Front and Follow Records
2013
2013
«Με προστατεύουν απ’ το κρύο» είπε χαμογελώντας δείχνοντας
με τα χέρια του τα βρύα, τις λειχήνες και τα φύκια που κάλυπταν τον σώμα του.
Τα κόκαλα του για την ακρίβεια, μιας που αυτό που είχε καθίσει στο τραπέζι μου όπως
διαπίστωσα όταν σήκωσα το κεφάλι μου, δεν ήταν παρά ένας σκελετός.
«Τα φύκια τα φοράω χρόνια, από το ναυάγιο ακόμη, πιάσε να δεις σπάνια βρίσκεις τέτοια, μόνο καμιά φορά στα σώματα των πνιγμένων».
Όσο για το άσπρο σκουλήκι που εξείχε από το κρανίο του, και κοίταζα γεμάτος αηδία «φίλος…απ’ το νεκροταφείο», άναψε τσιγάρο και συνέχισε «πολύ καλή συντροφιά».
Έπιασα την καύτρα του τσιγάρου με τα δάχτυλα, δεν κοιμόμουν.
«Ωραίο κρασί» είπε αφού ήπιε απ’ το ποτήρι μου. Αμέσως μετά το άκουσα να κυλάει μέσα απ’ τα κόκαλα του στο πάτωμα. «α! συγνώμη, ξεχάστηκα».
«Μη τρομάζεις, συμβαίνουν τέτοιες συναντήσεις, όταν υπάρχουν κοινοί φίλοι» είπε όπως το άδειο βλέμμα του περιπλανιόταν στο επίσης αδειανό καπηλειό.
Και τώρα που είπα αδειανό, συνειδητοποίησα με τρόμο ότι ούτε καν ο κάπελας ήταν πια εκεί.
Κοίταξα έξω από το βρώμικο τζάμι το σκοτεινό λιμάνι. Μόνο ένα λαμπιόνι στον δρόμο, και ο φάρος εκεί μακριά. Ερημιά.
Γύρισα ξανά και τον κοίταξα. «Είπες ότι έχουμε κοινούς φίλους».
«Ναι! Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά δεν βιάζομαι, και η νύχτα είναι μεγάλη, οπότε πάρε άλλο ποτήρι να μη σιχαίνεσαι, γέμισε και το δικό μου και άραξε να σου την πω!»
«Τα φύκια τα φοράω χρόνια, από το ναυάγιο ακόμη, πιάσε να δεις σπάνια βρίσκεις τέτοια, μόνο καμιά φορά στα σώματα των πνιγμένων».
Όσο για το άσπρο σκουλήκι που εξείχε από το κρανίο του, και κοίταζα γεμάτος αηδία «φίλος…απ’ το νεκροταφείο», άναψε τσιγάρο και συνέχισε «πολύ καλή συντροφιά».
Έπιασα την καύτρα του τσιγάρου με τα δάχτυλα, δεν κοιμόμουν.
«Ωραίο κρασί» είπε αφού ήπιε απ’ το ποτήρι μου. Αμέσως μετά το άκουσα να κυλάει μέσα απ’ τα κόκαλα του στο πάτωμα. «α! συγνώμη, ξεχάστηκα».
«Μη τρομάζεις, συμβαίνουν τέτοιες συναντήσεις, όταν υπάρχουν κοινοί φίλοι» είπε όπως το άδειο βλέμμα του περιπλανιόταν στο επίσης αδειανό καπηλειό.
Και τώρα που είπα αδειανό, συνειδητοποίησα με τρόμο ότι ούτε καν ο κάπελας ήταν πια εκεί.
Κοίταξα έξω από το βρώμικο τζάμι το σκοτεινό λιμάνι. Μόνο ένα λαμπιόνι στον δρόμο, και ο φάρος εκεί μακριά. Ερημιά.
Γύρισα ξανά και τον κοίταξα. «Είπες ότι έχουμε κοινούς φίλους».
«Ναι! Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά δεν βιάζομαι, και η νύχτα είναι μεγάλη, οπότε πάρε άλλο ποτήρι να μη σιχαίνεσαι, γέμισε και το δικό μου και άραξε να σου την πω!»
Το πιστεύετε ή όχι, γέμισα τα ποτήρια, άραξα, και άκουσα,
την συνέχεια θα την διαβάσετε όσοι θελήσετε κάπου αλλού, για απόψε την σκυτάλη
από τον…φίλο μου σκελετό παίρνουν οι The Doomed Bird Of Providence.