...εντωμεταξύ
δέχομαι ότι χειρότερα απ’ τα γραμματόσημα, απ’ το αλκοόλ, απ’ το βούτυρο, απ’
τη σούπα είναι τα τσιγάρα!... το τσιγάρο κερδίζει πρώτο!... παντού! μέσα στις
πράγματι ζόρικες συνθήκες: το τσιγάρο!... έχω δει το ίδιο έντονα μέσα
στο μακελειό όσο και στο ασθενοφόρο της φυλακής, το υπέρτατο ανθρώπινο
πρόβλημα: το κάπνισμα!... πράγμα που
αποδεικνύει, δε θα μου πείτε το αντίθετο, ότι ο άνθρωπος πριν απ’ οτιδήποτε
είναι: ονειροπόλος!...
γεννημένος ονειροπόλος! ποιητής! κατ’ αρχάς το ζειν; δεν είναι
σωστό!... κατ’ αρχάς το όνειρο! αυτό είναι!... το όνειρο σε οποιαδήποτε
τιμή!... πριν τη μάσα, το κρασί και το μουνί! δε χωράει ερώτηση!... ο άνθρωπος
πεθαίνει από πολλά πράματα, αλλά χωρίς τσιγάρο δεν μπορεί!... δέστε τον στην
κρεμάλα ή στη λαιμητόμο... δεν μπορούσε ποτέ... πρέπει πρώτα να καπνίσει!...
text:Λουί-
Φερντινάν Σελίν – Από τον έναν Πύργο ο άλλος, μετάφραση Αχιλλέας Αλεξάνδρου,
εκδόσεις Γνώση 1984.
music: Howlin’ Wolf –
Smokestack Lightin’, Moanin’ In The Moonlight LP, Chess Records 1958.
Η ανθρωπότητα,
που κάποτε για τον Όμηρο ήταν ένα θέαμα για τους ολύμπιους θεούς έγινε θέαμα
για τον ίδιο της τον εαυτό. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιον βαθμό, που
αφήνεται να ζήσει την ίδια της την εξαφάνιση ως ύψιστη αισθητική απόλαυση.
text:Walter
Benjamin – Μπένγιαμιν: Εκλογή,
μετάφραση Σπύρος Δοντάς, εκδόσεις Στιγμή, σειρά Στοχασμοί, 2014.
music: William S. Burroughs & Gus Van Sant – Millions Of
Images, The Elvis Of Letters 12” Vinyl,Tim/Kerr Records 1985.
Για όσους μέσα στο συρφετό του σημερινού stoner δεν ξεχνούν ποτέ πόσο
μεγάλη μπάντα υπήρξαν οι Los Natas, στονεράδες που το χόρτο τους ανοίγει
ακόμη το μυαλό και δεν τους το έχει μετατρέψει σε πολτό, πότες που πίνουν
κόκκινο κρασί, στο χρώμα του αίματος, και εξακολουθεί να τους μεθάει κι όχι να
τους χαλάει, για αυτούς που εξαπανέκαθεν, από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους,
στα μουντιάλ είναι οπαδοί της εθνικής Αργεντινής, που όσο τους πληγώνει τόσο
τους πωρώνει, για όσους ακόμη γλυκά ονειρεύονται, όταν διαβάζουν παλιές
ιστορίες για κονκισταδόρες και γκαούτσος, για τον πορθμό του Μαγγελάνου, την Παταγονία και
την Tierra del Fuego, για επίδοξους προσπελαστές του ακρωτηρίου Χόρν, καβαλάρηδες
της παγωμένης ανάσας των παμπέρο, τυχοδιώκτες που ακόμη κινούν σε αναζήτηση ενός,
έτσι κι αλλιώς, μυθικού και συμβολικού Ελ Ντοράντο, κι ας μην έχει εκεί ούτε
Oro ούτε Sangre, μακάρι να μην έχει δηλαδή, μόνο να είναι μακριά, πολύ μακριά
απ’ τον κόσμο, για ρεμάλια και ήρωες για ρεμάλια ήρωες, επί ουρανού κρεμάμενους
στον Σταυρό του Νότου... αμήν!
Από τους Gabo
Ferro και Sergio Chotsοurian δια μέσω της Oui Oui Records στα 2018.
Σιγοπίνει τσάι με
λεμόνι ενόσω εγώ πίνω τον καφέ μου.
Αυτή είναι η
διαφορά μεταξύ μας.
Όπως κι εγώ, φορά
ένα φαρδύ ριγωτό πουκάμισο,
και όπως αυτός,
διαβάζω την απογευματινή εφημερίδα.
Δεν βλέπει τη κρυφή
ματιά μου.
Δεν βλέπω τη κρυφή
ματιά του.
Είναι ήρεμος και έτσι
είμαι κι εγώ.
Ρωτάει τον
σερβιτόρο κάτι.
Ρωτάω τον
σερβιτόρο κάτι.
Μια μαύρη γάτα
περνάει ανάμεσά μας.
Αισθάνομαι τα
μεσάνυχτα της γούνας της
και αισθάνεται τα
μεσάνυχτα της γούνας της...
Δεν του λέω:
Ο ουρανός σήμερα είναι καθαρός και
γαλανός.
Δεν μου λέει:
Ο ουρανός σήμερα είναι καθαρός.
Παρακολουθείται
και παρακολουθεί
και παρακολουθούμαι
και παρακολουθώ.
Κινώ το αριστερό
μου πόδι.
Κινεί το δεξί
του.
Μουρμουρίζω τη
μελωδία ενός τραγουδιού
και μουρμουρίζει
τη μελωδία ενός παρόμοιου τραγουδιού.
Αναρωτιέμαι:
Είναι αυτός ο καθρέφτης μέσα στον
οποίο βλέπω τον εαυτό μου;
Και γυρίζω να
κοιτάξω τα μάτια του... μα δεν τον βλέπω.
Φεύγω βιαστικά
από το καφέ.
Σκέφτομαι:
Ίσως είναι δολοφόνος…
ή ίσως ένας περαστικός που σκέφτεται ότι
εγώ είμαι δολοφόνος.
