νερά, παράνομο καλαμποκίσιο ουίσκι, ανάσα αλιγάτορα, δέρμα φιδιού, και αίμα νυχτερίδας, ο ρυθμός ακολουθεί κατά πόδας με ορθάνοιχτα τα τεράστια σαγόνια του, και η ερμηνεία του McGuinn ενσαρκώνει άξια και αληθινά τον εραστή του βάλτου. Με λίγα λόγια αμερικανιά θανάτου.
Για τα πολλά και ενδιαφέροντα ιστορικά του δίσκου γενικά αλλά και του τραγουδιού ειδικά υπάρχει έχουμε πει πάντα το wikipedia, εγώ απλά να σημειώσω πριν κλείσω τις τρεις πολύ καλές όλες τους διασκευές που έχω πετύχει, και που και μόνο για αυτή τους την επιλογή οι διασκευάζοντες κέρδισαν πολλούς πόντους στο μπλοκάκι όπου κρατώ σημειώσεις για τις επιδόσεις τους διαχρονικά.
Πρώτη –μπορεί και καλύτερη- αυτή του Mark Vet Enbatta στον μοναδικό μέχρι στιγμής δίσκο όπου υπογράφει μόνο με το όνομά του, το Hidden Passions του 1988, δεύτερη νότια και ωραία αυτή των Mudcrutch, που με ηγέτη τον Tom Petty εφορμούν από το σωστό μέρος για αυτού του είδους την μουσική, δηλαδή το Gainsville της Florida, από τον μοναδικό επίσης και ομότιτλο δίσκο τους, του 2008 (κι ας δημιουργήθηκαν το 1970), και τρίτη δεκάλεπτη, ανηλεής μαζί και πιο πρόσφατη αυτή που υπήρχε μέσα στον περσυνό δίσκο επιστροφή των Chrome Cranks, Ain’t No Lies in Blood.
Τα λέμε παιδιά, φεύγω τώρα, πάω να ελέγξω τις παγίδες μη μου τις σκίσουν πάλι οι αρουραίοι!