Φοβάται… φοβάμαι κι εγώ.
text: Μέσα από το
βιβλίο του Mahmoud Darwish “Now, As You Awaken” , Sardines Press 2007, aπόδοση saunterer. music:Oiseaux-Tempête – He Is Afraid And So
Am I, From Somewhere Invisible LP, Sub Rosa Records 2019.
Ο Stevenson μισούσε τον υλισμό. Θεωρούσε ότι ήτανο μεγαλύτερος κίνδυνος κι η κατάρα του
πολιτισμού μας – αυτός ο άνετος καλοθρεμμένος αυτάρεσκος υλισμός εναντίον του
οποίου πάντοτε εξαπέλυε ύβρεις. Κανένας σοσιαλιστής δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη
«μπουρζουαζία» με περισσότερη περιφρόνηση απ’ αυτόν. Πίστευε πως τόσο οι
κατώτερες όσο κι οι ανώτερες τάξεις μπορούσαν να ενθουσιάζονται εξίσου με υψηλά
ιδανικά, αλλά πως η μάζα της μεσαίας τάξης ήταν σχεδόν ανέλπιδα ανταγωνιστική
προς την ανθρώπινη πρόοδο. Η αλόγιστη αυταρέσκειά της, η εκμετάλλευση του
αβοήθητου, η υποκριτική ηθικολογία, η καταπίεση των γυναικών, η ανελεύθερη
στάση προς την τέχνη και τη λογοτεχνία, όλα αυτά αποτελούσαν γι’ αυτόν μια
σειρά ασυγχώρητων προσβολών.
text: Από την εισαγωγή στις «Νέες χίλιες και μια νύχτες» του Lloyd
Osbourneπου υπάρχει
μέσα
στο βιβλίο «Η λέσχη της αυτοκτονίας» του Robert Louis Stevenson, εκδόσεις Άγρα, 1992.
music: Bob Dylan – Ballad Of A Thin Man (Live 1966).
Όπου κι αν
βρέθηκα, όσο μακριά, τόσο μακριά, είναι αχαρτογράφητη αυτή η λάθος πλευρά, στο
τέλος, πάντα γύριζα σε μια χούφτα γης την αγκαλιά.
Ταξίδεψα
πολύ, διαβατάρικο πουλί, με τύφλωσαν τα φώτα, με κατάπιαν οι ομίχλες, και η
καταχνιά, στο αλώνι του ήλιου, πέταξα ψηλά, τα φτερά μου έλιωσαν ξανά και ξανά,
έπεφτα, πνιγόμουν, μα έβγαζα τον σκασμό και κολυμπούσα, έλειψα καιρό, με κόντρα
τον καιρό, στο τέλος βρέθηκα κάτω από τον ίδιο πάντα ουρανό.
Πέταξα κοτρόνες,
έσπασα τζάμια, έκλεψα στα χαρτιά, μ’έκλεψαν στα ζάρια, με έσωσαν οι φίλοι, με έγλειψαν οι
σκύλοι, με δάγκωσαν φιλσκύλοι, έριξα κροτίδες, έσκαψα ρυτίδες, του καιρού οι λεπίδες,
γρατζούνισα μια κιθάρα, τραγούδησα με μια αγριοφωνάρα, χόρεψα μόνος, αλλά και
μαζί της, κλότσησα τοίχους, πέτρες και βουνά, στο τέλος έμεινε η σκόνη του
δρόμου, να την σκορπάει ο άνεμος στην απεγνωσμένη ερημιά... μάρτυράς μου τα
χείλη της και το δόντι του Χρόνου... έμεινε κρυφός μόνο ένας φόνος.
Στα πέρατα
του κόσμου πήγα, στο τέλος με πλησίασαν ένα σκουλήκι και μια μύγα, έκλεισα τα
μάτια μου, μπήκα μέσα σε μια τρύπα, έν οίδα ότι ουδέν οίδα.
Ψέματα! είδα
τον ζητιάνο νεκρό, τον βασιλιά γυμνό, άκουσα τις φωνές του πλήθους, του όχλου
τις κραυγές, τις δικές μου σιωπές, έλιωσα τις κατσαρίδες στη γωνία, έβρασα
μακαρόνια για χίλιες νύχτες και μια, πιο καλά χορταίνει λέει το μίσος, όμως τι
τα θες... στο βάθος... της μάνας παιδί καλό... στο μεταξύ άναβα τσιγάρο, στο
μεταξύ άναβα κι άλλο τσιγάρο, στο μεταξύ... φίλησα τα μάτια της μόνης, μύρισα
το άρωμα της πόρνης, καράβια που συναντιούνται μέσα στη νύχτα, με σβησμένα τ’αστέρια και φώτα
θυέλλης, μου ζήτησαν να φύγω, μα εγώ εκεί, πιστό σκυλί χαζό, μου ζήτησαν να
μείνω, μα εγώ, άκουσα για πόλεμο, για κουρνιαχτό, πέταξα το καπέλο, ούρλιαξα
ζήτω! στον αέρα, έφυγα τρέχοντας απ’ το μπουρδέλο, μάτωσα στη μάχη, σκούπισα
ένα δάκρυ, κοίταξα πίσω, κρατούσε ακόμη το ίσο, άναψα κερί, ψηλάφισα ουλή,
έξυσα τ’ αρχίδια και την πληγή, έφτυσα μια λέξη, αργούσε πολύ να φέξει, στο
μεταξύ έκλεβα λίγες μέρες του Χάρου, τις πλήρωσα με τόκο, φύσηξα τον καπνό του
τσιγάρου, έβγαλα ένα μάτσο, το μάζευα καιρό, σου λέω κομπόδεμα γερό, πλήρωσα για
όλα, και για άλλα τόσα, μια γυναίκα έστεκε μόνη, σε μια όχθη μολυβένια, η όψη τ’
ουρανού έλαμπε απόκοσμη, φιλντισένια, χαιρέτησα μ’ ένα νεύμα, σιωπηλά... κράτησα
ανάσα, κι έριξα τα ρέστα στον δίσκο του τελώνη.
text:Για τον θείο Πέτρο
τον «Αυστραλό» που τώρα πια έχει φτάσει στην Κιμμέρια ακτή του... Μέσα από το
απολύτως ανέτοιμο και εντελώς ετοιμόρροπο βιβλίο του υποφαινόμενου με τον τίτλο
«Στο τελευταίο φως της μέρας» που υπάρχει μια μικρή περίπτωση κάποτε να τελειώσει,
και μια ακόμη μικρότερη περίπτωση να εκδοθεί.
music:Οι Oiseaux-Tempête
σε μια ζωντανή, στο στούντιο εκτέλεση του Buy Gold (Beat Song), που
καταπίνει ακτές, πλανήτες, γαλαξίες.
Ε λοιπόν, την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πέρασε και με πήρε με
το σαραβαλάκι του ο Λα Τους, και πήγαμε καρφί, με σπασμένα τα φρένα, για την
αναγνώριση του Βαλπαραϊζούχου χεριού.
Και όπως ακριβώς είχα περιγράψει με ανατριχιαστικές
λεπτομέρειες χθες στον Λα Τους, μέσα σε κείνο το ψυγείο ήταν το χέρι του
Βαλπαράιζο, κοσμημένο με το γνωστό τατουάζ, στο ίδιο ακριβώς σημείο, με τις
ίδιες ακριβώς ατέλειες στο χτύπημά του, τη φθορά του χρόνου, αλλά και δίχως το
τατουάζ, ένα ήταν σίγουρο... ήταν το χέρι του διάολε! δεν χωρούσε καμιά
αμφιβολία, το είδε με τα ίδια του τα μάτια κι ο Λα Τους και δεν μπόρεσε παρά να
πνίξει έναν λυγμό, γνέφοντας καταφατικά.
Το είδαν στα μάτια μας και ο νεκροτόμος που μας άνοιξε το
ψυγείο, το είδαν και οι μπάτσοι που μας πήραν έπειτα για κατάθεση, αλλά αφού
τόσα-όσα ξέραμε τόσα τους είπαμε, τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο, και εφόσον
δεν έδειχναν να χολοσκάνε ιδιαίτερα για την τύχη του υπόλοιπου μέρους του ιδιοκτήτη
του χεριού, μας ξεφορτωθήκανε γρήγορα, αφήνοντάς μας να φύγουμε, πράγμα που
κάναμε δίχως δεύτερη κουβέντα, και αφού πρώτα εφοδιαστήκαμε με ένα μικρό σένιο φερετράκι
από τις Funeral Services
Baboulas & Son, παραλάβαμε το χέρι, το βάλαμε μέσα, μπήκαμε στο αμάξι και
να ’μαστε τώρα, αργά το απόγευμα, στο ερειπωμένο νεκροταφείο της Άνω
Πουτσουνάρας, μόνοι κι έρημοι ο Λα Τους κι εγώ, μπροστά σε έναν σκαμμένο λάκκο,
δίχως γυναίκες, χήρες κι ορφανά, συντετριμμένους συγγενείς και λοιπές μαυροφορεμένες
και αναμαλλιασμένες δυνάμεις, δίχως παπά, μανουάλια και πετραχήλια, να κάνουμε την
κηδεία του Βαλπαράιζο... ή τουλάχιστον ότι απέμεινε από δαύτονε...
Αποτελούσαμε σίγουρα μια θλιβερή σκηνή, εντελώς αντάξια
του μύθου του Βαλπαράιζο έτσι όπως τον είχαμε πλασμένο στο μυαλό μας, αλλά και
πάλι, μήπως αυτή ακριβώς η σκηνή, στην αυλαία μιας πορείας ενός ανθρώπου, όπου
υπήρξαν πάμπολλες φορές και στιγμές που θα έκαναν ακόμη κι έναν άγιο να
βλαστημήσει, δεν έδινε άραγε ένα απόλυτα ταιριαστό μέσα στην ταπεινότητά του,
τέλος;
Αυτή ακριβώς η
ερημιά, τα απύθμενα, σκοτεινά βάθη της θάλασσας όπου αναπαυόταν ως την
αιωνιότητα το υπόλοιπο σώμα του φίλου μας, και η εδώ εκκωφαντική σιγή που την
διέκοπταν μόνο τα σποραδικά κρωξίματα των καλιακούδων, οι σκιές μας που
τρεμόπαιζαν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου σαν το στάρι στον λειμώνα, ο
αέρας που έφερνε και έπαιρνε μακριά αχνούς, απροσδιόριστους ήχους, την πανταχού
παρούσα σκόνη, την μνήμη, στο τέλος-τέλος τις ζωές μας τις ίδιες, μήπως όλα
αυτά τα λίγα τα πολλά, δεν ήταν κάτι μοιραίο, νομοτελειακό, σε μια τέτοια ώρα,
στην, έτσι κι αλλιώς από όποια πλευρά και να το δει κανείς, μαζί με την
γέννηση, πιο μεγαλειώδη στιγμή κάθε πορείας και ζωής;...
Χάθηκα όμως μέσα στις σκέψεις μου... στα πρακτικά, εγώ
είχα αναλάβει να σκάψω την τρύπα και τώρα στεκόμουν καταϊδρωμένος, ανασαίνοντας
βαριά, απέναντι, με τον λάκκο και το φερετράκι μέσα του να με χωρίζει από τον
Λα Τους, που σαν πιο μορφωμένος είχε αναλάβει
τα περαιτέρω...
Έβηξε για να δοκιμάσει τη φωνή του, κοίταξε ψηλά τον
ουρανό, μετά τον ορίζοντα στη δύση, και στο τέλος ξανά κάρφωσε το βλέμμα στο
φερετράκι...
«Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης
ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα
ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται…»
Κοιταχτήκαμε στα υγρά μάτια, λες και προσπαθούσαμε να
αναπληρώσουμε προς χάριν του τελετουργικού, τους απαρηγόρητους συγγενείς που
απουσίαζαν...
«Αυτό ήταν λοιπόν Λα Τους;»
«Αυτό ήταν μαν... πάει... να ’ταν κι άλλος... εδώ που
είμαστε ήταν, κι εκεί που πάει, πάμε... και δεν μπορεί κανείς να κάνει κάτι γι’
αυτό... το θέμα είναι μόνο, ως τότε που θα ‘ρθει η ώρα, το θέμα είναι να μη
παραδίνεσαι...» δήλωσε σοβαρός και βλοσυρός, σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας-φιλόσοφος
ο Λα Τους.
«Ωραία τα μοίρασες ρε μαν, σοσιαλιστικά, έβγαλα κάλους
εγώ στα χέρια μου να σκάβω, κι εσύ την έβγαλες πούδρας με τέσσερις στίχους»
έκανα, για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα...
«Ψηλάκι μου άσε τη μίρλα... ειλικρινά σου λέω, θα ήθελα
κάποιος από μας να ξέρει να παίζει μπαντονεόν, ή έστω ακορντεόν, ή έστω να
τραγουδάει λίγο υποφερτά, ή τουλάχιστον να θυμόμουν όλους τους στίχους, και να τραγουδούσαμε μαζί εκείνο
το τραγούδι, έτσι, ακαπέλα, αγγαλιασμένοι,
όπως το τελευταίο βράδυ που είδαμε τον Βαλπαράιζο πριν φύγει ξανά και για
πάντα όπως αποδείχτηκε, το βράδυ που με το μικρό του μπαντονεόν που το είχε
μάθει και φέρει από την Αργεντινή, μας το τραγούδησε και μεις σιγοντάραμε στο
ρεφρέν, θυμάσαι;… δυστυχώς εγώ
πλέον θυμάμαι μόνο τους τελευταίους δύο στίχους αυτού του ρεφρέν» αποκρίθηκε
πάντα ετοιμόλογος ο Λα Τους και αμέσως συντονιστήκαμε και πιάσαμε μαζί και
τραγουδήσαμε με τις αγριοφωνάρες μας πέντε-έξη φορές απανωτά εκείνο το δίστιχο
του παλιού ναυτικού και τυχοδιωκτικού τραγουδιού...
There's plenty of gold, so I am told
On the banks of Sacramento
Μας φάνηκε λίγο, και σπεύσαμε να το συμπληρώσουμε με
ακόμη μια επαναλαμβανόμενη εξάδα από το πρώτο τετράστιχο, το μόνο που ξέραμε,
του τραγουδιού που είχαμε μάθει μέσα στο Νησί
των θησαυρών του Στίβενσον...
Fifteen
men on a dead man's chest
Yo ho ho and a bottle of rum
Drink and the devil had done for the rest
Yo ho ho and a bottle of rum
Ξαναμμένοι απ’ το τραγούδι, αφού ρίξαμε από μια χεριά
χώμα στο κοφινάκι, εγώ έφτυσα τις χούφτες μου κι έπιασα με το φτυάρι γρήγορα κι
αγκομαχώντας να σκεπάζω την αποτρόπαια τρύπα, κι ο Λα Τους ετοίμασε έναν τσίλικο
ξύλινο σταυρό από κλαδιά λεύκας, και όταν τέλειωσα με τα χώματα, τον καρφώσαμε
πάνω στο φρεσκοστρωμένο χώμα... πλέον πραγματικά δεν έμενε τίποτε άλλο να
κάνουμε πια... το σκουλήκι ως είθισται θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα...
Κάτσαμε ανάμεσα στα κυπαρίσσια, στο παγκάκι της άκρης του
νεκροταφείου, που έβλεπε την Κάτω Πουτσουνάρα πανοραμικά.
Η μέρα έφτανε στο τέλος της αργά και ήσυχα, δίχως κορυφώσεις
και δράματα, δίχως τυμπανοκρουσίες και παράτες, όπως ακριβώς η μικρή ιστορία
που σας αφηγήθηκα.
Ο Λα Τους άναψε ακόμη ένα από τα φαραωνικά τσιγάρα του, ρούφηξε
τον καπνό μέσα λαίμαργα και βαθιά, και μέτρησε φωναχτά τα λιγοστά φώτα που
είχαν ήδη ανάψει στην Κάτω Πουτσουνάρα. Εφτά τον αριθμό.
«Ρε τον Βαλπαράιζο... τι να τριγυρνούσε όλη την ώρα στην
κούτρα του τελικά, δεν θα το μάθουμε ποτέ...» μίλησα κι εγώ με την σειρά μου με
βαθύ φιλοσοφικό ύφος.
«Μιας που το ’φερε η κουβέντα στον Βαλπαράιζο ψηλέ μου»
ξεκίνησε ο Λα Τους με ύφος, κάτι μεταξύ αν όχι χιλίων, τουλάχιστον κάποιων
εκατοντάδων καρδιναλίων και ενός πολύ πονηρού βλάχου «μιας που το ’φερε η
κουβέντα και όσο έχει φως ακόμη, θέλω να σου δείξω κάτι...» είπε, κι έπιασε αργά
να βγάζει έναν φάκελο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού.
Μέσα από τον φάκελο, που είχε τυπωμένη πάνω του την
γνωστή μας πια, σφραγίδα των ταχυδρομείων της Χιλής, και αποστολέα το όνομα
Εμιλιάνο Μαγγελάνες, έβγαλε μια κάρτα, που πάνω της είχε κολλημένη, μια
φωτογραφία...
Εκεί με φόντο ένα φάρο και τον κυματισμένο Ειρηνικό προφανώς,
διακρινόταν μακριά μεν καθαρά δε, και ως συνήθως χαμογελαστοί, ο Εμιλιάνο και ο
Κουζ Μουνή...
«Πότε σου την στείλανε αυτή ρε Λα Τους;» τον ρώτησα...
«Σήμερα το πρωί την βρήκα στο ταχυδρομικό κουτί μαν μου»
συνέχισε πάντα με το καρδιναλιοβλάχικο χαμόγελο κολλημένο στο στόμα ο Λα Τους.
«Γράφει τίποτααπό πίσω;»
Γυρίσε την κάρτα όπου απ’ όσο μπορούσα να δω, ήταν ορνιθοσκαλισμένα
σε άπταιστα ελληνικά, όσο άπταιστα μπορούν να είναι τα γράμματα με τον γραφικό
χαρακτήρα κάποιου που μόλις ξεκίνησε να μαθαίνει την ελληνική γραφή, όπως ο
Εμιλιάνο Μαγγελάνες, ή... και τον γραφικό χαρακτήρα ενός δεξιόχειρα που προσπαθεί
να γράψει με το αριστερό, συμπλήρωσε ο Λα Τους διαβάζοντας ξανά την σκέψη μου...
γύρισε την κάρτα λοιπόν, και διάβασε, καρδιναλιοβλάχικα πάντα, Λατουσικά και φωναχτά:
«Από την Άνω Πουτσουνάρα ως τον φάρο της άκρης του
κόσμου, ήταν μεγάλο το ταξίδι, μόχθος, όνειρο και πάλι μόχθος και πάντα στο
τέλος ξόδι, αλλά άξιζε... Θεός σχωρέστον και μη φοβού!».
«Ποιητικότατο! λες και το έγραψε ο ίδιος ο Βαλπαράιζο»
σχολίασα...
«Θα μπορούσε ψηλέ μου, τα πάντα θα μπορούσαν...» έκανε δυσοίωνα,
μέσα απ’ τα δόντια του ο Λα Τους, και ξαναγύρισε την κάρτα στη μεριά της
φωτογραφίας...
«Για να ’χουμε καλό ρώτημα ρε ψηλέ... δε βλέπεις τίποτε περίεργο
στη φωτογραφία;»
Συνοφρυώθηκα και κοίταξα ώρα και με προσοχή.
«Είναι και μακρινή η λήψη Λα Τους, τι να δω... ο φάρος
σαν να θέλει ένα βαψιματάκι ε;...»
«Ναι, και τα μαγαζιά του Κουζ Μουνή είναι ξεκούμπωτα!
Ψηλέ μου όσο κι αν σ’ αρέσει ο Μάρλοου, για ντετέκτιβ δεν κάνεις... και τώρα
που το καλοσκέφτομαι δεν μπορώ να βρω και τίποτα που να “κάνεις” τελικά», με καταχέρισε βλάχικα κι αμείλικτα...
»Το μανίκι του πουκαμίσου που ανεμίζει σαν απολειφάδι
μαύρης πολυκαιρισμένης σημαίας, το μανίκι, εκεί στην άκρη της φωτογραφίας που
κόβεται και μας κρύβει το υπόλοιπο σώμα, εκεί ντε! μπροστά από τα κύματα που
έρχονται και σμίγουν από δύο ωκεανούς, αυτό το ορφανό, σακάτικο μανίκι που
ψάχνει το ταίρι του, που ψάχνει το χέρι του, δεν το βλέπεις;».
…Κι
ένα κόκκινο φεγγάρι ανατέλλει στον ουρανό (release me from your wire dagger
moon) και μου δείχνει τον δρόμο για το σπίτι, κακός οιωνός έλεγε παλιά μια
γριά, μάγισσα τη φωνάζανε, και από τη μια το θέμα είναι ότι σπίτι κινδυνεύεις
να βρεθείς μόνος με τον εαυτό σου, και από την άλλη γιατί να γυρίσω σπίτι αφού
μπορώ να πάω οπουδήποτε αλλού;
Και
μπορώ να βρω χιλιάδες λόγους που θα έπρεπε να βρίσκομαι αλλού. Μα και πάλι αυτό
το οπουδήποτε αλλού, τι διαφορά έχει αφού κάθε μέρος είναι ίδιο με το προηγούμενο;
Ναι,
υπάρχουν πολλά ωραία μέρη να πας, αλλά ξέρεις κάτι, θα είναι κι αυτά γεμάτα με
μαλάκες. Αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο, επειδή δεν μπορώ να περιμένω
κι άλλη μια μέρα, αυτή την οποιαδήποτε άλλη μέρα, ήρθε η ώρα απόψε να ξεκινήσω
να πολεμώ την τελευταία μάχη μου.
Εδώ
σε θέλω τυχοδιώκτη μου· μην είσαι μπουχέσας τελικά κι εσύ; Μην είσαι αγαπούλης
και τόσο μα τόσο γλύκας; Λόγια, λόγια, όλα είναι δρόμος που καταλήγει σε χοντρό
πορτοφόλι και ζεστό κρεβάτι;
Όχι,
αυτή η υπόθεση δεν θα τελειώσει απόψε με μένα να σέρνω δειλά το κουρασμένο
σαρκίο μου ως την πόρτα του σπιτιού, να την περνώ σκυφτός και απογοητευμένος
πάλι να πέφτω στο κρεβάτι.
Και
σαν κάποιον που βαρέθηκε να είναι ή να τον νομίζουν δειλό, σαν κάποιον που
ποτέ του δε βρήκε ή δε χρειάστηκε να βρει το θάρρος και το κουράγιο μέσα του,
δεν είχε την ευκαιρία να μετρήσει αν τον βαστούν τα κότσια του, τώρα τα βρίσκω
μαζεμένα και γερά και κάνω το πρώτο βήμα να ανοίξω ολομόναχος μέσα στο
σκοτάδι, όπως πρέπει να γίνεται, τον δρόμο για τη νύχτα, τουλάχιστον να παλέψω
σαν άντρας ξέροντας από πριν ότι θα τις φάω, αλλά τουλάχιστον να προσπαθήσω να
φτάσω μαχόμενος και τραγουδώντας εκεί που είναι, αν είναι, να φτάσω, σε εκείνο
το σημείο που δεν υπάρχει επιστροφή… ως την άκρη της νύχτας, ως την άκρη του
κόσμου.
I
run all nite
To
make up for my sins
I
stood up tight
To
the screaming siren
The
world is looking
For
a truth to prove
It’s
only windmills
’till
they start to move
At
a nite like this
What
can you do but run
It’ll
make no difference
What
you’ll come to find
Does
it matter?
Do
I really can?
Tonite
I’m fighting
My last stand
text
& music: Ένα απόσπασμα μέσα από το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου
«Εκεί που ο λυκοκτόνος ανθίζει», εκδόσεις orphan drugs, 2015, επηρεασμένο τόσο, σε σημείο να κλείνει με τους στίχους του Fightin’ My
Last Stand των Hydes
από τον δίσκο τους Self Preservation Instinct Zero που –
επιτέλους- μόλις κυκλοφόρησε από την Rumble Skunk records.
Με άλλα λόγια και συμπληρώνοντας, αυθαδέστατα, τον Robert Louis Stevenson: Η μουσική
όπως το μυθιστόρημα, πρέπει να αντανακλά την ποίηση των γεγονότων...
Ο Βαλπαράιζο, δεν ήταν ούτε όμορφος ούτε κι άσχημος, ούτε
ψηλός ούτε κοντός, μονάχα λεπτός, ξερακιανός, με μια μύτη γαμψή σαν ινδιάνος chief, δεν ήταν χριστιανός,
μήτε μωαμεθανός, ούτε και ανήκε κανενός, όλους ίδιους έβρισκε τους ανθρώπους, σ’
όσους κι αν πήγε τόπους, είχε πάντα εκείνη τη λάμψη στα μάτια του, και
κάπου-κάπου, δηλαδή εδώ που τα λέμε, μεταξύ μας, συχνά-πυκνά, στα μάτια των
άλλων, πέρναγε για τρελός...
Με τον Βαλπαράιζο λοιπόν, γνωριζόμασταν κι ήμασταν φίλοι
από μικρά παιδιά, από τη πρώτη δημοτικού, όταν είχε έρθει στο σχολείο μας στο
χωριό, στην Κάτω Πουτσουνάρα. Αυτός ήταν από την Άνω που έστεκε σκαρφαλωμένη
και σχεδόν ερημωμένη μετά τον εμφύλιο πάνω στο βουνό, και όπου δεν υπήρχε
σχολείο.
Πατέρα δεν είχε γνωρίσει, λεχώνα ήταν η μάνα του όταν τον
πλάκωσε το τραχτέρ στο χωράφι, κι έτσι έμεινε μοναχοπαίδι, και μαζί με δύο δίδυμες
και ένα αγόρι, γειτονάκι του, τα μοναδικά παιδιά του χωριού.
Μέτριος μαθητής, μέτριος κοριτσοκατακτητής, αλλά πρώτος
στις κοπάνες και στις παιδικές διαβολιές, ατρόμητος σε όλα και... «ίσως αυτό το
τελευταίο χαρακτηριστικό του, να ήταν το μόνο που προμήνυε ότι κάποτε θα
γινόταν εξέχον, και μπορούμε να πούμε σημαίνον μέλος, της απανταχού και διαχρονικής
αδελφότητας των τυχοδιωκτών παραμυθάδων, στης οποίας τον λόγο είναι αδύνατον να
ξεχωρίσεις που τελειώνει η αλήθεια και που αρχίζει το ψέμα, και το ανάποδο
φυσικά» πετάχτηκε από την γωνιά του μονολογώντας ο Λα Τους λες και διάβαζε τις
σκέψεις μου.
Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και τρία ποτήρια είχαν κάνει
επίσης ως δια μαγείας την εμφάνισή τους στο τραπέζι.
«Ψηλέ... άιντε... αιωνία του η μνήμη του Βαλπαράιζο, ζωή
σε λόγου μας» έκανε την πρόποση ο Λα Τους χύνοντας παράλληλα το περιεχόμενου
του τρίτου, ορφανού ποτηριού, στο πάτωμα.
«Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε Λα Τους... υγεία και σε σας
Δον Ταρκίνιο και Φιοντόρ Τιμοφέιτς», ύψωσα το ποτήρι μου στη μεριά των γάτων
του Λα Τους που στο μεταξύ, επιστρέφοντας από την απογευματινή τους
κεραμιδότσαρκα, είχαν κάνει την εμφάνισή τους μέσα στο δωμάτιο...
«Ψηλέ... μάζεψε τα σέα μας και πάμε να κάτσουμε μπαλκόνι,
τώρα που πέφτει ο ήλιος και θα βγάλει αεράκι... έλα κι εσύ Δον Ταρκίνιο, κι εσύ
Φιοντόρ Τιμοφέιτς... ελάτε παιδιά μου, όλοι μαζί... ας υψώσουμε τα ποτήρια μας
ανάμεσα στα ερείπια... ας τα υψώσουμε όχι προς το μέλλον, μα προς το παρελθόν!»
είπε ο Λα Τους , έχοντας πάρει το ύφος εν έκσταση ποιητή...
Ο ήλιος έδυε ματώνοντας τα σύννεφα, τις μούρες μας και
την άσπρη ποδιά του Δον Ταρκίνιο που έκατσε στο χαλάκι παρέα με το φιλαράκι του
τον Φιοντόρ, και με μισόκλειστα μάτια κοιτούσαν εκστατικά, σαν Αιγυπτιακές
Σφίγγες, τον πορφυρό δίσκο να χάνεται στον ορίζοντα.
Ένας θόλος από φώτα, μηχανικούς θορύβους και ανθρώπινους
ήχους αιωρούνταν πάνω από την πόλη.
Εμείς όμως τον αγνοούσαμε επιδεικτικά, και αγναντεύαμε σκεφτικοί και σιωπηλοί προς τη Δύση, εκεί που
μίλια μακριά φώλιαζε σαν ξεπουπουλιασμένο κοράκι, ανάμεσα στους δίδυμους
λόφους, υφασμένη με τον ιστό της αράχνης, η έρημη εδώ και χρόνια Άνω
Πουτσουνάρα.
Μια φιδίσια γλώσσα καπνού αναδυόταν από το χέρι που
κρατούσε το τσιγάρο του ο Λα Τους, που είχε ξαναπιάσει να μονολογεί κάτι δικά
του, ακατάλυπτα, μα μέσα από τις φράσεις του, όπως κάτω από το μολύβι του
σκιτσογράφου, έπαιρνε σάρκα και οστά, όλο και πιο καθαρά η μορφή του Βαλπαράιζο...
Του μικρού Μήτσου, να πηδάει ουρλιάζοντας σαν αγρίμι, ενδεδυμένος
μόνο το σώβρακο του, από την ύψους δέκα μέτρων και βάλε, γέφυρα του ποταμού,
μέσα στα θολά νερά του. Πριν τον ακολουθήσουμε κι εμείς, εγώ κι ο Λα Τους, στο
πρώτο μας καλοκαιρινό μπάνιο... Τετάρτη του δημοτικού θα ήταν...
Του Μήτσου που χάζευε με τις ώρες μέσα στην τάξη τον Μέγα
Άτλα, τον παγκόσμιο χάρτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο της πρώτης γυμνασίου.
Ίσως γι’ αυτό να έμεινε μετεξεταστέος εκείνη τη χρονιά.
Από εκείνον τον χάρτη του κόλλησε και το να πάει κάποτε,
«όταν μεγαλώσει» όχι στο Βαλπαραΐσο όπως ήταν το σωστό, μα στο Βαλπαράιζο όπως συνήθιζε
να το προφέρει... τον γήτεψε το όνομα, κάτι έλεγε τον καλούσε από κει μακριά, η
εμμονή του με τον καιρό έγινε σχεδόν μυστικιστική ... και όπως όλοι θα πρέπει
να ξέρουμε πια, οι ιδέες μοιάζουν πολύ με τις ψείρες... άμα σου κολλήσουν...
καλά ξεμπερδέματα... στην καλύτερη περίπτωση σου μένει αμανάτι ένα, μπορεί και
νόστιμο, παρατσούκλι. Στη χειρότερη... βρίσκουν το χέρι σου να κολυμπάει μόνο
του...
Στο γυμνάσιο όμως είχαμε μείνει... με τον Μήτσο χάρτες να
χαζεύει, αλλά και να τραγουδάει, "Walkin' through the city lookin' oh
so pretty I've just got to find my way", με χάλια προφορά είναι αλήθεια, προφορά Άνω Πουτσουνάρας θα μπορούσαμε να
πούμε αν ήμασταν κακεντρεχείς, αλλά όπως και να ‘χει... μαγκάκι στους δρόμους της
πόλης, στην πρώτη μας κοπάνα... οι τρεις μας μαζί με το γυφτάκι τον Ζαμπέλο... καλή
του ώρα όπου κι αν κλωθογυρίζει...
Έπειτα, λίγο αργότερα, και με τη βούλα εφηβεία πια, να σπαταλάει
μαζί μας σε ένα βράδυ, σε μια Παρασκευή, κάθε Παρασκευή, κερνώντας ρακές και
φαγητά και μετά πάλι ποτά, όλο το βδομαδιάτικο που έπαιρνε από το ξυλουργείο
όπου δούλευε... αυτός τα παράτησε τα γράμματα στο λύκειο... εγώ κι ο Λα Τους
συνεχίζαμε και εις ανώτερα...
Και λίγο αργότερα, λίγο πριν τα εικοστά του γενέθλια, να μας
χαιρετάει δήθεν μελοδραματικά από μακριά, κουνώντας στον αέρα σαν μαντίλι, το
ναυτικό του φυλλάδιο, και να περνάει την είσοδο του λιμανιού τρεκλίζοντας από
το ποτό, ψάχνοντας να βρει τον σωστό ντόκο, για να ξεκινήσει το πρώτο του
ταξίδι.
Η πρώτη κάρτα από το Ριο Ντε Τζανέιρο η δεύτερη από το
Πούντα Αρένας και η τρίτη από που αλλού... από το Βαλπαραΐσο... ακολούθησαν
πολλές, σχεδόν από κάθε άκρη, κάθε θάλασσα και κάθε λιμάνι του κόσμου... από το
Βλαδιβοστόκ μέχρι την Τουαράνγκα, από το Κέιπ Τάουν μέχρι το Μόλντε κι από το Βανκούβερ
μέχρι το Κάμπο Ντε Όρνος...
Είναι και οι ιστορίες, οι περιγραφές του απ’ το ναυάγιο, το
κολύμπι όλη νύχτα ανάμεσα στα πτερύγια των καρχαριών, στο τέλος ο μόνος επιζών,
να κοιτάζει σαν χαμένος, μαγεμένος, ωσάν ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο, από την
ακροθαλασσιά την ανατολή, πάνω σε ένα μικροσκοπικό, κοραλλιογενές νησί του
Ειρηνικού όπου τον ξέβρασαν τα κύματα, μέσα από την καλύβα του ναυαγού, μια
καλύβα φτιαγμένη με σκελετό από παΐδια φάλαινας...
Κι ύστερα πάλι, αλλού... ένα άλλο φεγγάρι, για κάποια
φεγγάρια, κουρέας, νεκροθάφτης κι οδοντίατρος στο νησί του Πάσχα, στο μαγαζάκι
που στέγαζε αυτές και κάμποσες ακόμη, ανομοιογενείς θα λέγαμε, δραστηριότητες, παρέα
και συνέταιροι με τον ιθαγενή, τον Κουζ Μουνή, τον άνθρωπο που τον είχε σώσει
απ’το ερημονήσι... η σκούφια του κρατούσε από τον Χαβανέζο πάλε ποτέ
αρχηγό, Τιρριομπού Μουνή, που εκεί πίσω στα 1779 είχε την τύχη να δοκιμάσει ξεροψημένο,
λίγο από το κρέας του θρυλικού θαλασσοπόρου κάπτεν Τζέιμς Κούκ, κι από τότε
μέσα στην φυλή του οι απόγονοι του θεωρούνταν αν όχι ημίθεοι, τουλάχιστον εις
τον αιώνα ευλογημένοι... έλεγε ο Βαλπαράιζο...
Αλλά του Βαλπαράιζο το πεπρωμένο ήταν ο δρόμος και τα
κύματα... πάλευε μαζί τους, και πάλευε θαρρείς να δει, να βρει, μέσα σ’ αυτόν
τον απέραντο καθρέφτη τη θάλασσας, τον εαυτό του... έτρεχε συνέχεια μπροστά, σαν να
ήθελε να πιάσει τον ορίζοντα, σαν να τον έσπρωχνε ένας κακός άνεμος, ίσως ένας
παγωμένος pampero…
Kανείς δεν ξέρει πως και γιατί, έπειτα από λίγο βρέθηκε
στην άκρη άλλου ωκεανού, στο Τριστάν Ντα Κούνια της Αγίας Ελένης, να σερβίρει
ποτά στο μπαρ Albatross, πριν
μπαρκάρει πάλι ξαφνικά, αφού είχε αποκτήσει και το δεύτερο πιο χαρακτηριστικό
τατουάζ –η γοργόνα κοντά στην καρδιά που είχε χτυπήσει στο πλοίο, είναι τόσο
κλασσική που κανονικά δεν θα έπρεπε καν να την αναφέρω ούτε σε παρένθεση όπως
κάνω τώρα- στην πλάτη του αυτή τη φορά, ένα δικέφαλο άλμπατρος με τις φτερούγες απλωμένες σε στάση πτήσης, που συναγωνίζονταν στα ίσα τις φαραωνικές
διαστάσεις των τσιγάρων του Λα Τους.
Τον επόμενο χρόνο η σφραγίδα του ταχυδρομείου μαζί και το
χνάρι του Βαλπαράιζο είχε το όνομα του Κούσκο στο Περού, όπου έκανε εξορύξεις
λέει σε ένα παράνομο χρυσωρυχείο, και να ετοιμαζόμαστε για χοντρά φράγκα, του
παραχρόνου όμως έφτασε ένα γράμμα από το Σάο Πάολο, απ’ όπου μας ανακοίνωνε ότι
μόλις τελείωσε την εκμάθηση και ξεκινάει να δουλεύει σαν δάσκαλος Βραζιλιάνικου
Ζίου Ζίτσου, και μετά από ακόμη έναν χρόνο, οι κάρτες ερχόταν κατευθείαν από
την πόλη του πεπρωμένου του ξανά, το Βαλπαραΐσο, εκεί έλεγε φούνταρε την
άγκυρα, από εκεί έρχονταν τα γράμματα που έγραφαν για μεγάλες δουλειές, και
μεγάλη ζωή, γυναίκες, Ινδιάνες, αραπίνες και λευκές, λάγνες ερωτιάρες, ποτά, χορτάρια
και γούστα ακριβά, ντόπιους ναρκέμπορους που πετούσαν τους εχθρούς τους από ελικόπτερα
τις νύχτες στον ωκεανό, άπληστους gringos που καλό θα ήταν να γυρίσουν γρήγορα σπίτι
τους, Ρώσους μαφιόζους που μέσα τους κυλούσε βότκα αντί για αίμα, τι να θυμηθείς
τι να ξεχάσεις, τι πιστέψεις και τι να πετάξεις... το μόνο σίγουρο είναι ότι
όλα του τα γράμματα άρχιζαν με ένα απόλυτα σοβαροφανές «Αγαπητοί και
εντιμότατοι φίλοι μου» και τέλειωναν με τους στίχους ενός από τα πιο αγαπημένα
του τραγούδια... μαζί με τα ισπανικά, το ‘χε μάθει πια φαρσί και το αγγλικό:
"All
the lonely people, Where do they all come from? All the lonely people, Where do
they all belong?" για να
τους επισφραγίσει και πάλι κάθε φορά, έτσι σαν παρασύνθημα, με μια λακωνική,
αλλά μεγαλοπρεπή, βιβλική παρένεση προς εμένα και τον Λα Τους: “Μη φοβού!”
Στο μεταξύ εμείς, ο Λα Τους κι εγώ, μεγαλώναμε σαν όλα τα
κανονικά παιδιά, ήμασταν μόνο λίγο ρεμάλια αλλά και τι μ’ αυτό; στο μεταξύ η μάνα του Μήτσου ύστερα
από έναν ποταμό δακρύων πήγε και πέθανε, συχωρέθηκε, όπως κάνουν αργά ή γρήγορα όλες οι
μανάδες, στο μεταξύ η Κάτω Πουτσουνάρα ερήμωνε από νέους κι αυτή, μας τραβούσαν
τα φώτα της πόλης όπως μια τρίχα σέρνει καράβι στο βουνό, στο μεταξύ οι
επιστροφές του Λύκου, έστω για λίγο στα πάτρια, με τον καιρό έγιναν ακόμη λιγότερες,
ούτε που θυμάμαι πια πότε ήταν η πιο πρόσφατη, ίσως επτά-οκτώ χρόνια πίσω, ο Λα
Τους σίγουρα θα θυμόταν ακριβώς χρονιά, μήνα, ώρα μέχρι και λεπτά, αλλά δεν
ήθελα να διακόψω την συνομιλία του με τα πνεύματα, στο μεταξύ τηλέφωνα και
ιμέιλ ο Βαλπαράιζο δεν τα γούσταρε, τα απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι, και
το ταχυδρομείο λύση ανάγκης ήταν έλεγε, θα προτιμούσε σήματα καπνού και
ταχυδρομικά περιστέρια, έστω έναν τηλέγραφο ρε παιδί μου, όμως στο μεταξύ και οι
κάρτες και τα γράμματα αραίωσαν, το τελευταίο θα έχει δύο με τρία χρόνια, άραγε
τι μπορεί να είχε μεσολαβήσει από τότε;
που αλλού, σε ποιο λιμάνι σε ποια κακόφημη γωνιά, θα μπορούσε να τον έχει
ρίξει το μεγάλο κύμα του χρόνου, τις μέρες που κύλισαν από εκείνο το γλυκό πρωινό
που αποθανατίστηκε στη φωτογραφία που μας είχε στείλει τότε, και όπου φαινόταν
να ποζάρει χαμογελαστός και ευτυχισμένος ξενύχτης, ανάμεσα στους φοίνικες του
Βαλπαραΐσο μαζί με το νέο του συνεταιράκι, όπως λακωνικά έγραφε στο πίσω μέρος,
τον Εμιλιάνο Μαγγελάνες, μια ινδιανόφατσα σαν δρεπανηφόρο δεξί μπακ του παλιού
καλού καιρού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τι θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει
λοιπόν, έτσι ώστε να βρεθεί το χέρι του εκεί όπου βρέθηκε;… όμως και πάλι, στο μεταξύ το
σκοτάδι μας είχε τυλίξει σαν την μπέρτα του Κόμη Δράκουλα... στο μεταξύ ο
Φιοντόρ Τιμοφέιτς νιαούρισε με παράπονο... τον ακολούθησε πάραυτα κι ο Δον
Ταρκίνιο... αυτή η νιαουριστική συμφωνία έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήταν η ώρα του
φαγητού... και στο μεταξύ έπρεπε με τον Λα Τους να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε
το επόμενο πρωινό... να πάμε τελικά ή μήπως όχι στην αστυνομία και το
νεκροτομείο , για να αναγνωρίσουμε από κοντά το Βαλπαραϊζούχο χέρι;